Το Αρβανίτης παράγεται από το Αρβώνως ή Αρβωνίτης, που υποδήλωνε τον κάτοικο της Αρβωνος, όπως τη λέει ο Πολύβιος (2, 11) ή Αρβώνος, όπως τη λέει ο Στέφανος Βυζάντιος. Η Άρβων ή Αρβών ήταν πόλη της Ιλλυρίας και οι εξ αυτής προερχόμενοι ή κατερχόμενοι προς την Ελλάδα ονομάσθηκαν σταδιακά Αρβανίτες. Σε κανένα μέρος της Ελλάδος οι αλβανόφωνοι δεν ονόμασαν ούτε ονομάζουν εαυτούς Αλβανούς. Διότι παρά την αλβανοφωνία τους, παλαιόθεν είχαν οι πλείστοι συνείδηση ελληνικής καταγωγής. Κι αυτό
για τον απλούστατο λόγο: ήξεραν από την προφορική τους παράδοση πως ήσαν κατά τη γλώσσα εξαλβανισμένοι Έλληνες, όπως είναι άλλωστε οι πλείστοι Τόσκηδες, οι Αλβανοί δηλαδή που κατοικούν νοτίως του Γενούσου (Σκούμπη) ποταμού, ο οποίος είναι το φυσικό όριο του ελληνικού και του ιλλυρικού κόσμου.
Το όνομα Αλβανός χρησιμοποιήθηκε το πρώτον από ελληνικές πηγές κατά τον 11ο αιώνα, όταν άρχισαν οι βυζαντινονορμανδικοί πόλεμοι, που είχαν -κατά μεγάλο ποσοστό- σαν χώρο δράσης τμήματα της σημερινής Αλβανίας και την Κέρκυρα. Το όνομα Αλβανός προέκυψε από το Αλβανόν όρος (Albanum mons), την υψηλότερη κορφή του Λατίου που απέχει περί τα 20 χλμ. από τη Ρώμη. Στις υπώρειες του Αλβανού όρους ήταν κτισμένη η Αλβα Λόγγα, (η αρχική κοιτίδα των Ρωμαίων), η οποία καταπλακώθηκε από βροχή λίθων, λόγω εκρήξεως ηφαιστείου στα χρόνια του Τύλλου Οστυλίου. Οι προερχόμενοι από την
περιοχή του Αλβανού όρους κάτοικοι λέγονταν Albani (Αλμπάνι-Αλβανοί). Albani στρατιώτες φύλαγαν κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας την περίφημη Εγνατία που ξεκινούσε από το Δυρράχιο και έφθανε ως το Βυζάντιο. Μαρτυρείται μάλιστα πόλη Αλβανούπολις και επισκοπή Αλβανουπόλεως.
Το σημερινό όνομα ττου χρησιμοποιείται ως εθνικό, Σκίηετάρ, που κατ’ άλλους σημαίνει ορεινός και κατ’ άλλους χώρα των αετών, είναι πολύ πιθανώτερο να είναι ιταλικό, από τη βενετική λέξη Schiopetier και δηλώνει τον καραμπινοφόρο, τον οπλοφόρο, μια και οι Αλβανοί, ως μισθοφόροι στρατιώτες πλαισίωναν τους στρατούς των ιταλικών πόλεων, αργότερα της Πύλης4. Σε ότι άφορα στη γλώσσα η σύγχρονη αλβανική αρχίζει να διαμορφώνεται περί τον 15ο αιώνα και χωρίζεται σε δύο διαλέκτους, την Γκεκική (Gheg) και την Τοσκική (Tosk). Στη σύγχρονη αλβανική διασώζονται λίγα αρχαιοελληνικά στοιχεία, όπως το moken-mocer (= μυλόπετρα) από το μηχανή, πλείστα όμως λατινικά.
Η Αλβανία, τουλάχιστον το νότιο τμήμα της, αποτελούσε βυζαντινή κτήση μέχρι τα χρόνια των σταυροφοριών. Αλλά και όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των σταυροφόρων, η περιοχή του υρραχίου και κάτω αποτέλεσε τμήμα του ελληνικού δεσποτάτου της Ηπείρου. Μάλιστα ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος έκτισε το και σήμερα σωζόμενο φρούριο του Δυρραχίου, πάνω στο οποίο υπήρχε η ακόλουθη αναμνηστική επιγραφή, που δημοσιεύτηκε το 1854 από τον Hahn. Ίσως σήμερα να έχει καταστραφεί για να μη θυμίζει την εκεί παρουσία Ελλήνων. Η επιγραφή έλεγε:
Θεόδωρος μέγιστος εν στρατηγίαις
Δούκας Κομνηνός, ευσθενης, βριαρόχειρ
εχθρός απροσπέλαστος, ακάμας πόνοις.
Μετά από λίγο τη θέση των Ηπειρωτών πήρε ο γαλλικός οίκος των Ανδεγαυών (Anjou) που δημιούργησαν με έδρα το Δυρράχιο το Regnum Albaniae (1272). Η βόρειος Αλβανία όμως ήταν σερβική. Λόγω μάλιστα της μακράς κυριαρχίας των Σέρβων πολλές αλβανικές οικογένειες, όπως οι Piberi και Ozrinici είχαν εκσερβισθεί. Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1261) από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο επανέρχεται η κυριαρχία των Βυζαντινών στην Αλβανία, η οποία διακόπτεται από την παρουσία του ισχυρού ηγεμόνα των Σέρβων Στέφανου Δουσάν (1291-1355) που στερεώνει τη σερβική κυριαρχία σ’ όλη την Αλβανία και χρησιμοποιεί τους Αλβανούς στις πολεμικές επιχειρήσεις του, προσφέροντάς τους σε αντάλλαγμα κτήσεις σε ελληνικές περιοχές. Έτσι έχουμε έκτοτε μόνιμη εγκατάσταση Αλβανών στην Ήπειρο (Βόρεια και Νότια). Από την Ήπειρο ομάδες Αλβανών άρχισαν να διολισθαίνουν προς Ν. και να εγκαθίστανται στην Αττική και Πελοπόννησο, όπου με την παρουσία τους ενίσχυσαν τον ελληνικό πληθυσμό και συνέβαλαν στην καλλιέργεια της γης, η οποία, λόγω Φραγκοκρατίας, είχε παραμεληθεί.
Το όνομα «Αρβανίχαι», εκ της περιοχής Αρβώνος, απαντάται για πρώτη φορά στην «Αλεξιάδα» της Αννας Κομνηνής. Στα παλαιά χρόνια δεν υπήρχαν μεταξύ των λαών «στεγανά». Ιδίως οι ποιμενικοί πληθυσμοί εκινούντο ευχερώς από περιοχής εις περιοχή. Έτσι ποιμένες Αλβανοί έφθαναν από την παλιά εποχή στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Από την ανάμειξη των Βλάχων και των Αλβανών ποιμένων προέκυψαν οι λεγόμενοι Αρβανιτόβλαχοι. Η πρώτη εγκατάσταση Αλβανών στη νότια Ελλάδα γίνεται επί αυτοκράτορος Ιωάννη Καντακουζηνού (1341-1355), όταν ο δεσπότης του Μυστρα Μανουήλ Καντακουζηνός κάλεσε 10.000 Αλβανούς να εγκατασταθούν στη ρημαγμένη από τους πολέμους Πελοπόννησο. Αλλες 10.000 Αλβανοί εγκαταστάθηκαν στα χρόνια του Θεοδώρου Α’ Παλαιολόγου, νέου δεσπότη του Μυστρά. Οι Αλβανοί αυτοί αποτέλεσαν τους πυρήνες των αλβανικών οικισμών της Πελοποννήσου.
Ο πρώτος εποικισμός Αλβανών στην Αττική αρχίζει το 1382 και γίνεται πιο συχνός μετά το 1402. Από την Αττική ομάδες Αλβανών διαπεραιούνται στα γειτονικά νησιά του Αργοσαρωνικού (Σαλαμίνα, Ύδρα, Σπέτσες) και του Αιγαίου (Ανδρος).
Στη δίτομη ιστορική εργασία μου «Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος χώρου» (Gutenberg, 1999, τόμ. Β’, σελ. 586) γράφω για τον εποικισμό των Αλβανών στην Αττική τα ακόλουθα:\
«Η κάθοδος αυτή οφείλεται εν πολλοίς στις ενδοαλβανικές συγκρούσεις και στη διασύνδεση ισχυρών Αλβανών πολεμιστών με αντιμαχόμενες ηγεμονικές οικογένειες. Οταν ο αδελφός του Στέφανου Δουσάν, Θωμάς Πρελιούμποβιτς, θέλησε να περιορίσει την αλβανική επέκταση και επιτέθηκε εναντίον των Αλβανών φυλάρχων Γκίνη Μττούα ή Σπάτα και του Πέτρου Λιόσα, που κυριαρχούσαν στην Ήπειρο, άρχισε τότε η διολίσθηση Αλβανών προς Νότο και η εγκατάσταση τους σε διάφορες περιοχές. Τα σημερινά τοπωνύμια Σπάτα και Λιόσια της Αττικής είναι ζώσες μαρτυρίες της εγκαταστάσεως τους. Η λεγόμενη αλβανική διάλεκτος, που ήταν γλώσσα χρήσης, άρχισε να εκτοπίζει την ελληνική, που είναι υπερβαλλόντως απαιτητική, όταν η τουρκική κατάκτηση δεν επέτρεπε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων. Η ελληνική χωρίς σχολεία είναι δύσκολο να διατηρηθεί και γι αυτό υποχώρησε σε πολλές περιοχές έναντι άλλων απλούστερων γλωσσών. Η αλβανική και Βλάχικη ήταν ένα είδος λαϊκής εσπεράντο».
Σαράντος I. Καργάκος
ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ