Κάποτε τα Χριστούγεννα σήμαιναν κάτι . Ναι, πάρα πολλά, όταν ήμασταν παιδιά και ονειρευόμασταν γλυκά, τραγούδια γύρω από το δέντρο, διακοπές και χρόνο για περισσότερο παιχνίδι με τους φίλους μας , τραπέζια με τους δικούς μας, χαρές , γέλια, αγκαλιές, φιλιά, δώρα και φυσικά… κάλαντα.
Πώς να ξεχάσει κανείς την μυσταγωγία στον σχεδιασμό της πρώτης αποστολής ενός μικρού εξερευνητή σε χώρους άγνωστους, κλειστούς και περιχαρακωμένους, όπως τα ξένα σπίτια, οι ξένοι μικρόκοσμοι, που άνοιγαν μαγικά και μόνον δύο φορές το χρόνο για να ακούσουν το χαρούμενο άγγελμα από τα ανίδεα μικρά πλασματάκια που ήμασταν κάποτε.
Κάποτε τα Χριστούγεννα σήμαιναν κάτι. Ναι, πάρα μα πάρα πολλά, όταν τα βράδια της παραμονής της μεγάλης μας εξόρμησης δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι, όταν μιλούσαμε με τους κολλητούς μας φίλους και συνοδοιπόρους για τα που και πως θα οργανωθούμε, για το τι θα φορέσουμε για το ποιος θα κρατάει αυτή τη φορά το ταμείο, για το πώς θα αντιδράσουμε σε περίπτωση στραβωμένου νοικοκύρη ή μιας κρυφής, ύποπτης απειλής.
Οι γονείς μας φρόντιζαν να μας «ταρακουνούν» με σενάρια καταστροφολογικά στα οποία λάμβαναν ρόλους όλης της γης οι εν δυνάμει επίφοβοι βιαστές, απαγωγείς, σάτυροι και κλέφτες. Τόνιζαν τη δύναμη της παρέας και μας αντιμετώπιζαν ίσως για πρώτη φορά αντί για παιδιά σαν αυτόνομους «μεγάλους». «Παρέα» και «μεγάλοι» δύο λέξεις σούπερ δυνατές μας έκαναν να «ψηλώνουμε» από περηφάνια και υπευθυνότητα. Γιατί εδώ που τα λέμε το να είσαι δημοτικό και να ξεχύνεσαι ελεύθερη στους δρόμους με τις φίλες σου φωνάζοντας σε ανοιχτές πόρτες το γνωστό τραγούδι των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς, μέσα στο κρύο, ξεκινώντας πολύ πρωί, χτυπώντας μες στην τρελή χαρά τα κουδούνια , ξυπνώντας κόσμο, ήταν τόσο μα τόσο διεγερτικό και διασκεδαστικό… Ήταν επίσης τρομερά ανατρεπτικό: φανερή όχληση στα κουδούνια και στις πόρτες, αλλά αντί να ακούς κατσάδα να σου χαμογελούν και να σε πληρώνουν κι από πάνω. Για εμάς αυτό ήταν το καλύτερο παιχνίδι που θα μπορούσε να μας χαρίσει ο φανταστικός Αϊ Βασίλης (ο παππούς γρίφος που παραφυλάξαμε για να λύσουμε ναι… ναι)
Θυμάμαι πως μπορούσαμε να διακρίνουμε σαν καλοί νευροχειρούργοι και να ξεχωρίσουμε με μια ματιά (όταν το μάτι είχε πια εξασκηθεί) ποια σπίτια ήταν περιποιημένα, ποια γλυκά ήταν «φαγανά» (γιατί βλέπεις ουκ ολίγες φορές μας κερνούσαν), τους καπνιστές από τους μη, τις «ωραίες» οικογένειες από τις «περίεργες», τους μοναχικούς, κλειστούς τύπους από τους ευδιάθετους κοινωνικούς, τη μοναχική μελαγχολική γεροντοκόρη από την χήρα γιαγιά με τον κότσο και τους κουραμπιέδες στο σερβάν δίπλα στην πόρτα, την νοικοκυρά που τα παιδιά της μεγάλα πια είχαν φύγει από το σπίτι κι εκείνη μας κοίταζε νοσταλγικά θαρρείς. Κι όλα αυτά από τον τρόπο που θα άνοιγαν την πόρτα, από το πόσο θα την άνοιγαν, από τις μυρωδιές του κλειστού σπιτιού, από τις εκφράσεις και τον τρόπο που θα μας υποδέχονταν από μικρές – λεπτές αποχρώσεις στη φωνή, στα μάτια, στις χειρονομίες σε όλα εκείνα που πλαισίωναν την αύρα του οικοδεσπότη.
Στα μικρά, άπειρα ακόμη μάτια μας ανοίγονταν νέοι άγνωστοι κόσμοι, άλλες ζωές μυστήριες, άλλες ευχάριστες και οικείες και άλλες παράξενες και ακατανόητες.
Για περίπου 6 με 7 ώρες ασταμάτητης κίνησης, εμείς τα εργατικά μυρμηγκάκια, χύναμε ιδρώτα σε ορόφους πολυκατοικιών κόντρα στο κρύο (θυμάμαι μια δυο φορές και στο χιόνι), κόντρα και στις άλλες παρέες. Χριστέ μου, ακόμα θυμάμαι τον ανταγωνισμό με άλλα παιδιά που τύχαινε να μπουν στην ίδια πολυκατοικία μαζί με εμάς. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναπτύσσαμε έξυπνα συστήματα δράσης για να αιφνιδιάζουμε τους ένοικους πρώτες εμείς. Η αδρεναλίνη μας στα ύψη… γινόταν κοινώς της μουρλής…
Ε ναι λοιπόν κάποτε τα «Κάλαντα» σήμαιναν πάρα πολλά ενώ τώρα με αναμνήσεις έντονα νοσταλγικές τα ξαναζούμε μέσα από τα μάτια των δικών μας παιδιών. Όμως δεν είναι το ίδιο, ποτέ δεν θα είναι το ίδιο μαγικά όπως τότε που νιώσαμε για πρώτη φορά αφεντικά του εαυτού μας με δικό μας πορτοφόλι, που δεν γέμιζε από «χαρτζηλίκι» αλλά από τα δικά μας «δουλεμένα» λεφτά τα ποτισμένα με γέλια, γλυκιά κούραση και πονεμένα γόνατα! Α και φάλτσα, μπόλικα φάλτσα.
Σκούφος, γάντια, μπουφάν, τρίγωνο και…φύγαμε!