Εκείνο το βράδυ με έπινες στο ποτό σου.
Φουνταρισμένο το μαγαζί – ανάσα δεν έπαιρνες από τον καπνό που έγλειφε αργά και σταθερά με μια γαλάζια γλώσσα τα παράθυρα – τίγκα στο κόσμο: σερβιτόρες να σου αγγίζουν με νεύρα τον ώμο, την πλάτη, για να περάσουν ανάμεσα στις ανθρώπινες Συμπληγάδες με ένα δίσκο γεμάτο ποτήρια γεμάτα με υγρό θάνατο.
Και εσύ να με κοίταζες στα μάτια όπως μόνο εσύ ξέρεις.
Αμάν, αμάν! φωνάζει η τραγουδίστρια. Σφίγγει το μικρόφωνο σαν το χέρι ενός εραστή που φεύγει για πάντα μακριά της και ξεκινάει τον αμανέ, ξεκινάει να κλαίει. Η φωνή της σκίζει το μπαρ, ο κόσμος μουρμουρίζει άβολα, σκάστε μαλάκες ψιθυρίζει ένας στους κολλητούς του, τα σφηνοπότηρα πάνω από τα κεφάλια – ζήτω ο Έρωτας! Ζήτω η Ζωή! Ζήτω ο Θάνατος! – μπαμ μπουμ μπαμ χτυπάνε με σειρά το τραπέζι τα σφηνάκια στον υπνωτικό ρυθμό του μπουζουκιού.
Όταν γεννιέται ο άνθρωπος…ένας καημός γεννιέται.
Όταν φουντώνει ο πόλεμος το αίμα δε μετριέται
Και εσύ εκεί. Να με κοιτάζεις στα μάτια, ακίνητη.
— Αμανές, μου λες.
Δήλωση: βαρύς, ασήκωτος πόνος, αβάσταχτος καημός. Βαρύς. Ασήκωτος. Αβάσταχτος. Αυτά μου λες, με μια λέξη. Σηκώνω τα χέρια ψηλά, στο ύψος των ώμων, και φουσκώνω το στήθος μου – απλώνω φτερά προκλητικά. Γελάς, αδιάφορα. Αφού δεν χορεύεται αυτό το κομμάτι, μου λες με τα μάτια σου. Πόσες φορές πρέπει να στο πω;
Τόσες.
Σε πλησιάζω.
Καίγομαι καίγομαι…ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά.
Πνίγομαι, πνίγομαι…πέτα με σε θάλασσα βαθιά.
Σε θέλω δίπλα μου και σε αναζητώ. Σε θέλω με τον τρόπο που περιγράφονται μόνο σε τέτοια τραγούδια. Κάθε κομμάτι του Είναι μου θέλει να εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή σου, να λιώσει μέσα σου και τα δύο Είναι να γίνουν ένα Ένα.
Τινάζεις το κεφάλι σου στα δεξιά, τα μακριά σου μαλλιά σχεδόν άκοπα σε όλη σου την ζωή κρύβουν τον λαιμό σου. Πιέζω το πρόσωπο μου στα μαλλιά σου και παίρνω ανάσα. Μετά από τόσο καιρό – ανάσα. Νιώθω πως το σώμα σου είναι σε επιφυλακή. Αφού με διαβάζεις σαν ένα βιβλίο που να ‘γραψες η ίδια, αφού με ξέρεις. Ξέρεις πως το χέρι μου έχει ήδη κατεβεί και πως σε πιάνει με ήρεμη δύναμη από τον γοφό. Αφού ξέρεις ότι τα χείλη μου φυσάνε απαλά, και ζεστά, και διώχνουν στην άκρη τα μαλλιά σου, και σου φιλούν τον λαιμό…ακριβώς εκεί που ξέρουν να σε φιλούν. Και εκεί που νιώθεις το χέρι μου να φεύγει απότομα προς το μπούτι σου σηκώνεσαι και παίρνεις φωτιά, να σηκωθείς και εσύ να χορέψεις γιατί ειδάλλως θα κάνουμε κάτι που κι η δύο θα μετανιώσουμε.
Ορκίστηκα στα μάτια σου που τα ‘χα σαν βαγγέλιο.
Τη μαχαιριά που μου ‘δωκες να σου την κάμω γέλιο.
Στήθος με στήθος χορεύουμε κυκλικά και περήφανα, σαν δύο ζωντανά που ψάχνει το ένα να δει πιο θα πρωτοφάει το άλλο. Δύο πεινασμένοι, πληγωμένοι λύκοι κλεισμένοι σε κλουβί και ανάμεσα τους μόνο μία καρδιά. Και κάνουμε κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλον. Ακουμπάς το πρόσωπο σου για δύο στιγμές επάνω στο στήθος μου με τα μάτια σου κλειστά, κλειστά απ’ τον πόνο.
Βαρύς. Ασήκωτος. Αβάσταχτος.
— Άντε και γαμήσου… ψιθυρίζεις. Σου ξεφεύγει ένα δάκρυ πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα. Άντε και γαμήσου… Σε μισώ.
Φεύγεις με μία στροφή, τα χέρια σου, τα φτερά σου ξανά απλωμένα, στρίβεις και πετάς σε κυκλικό κύκνειο άσμα, ένας κύκλος δίχως τέλος, μια κάτω σπείρα προς την καταστροφή. Εσύ. Εσύ – η υπέροχη καταστροφή μου.
Και εγώ;
Εγώ καίγομαι.
Καίγομαι.
Ρίξε κι άλλο λάδι στην φωτιά.
Δεν προλαβαίνουμε να βγάλουμε τα ρούχα μας, πέφτουμε άτσαλα και απελπισμένα μέσα από την πόρτα του σπιτιού σου κλοτσάω και κλείνω την πόρτα με μανία. Τα φιλιά μας καυτά και αλκοολικά, έρχονται το ένα επάνω στο άλλο ανάμεσα σε ανάσες που τρέμουν. Σε σώματα που τρέμουν επάνω σε ένα χαλί και τρέμουν το ένα για το άλλο. Τα δάχτυλα μου ψάχνουν την άκρη της μπλούζας σου, εσένα λύνουν την ζώνη σου – όχι την δικιά μου, την δικιά σου. Γελάω, και μετά ξεφυσάω απότομα γιατί δαγκώνεις με θυμό το χείλος μου.
— Γιώργο, λες.
Μόνο εσύ με λες έτσι, το ξέρεις; Η μπλούζα σου κρέμεται με το ζόρι από τον καναπέ.
— Γιώργο…σταμάτα.
Σε φιλώ για να σωπάσεις, να σταματήσεις εσύ, όχι εγώ. Βλέπω το στήθος σου που ανεβοκατεβαίνει όλο και πιο γρήγορα. Τα χείλη σου τρέχουν να ξεφύγουν απ’ τα δικά μου και ξαναλές το όνομα μου, όπως μόνο εσύ το έλεγες, και το μυαλό μου φεύγει. Με σπρώχνεις, με μισή δύναμη.
— Γιώργο, δεν μπορούμε να είμαστε μαζί.
Μόνο το σώμα υπάρχει πλέον, και φεύγει το χέρι μου, και ακούω τον οξύ ήχο καθώς το χέρι μου χτυπάει το μάγουλο σου. Παίρνεις ανάσα κοφτή, τα μάτια σου γουρλώνουν, και άξαφνα με χτυπάς και εσύ.
Και μετά με φιλάς όπως μόνο φιλάμε έναν έρωτα που πεθαίνει.
Μα συ βαθιά στην κόλαση την αλυσίδα σπάσε.
Κι αν με τραβήξεις δίπλα σου ευλογημένος να ‘σαι.
Ιδρώτας. Παλεύουμε και οι δύο να πάρουμε ανάσα. Γυμνοί και ευάλωτοι, κοιτάμε και οι δύο το ταβάνι και κρατιόμαστε σφιχτά από το χέρι, τα δάχτυλα μπλεγμένα το ένα με το άλλο. Ούτε θυμός, ούτε έρωτας – μόνο φωτιά. Φωτιά και μια βαθιά, ειλικρινή αγάπη. Έρχεσαι κοντά μου, και έρχομαι κοντά σου και τυλίγουμε τον έναν στην αγκαλιά του άλλου. Με φιλάς απαλά και γρήγορα στο στήθος και εγώ σε φιλώ στο μέτωπο.
— Και τώρα; μου λες. Και τώρα, ρε Γιώργο… Τώρα τι θα κάνουμε;
Και εγώ;
Εγώ πνίγομαι.
Πνίγομαι.
— Ότι και αν κάνουμε, θα το κάνουμε μαζί…
Πνίγομαι.
Πέτα με σε θάλασσα, βαθιά.