Αλητάκι, ζέστη, πνιχτή υγρασία να την κόβεις σε κομμάτια, έμπαινε καλοκαιράκι, τό‘νιωθες παντού μέσα και έξω…καλοκαιράκι.
Αργά, μα σταθερά, ο ουρανός γινόταν πιο γαλάζιος, πιο έντονα, όλο και πιο λίγα τα σύννεφα… σπάνια.
Έβαλε το χέρι στη μεριά της καρδιάς, χάιδεψε την ουλή, πιο κει άλλη μια κι άλλη κι άλλη. Κοίταξε τον ουρανό, χαμογέλασε με ένα κάτι που έμοιαζε χαμόγελο, μάλλον χαμόγελο ήταν. Συνέχισε να χαϊδεύει τις ουλές σαν να ‘θελε να τις εξαφανίσει, να τις κάνει πάλι δέρμα, να μην τις νοιώθει, μάταια…
Στο νου ήρθε η θύμηση του πόνου όταν βρώμικα νύχια σαν νυστέρια μπήγονταν και ξέσκιζαν, δέρμα, σάρκα, καρδιά… ψυχή.
Κοίταξε τον ουρανό, το πρόσωπο συσπάστηκε, κάτι σαν χαμόγελο, όχι, δεν ήταν χαμόγελο. Μόνο χαμόγελο δεν ήταν. Πήρε την κούπα με τον καφέ, ίσως για να πάρει το χέρι από τις ουλές, ίσως για να νιώσει την κάψα του ζεστού καφέ πάνω της. Η μουσική, η μουσική του τον κάθισε στην πολυθρόνα, μια λαχταριστή γουλιά καφέ τον έκαψε στα χείλη, στη γλώσσα, στον ουρανίσκο. Κοίταξε ίσια απέναντι… Η θολή εικόνα του, στην σβηστή οθόνη της τηλεόρασης τον χαιρέτησε. Με μια κίνηση ανταπέδωσε και χαμογέλασε… Ναι! Χαμογέλασε.
Ακούμπησε τον καφέ, ένα τσιγάρο γέμισε γαλάζιο καπνό το χώρο, μπλέχτηκε με τις νότες της μουσικής, άρχισαν να χορεύουν μαζί, χωρίς ρυθμό, χωρίς σκοπό, απλά χόρευαν.
Δεν άργησε πολύ και το αλητάκι στη σκέψη του εμφανίστηκε. Μεγάλο αλητάκι. Μπελάς… μεγάλος μπελάς. Αλητάκι με τα όλα του, έπιασε το νήμα κι άρχισε να ξετυλίγει. Δεν άργησε και δυο γκριζοπράσινα μάτια εμφανίστηκαν. Μετά ένα χαμόγελο, μετά ένα καπέλο, μετά μια παραλία, μετά το πρόσωπο της… Μαγεία! Ένα πρόσωπο σκέτο χαμόγελο ένα λαμπερό χαμόγελο… καλοκαιράκι. Άλλη μια ουλή τι είναι μπροστά σ’ αυτό το χαμόγελο, σ’ αυτά τα μάτια, σ’ αυτό το πρόσωπο; Αυτήν ολόκληρη;