«Οι προσωπικές ιστορίες εκτός από το ότι συμβαίνουν, εκτός από το ότι υπάρχουν, έχουν άραγε και κάτι να μας πουν; Κι αν ναι, τι να είναι άραγε αυτό;»
Το ίδιο ερώτημα βασάνιζε το ταλαιπωρημένο του μυαλό μέρες τώρα μαζί με την εικόνα εκείνης.
Η ανάμνηση της παρέμενε κλειδωμένη ασφυκτικά σ’ένα μικρό, στενάχωρο κουτάκι που νόμιζε ξεχασμένο κάπου σε μια άκρη του μυαλού του.
Τώρα ένιωσε την ανάγκη να την ανασύρει από τα φαντάσματα του παρελθόντος και να την αναβιώσει ολοζώντανη μπροστά του.
Πολλά τα λάθη, αμέτρητες οι ευθύνες.
Για όλα ευθυνόταν αυτός και κανένας άλλος.
Επειδή ποτέ του δεν αγάπησε αυτό που ήταν εκείνη για τον εαυτό της αλλά μόνο αυτό που ήταν εκείνη για τον ίδιο.
Σκεφτόταν πως όσο πολύ και να την αγάπησε, όσο μοναδική κι αν ήταν, ήταν αξεπέραστα δεμένη με την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν όταν γνωρίστηκαν.
Του φαινόταν ως μοιραίο σφάλμα να απομονώνει κανείς μια γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του από το σύνολο των περιστάσεων στις οποίες τη συνάντησε και σχετίστηκε μαζί της και να την απογυμνώνει από όλα όσα έδωσαν μορφή στον έρωτα τους.
Γι’αυτό σχεδόν φοβόταν να την ξαναδεί με το πέρασμα του χρόνου.
Επειδή γνώριζε καλά πως όταν την ξανασυναντούσε, εκείνη δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια κι αυτός δεν θα μπορούσε να επανασυνδέσει το κομμένο νήμα.
Ποτέ δεν είχε πάψει να την αγαπάει, ποτέ δεν την είχε ξεχάσει και ποτέ δεν είχε ξεθωριάσει μέσα του η εικόνα της.
Αντιθέτως, έμενε μέσα του σαν σιωπηλή νοσταλγία, την ποθούσε όπως ποθεί κανείς κάτι που έχει χαθεί για πάντα.
Ενίοτε ο πόθος αυτός θερίευε και του έτρωγε τα σωθικά.
Ποτάμια ο ιδρώτας πάνω στα σεντόνια κάποια πέτρινα βράδια.
Κάποτε νόμιζε πως του κοβόταν η αναπνοή, το γέλιο, η μιλιά.
Κάποια στιγμή, η γυναίκα αυτή είχε γίνει για εκείνον ένα οριστικό παρελθόν.
Ένα παρελθόν που ζει συνεχώς και σαν παρόν έχει πεθάνει και φυλακίζει την ανάμνηση μέσα στα κατάβαθα του μυαλού και στα άδυτα της ψυχής.
Μια ανάμνηση που μετατρέπεται σε επινόηση και ισορροπεί επικίνδυνα πάνω στα όρια της πραγματικότητας και του μύθου.
Όταν η σαρκική υπόσταση της χάθηκε στο μυαλό του, άρχισε να γίνεται μύθος γραμμένος σε περγαμηνή κλεισμένη μέσα σ’ένα διάφανο, γυάλινο μπουκάλι.
Σαν αυτά τα μπουκάλια που άδειαζε κάθε βράδυ αναζητώντας μια αμυδρή ανάμνηση του ανεκπλήρωτου έρωτα του.
Άραγε είναι ευλογία ή κατάρα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες;
Σήκωσε τους ώμους και άνοιξε το τελευταίο μπουκάλι ουίσκι.
Ήξερε πως ποτέ δεν θα μάθαινε.
Δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε απάντηση.