Ο ανελκυστήρας συνέχισε ν’ ανεβαίνει μ’ αυτόν τον απίστευτα αργό ρυθμό του. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον: πως ανέβαινε. Δεν μπορούσα να ’μαι σίγουρος: πήγαινε τόσο σιγά, που χανόταν κάθε αίσθηση κατεύθυνσης, θα μπορούσε και να κατέβαινε, και να μην το ’χα καταλάβει, ή να ’ταν ολότελα σταματημένος. Ας υποθέσουμε όμως ότι ανέβαινε. Λέω: ας υποθέσουμε. Μπορεί να χα ανέβει δώδεκα πατώματα, και μετά να ’χα κατέβει τρία. Ίσως είχα κάνα το γύρο της υφηλίου. Πώς μπορούσα να το ξέρω;
Ακόμα και στην τελευταία του λεπτομέρεια, αυτός ο ανελκυστήρας δεν είχε την παραμικρή σχέση με τη φτηνή προχειροδουλειά που είχαν κάνει στη δική μου πολυκατοικία: μια γραμμούλα μόλις πιο πάνω από έναν πηγαδοκουβά στην κλίμακα της εξέλιξης. Ποτέ δε θα πίστευε κανείς ότι τα δυο αυτά μηχανήματα είχαν το ίδιο όνομα και τον ίδιο σκοπό. Και τα δύο δρασκέλιζαν τις οριακές γραμμές αυτού που μπορεί να νοηθεί ως ανελκυστήρας.
Πρώτον, ας πάρουμε το χώρο. Αυτός εδώ ο ανελκυστήρας ήταν τόσο ευρύχωρος, που θα μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις για γραφείο- να βάλεις μέσα ένα τραπέζι και μια καρέκλα, ένα ντουλάπι και μιαν αρχειοθήκη, άντε και μια κουζινούλα — και Θα ’χες ακόμα ελεύθερο χώρο να κινηθείς. Αν, μάλιστα, ήσουν και λίγο ιδιόρρυθμος, μπορούσες να προσθέσεις και τρεις καμήλες, μαζί μ’ ένα μέσου ύψους φοινικόδεντρο.
Δεύτερον: η καθαριότητά του — απολυμασμένος σαν ολοκαίνουργιο φέρετρο. Τοιχώματα και οροφή ήταν από πεντακάθαρο, στιλπνό, ανοξείδωτο ατσάλι, και στο δάπεδο ήταν στρωμένο ένα όμορφο, ακηλίδωτο χαλί σαν πράσινο γρασίδι. Τρίτον: η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε μέσα Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος —στην κυριολεξία ο παραμικρός ήχος— απ’ τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου μέσα κι οι πόρτες έκλεισαν. Τα βαθιά ποτάμια είναι σιγανά ποτάμια.
Και κάτι άλλο: τα περισσότερα απ’ αυτά τα μαραφέτια που υποτίθεται ότι έχει ένας ανελκυστήρας, έλειπαν. Πού ήταν, λόγου χάρη, αυτός ο πίνακας με όλα τα κουμπιά και τους διακόπτες; Δεν είχε αριθμούς ορόφων να πατήσεις, ούτε ΑΝΟΙΓΜΑ ΘΥΡΑΣ και ΚΛΕΙΣΙΜΟ θυρας, ούτε καν ΣΤΑΣΗ κίνδυνου — τίποτα απολύτως. Κι όλα αυτά μ’ έκαναν να νιώθω εντελώς ανυπεράσπιστος. Και να ’ταν μόνο τα κουμπιά; Δεν υπήρχε φωτάκι που να σου δείχνει αλλαγές ορόφων, καμιά προειδοποιητική πινακίδα σχετικά με τη χωρητικότητά του, ή, έστω, μια ταμπελίτσα με το όνομα του κατασκευαστή. Όσο για έξοδο κινδύνου, ξεχάστε το. Κι εγώ ήμουν εκεί μέσα, σφραγισμένος. Αποκλείεται να ’χε εγκρίθεί αυτός ο ανελκυστήρας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν κανονισμοί και γι’ ανελκυστήρες.
Κοιτάζοντας αυτούς τους τέσσερις τοίχους από ανοξείδωτο ατσάλι, θυμήθηκα μιαν από τις μεγάλες αποδράσεις του Χουντίνι που είχα δει σε μια ταινία. Είναι δεμένος δεν ξέρω κι εγώ με πόσα σχοινιά και πόσες αλυσίδες, στουμπηγ-μένος σε μια μεγάλη κασέλα, δεμένη κι αυτή με μιαν άλλη χοντρή αλυσίδα, και τον πετουν έτσι όπως είναι, πακέτο, στους Καταρράκτες του Νιαγάρα. Ή μήπως ήταν στην Αρκτική…; Εν πάση περιπτώσει, εγώ τουλάχιστον ήμουν λυτός. Το μόνο μου μειονέκτημα σε σύγκριση με τον Χουντίνι, ήταν ότι εγώ δεν ήξερα το κόλπο.
Α, και κάτι άλλο: δεν ήξερα καν αν βρισκόμουν σε κίνηση ή σε ακινησία.
Τόλμησα να βήξω, αλλά ο αντίλαλος, μόνο σαν βήχας δεν έμοιαζε. Ακούστηκε ένα ξερό πράγμα, λες κι είχε πετάξει κάποιος ένα κομμάτι πηλό πάνω σ’ έναν λείο, τσιμεντένιο τοίχο. Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι αυτός ο υπόκωφος γδούπος είχε βγει από μέσα μου. Δοκίμασα να βήξω άλλη μια φορά. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο. Αυτά ως προς το βήχα.
Στεκόμουν σ’ αυτόν τον ερμητικά κλεισμένο τάφο για μια αιωνιότητα — έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε. Οι πόρτες δεν έδειχναν κανένα σημάδι ότι θ’ άνοιγαν ποτέ. Ακίνητος, σε μιαν ατέρμονη σιωπή — μια νεκρή φύση: Ανθρωπος σε ανελκυστήρα. Αρχισα ν’ ανησυχώ. Κι αν το μηχάνημα είχε πάθει καμιά βλάβη; Ή αν ο χειριστής του ανελκυστήρα — αν υποθέσουμε ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα στο κτίριο— είχε ξεχάσει ότι βρισκόμουν μέσα σ’ αυτό το κουτί; Δε θα ’ταν η πρώτη φορά που ο κόσμος θα ’χε χάσει τα ίχνη μου. Προσπάθησα ν’ ακούσω κάτι, οτιδήποτε, αλλά κανένας ήχος δεν έφτανε στ’ αφτιά μου. Κόλλησα το ένα πάνω στον τοίχο από ανοξείδωτο ατσάλι: τίποτα. Νεκρική σιωπή. Το μόνο που κατάφερα, ήταν ν’ αφήσω ένα περίγραμμα του αφτιού μου πάνω στο ψυχρό μέταλλο. Ο ανελκυστήρας, προφανώς, ήταν φτιαγμένος από κάποιο θαυματουργό κράμα που απορροφούσε κάθε θόρυβο. Προσπάθησα να σφυρίξω το «Danny Boy», αλλά ακούστηκε σαν ρόγχος ασθματικού σκύλου.
Δε μου ’μενε τίποτ’ άλλο να κάνω, απ’ το ν’ ακσυμπήσω τη ράχη μου σ’ έναν τοίχο και να μετρήσω τα κέρματα στις τσέπες μου. Για κάποιον στο επάγγελμά μου, το να ξέρει πώς να σκοτώνει την ώρα του είναι εξίσου σημαντικό ως μέθοδος εκπαίδευσης όσο το να σφίγγει μπαλάκια από καουτσούκ ένας πυγμάχος (αν και, με την πιο στενή έννοια της φράσης. κάθε άλλο παρά σκοτώνεις την ώρα σου, αφού μόνο με συνεχείς επαναλήψεις μπορεί κανείς νά επαναρυθμίζει λοξοδρομημένες κλίσεις.
Εχω πάντα τις τσέπες γεμάτες κέρματα. Στη δεξιά μου κρατάω τα κέρματα των εκατό και πεντακοσίων γιεν· στην αριστερή, των πενήντα και των δέκα. Του ενός γιεν και των πέντε τα έχω στην κωλότσεπη, αλλά αυτά συνήθως δεν μπαίνουν στο μέτρημα. Τι κάνω, λοιπόν: χώνω τα χέρια μου ταυτόχρονα και στις δυο τσέπες, με το δεξί να λογαριάζει τα ‘κατοστάρικα και τα πεντακοσάρικα, ενώ το αριστερό μετράει τα πενηντάρικα και τα δεκάρικα. Για όσους δεν το ’χουν δοκιμάσει ποτέ, δεν είναι εύκολο να καταλάβουν τι σημαίνει υπολογισμός με αυτόν τον τρόπο που, οπωσδήποτε, είναι αρκετά δύσκολος στις αρχές. Το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου κρατάει διαφορετικούς λογαριασμούς από το αριστερό, και μόνο στο τέλος ενώνονται σαν δυο κομμάτια ενός κομμένου καρπουζιού. ‘Οπως είπα, είναι αρκετά δύσκολο μέχρι να του πάρεις το κολάι.
Τώρα, το αν πραγματικά βάζω το δεξί και το αριστερό τμήμα του μυαλού μου να κρατούν ξεχωριστούς λογαριασμούς, αυτό είναι κάτι που ειλικρινά δεν το ξέρω. Θα μπορούσε, ίσως, να μας πει περισσότερα γι’ αυτό το θέμα ένας ειδικός στον κλάδο της νευροφυσιολογίας. Εγώ, όμως, δεν είμαι νευροφυσιολόγος. Το μόνο που ξέρω, είναι πως, όταν βρίσκομαι στη μέση του μετρήματος, αισθάνομαι σαν να χρησιμοποιώ το αριστερό ημισφαίριο του μυαλού μου διαφορετικά από το δεξί. Κι όταν τελειώνω το μέτρημα, έχω την εντύπωση πως η κούραση που νιώθω, παρουσιάζει μια σαφή ποιοτική διαφορά από κείνην που φέρνει το κανονικό μέτρημα. Χάριν ευκολίας, τα σκέπτομαι σαν αθροίσματα δεξιάς τσέπης και δεξιού ημισφαιρίου, κι αθροίσματα αριστερής τσέπης και αριστερού ημισφαιρίου.
Σε γενικές γραμμές, κατατάσσω τον εαυτό μου στην κατηγορία αυτών των ανθρώπων που βλέπουν από σκοπιές «χάριν ευκολίας» τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν στον κόσμο, τα γεγονότα και, γενικότερα, την ίδια τη ζωή όχι πως είμαι κανένας απ’ αυτούς τους ιδιαίτερα μπλαζε, «χάριν ευκολίας» τύπους —αν κι έχω κάποιες τάσεις προς αυτή την κατεύθυνση— αλλά επειδή έχω παρατηρήσει πως, τις περισσοτερες φορές, οι τρόποι προσέγγισης που σε βολεύουν, σε φέρνουν και πιο κοντά στο να κατανοήσεις την αληθινή φύση των πραγμάτων.
Αν υποθέσουμε, λόγου χάρη, ότι ο πλανήτης Γη δεν ήταν σφαίρα, αλλά ένα γιγαντιαίο τραπεζάκι του καφέ, πόσο πολύ θα επίδρούοε αυτό στην καθημερινή ζωή μας; Εντάξει το παράδειγμα αυτό παραείναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά. Δεν μπορούμε ν’ ανακατατάσσουμε τόσο εύκολα τις πραγματικότητες της ζωής. Ναι, αλλά αν δούμε τον πλανήτη Γη, χάριν ευκολίας, σαν ένα γιγαντιαίο τραπεζάκι του καφέ, θα μπορέσουμε να συγυρίσουμε λίγο την ακαταστασία — αυτά τα (μεταξύ μας) ξεκάρφωτα δεδομένα, όπως είναι η βαρύτητα, η διεθνής γραμμή αλλαγής ημερομηνιών και ο ισημερινός — όλες αυτές τις ενοχλητικές λεπτομέρειες που οφείλονται στη σφαιρική άποψη. Θέλω να πω, για έναν άνθρωπο που κάνει μιαν απόλυτα κανονική ζωή, πόσες φορές στην πορεία αυτής της ζωής του θα έπαιζε κάποιο σημαντικό ρόλο ο ισημερινός;
Haruki Murakami