Αντίο λοιπόν. Ήρθε η ώρα. Να αποχαιρετήσω όλα όσα με αδημονία περίμενα να αντικρίσω σχεδόν δύο μήνες πριν αλλά και άλλα τόσα. Ο καιρός περνάει βιαστικά, μέρα με την ημέρα, φεγγάρι μισό με φεγγάρι μεγάλο, δεν μπορώ να ξεχωρίσω με βεβαιότητα τις μέρες και τις εβδομάδες, τα μέρη και τις κουβέντες που ΄κανα. Δεν μπορώ ούτε να προσδώσω στο χρόνο που πέρασε το κατάλληλο χρώμα, ούτε την κατάλληλη νότα. Έτσι θα περιοριστώ στο να πω μόνο ένα αντίο, ασυνάρτητο, παιδικό και βεβιασμένο όπως οι σκέψεις μου.
Αντίο λοιπόν σε διψασμένες βεράντες και ψάθινες καρέκλες. Αντίο στον εξημερωμένο αττικό ουρανό με τις μαβιές μελαγχολικές δύσεις του. Στα αρχαία που ανθίστανται υπομονετικά σε ρύπανση και σκουπίδια. Αντίο στα ιδρωμένα με ούζο ποτήρια. Στις άσπρες πλαστικές καρέκλες που στέκονται αθόρυβα έξω από επαρχιακά βενζινάδικα, στα τραπέζια που ρυθμικά κουνιούνται, καλυμμένα με χάρτινα τραπεζομάντηλα πασπαλισμένα με τη σειρά τους από πευκοβελόνες. Αντίο στα υπερμεγέθη περίπτερα και τα λιλιπούτεια συνοικιακά αλσύλλια. Στις τσουρουφλισμένες τραμπάλες και στα σκουριασμένα δίχως δίχτυα τέρματα στα ξεχασμένα παραθαλάσσια οικόπεδα. Αντίο στις πολύχρωμες γλάστρες από τενεκέδες λαδιού με τα ροζιασμένα γεράνια. Αντίο στις αιωνόβιες ελιές με τους μυώδεις κορμούς και τα φουσκωμένα κλαδιά. Αντίο στα χωμάτινα βότσαλα της παραλίας. Στα γεμάτα αλάτι κορδόνια του μαγιό. Αντίο σε γονείς, συγγενείς, φίλους, γνωστούς. Αντίο στα πυρωμένα αυτοκίνητα που κουρνιάζουν σα γάτες κάτω από τα δέντρα. Αντίο στους ηλιακούς θερμοσίφωνες που στραφταλίζουν κάτω από τον δυνατό ήλιο. Αντίο στις ομπρέλες θαλάσσης που από μακριά θυμίζουν πολύχρωμες πινέζες χωμένες βαθιά σε πίνακα φτιαγμένο από φελλό. Αντίο στις ξεβαμμένες μπλε πλαστικές σακούλες που ώρες, μέρες, χρόνια τώρα στέκονται υπομονετικά καρφωμένες στους ξερούς θάμνους στις άκρες των επαρχιακών δρόμων. Αντίο στις αμάραντες φτέρες, στις πικροδάφνες και τις λεύκες. Αντίο στους θλιμμένους ευκαλύπτους, στις εύκαμπτες ιτιές. Αντίο στα πέτρινα πεζούλια και τα σκαρφαλωμένα στο βουνό κλειστοφοβικά χωριά. Αντίο στα διστακτικά σύννεφα που παρωδικά σκιάζουν τους συμπαγείς ορεινούς όγκους μετατοπίζοντας την παλέτα της βλάστησής τους σε έναν πιο διακριτικό, σκούρο τόνο. Αντίο στις ευλύγιστες αλητήριες γάτες που τριγυρνάνε κοντά στις ταβέρνες προς αναζήτηση τροφής. Αντίο στα γραφικά γαϊδουράκια που χρόνια τώρα προοιωνίζουν μια άνοιξη συγκλονιστική και βαμμένη στα κόκκινα. Αντίο στις υπερηχητικές πετρόχρωμες σαύρες που αναγάγουν την αναζήτηση σκιάς σε μια υπέρμετρα cool τέχνη επιβίωσης. Αντίο στα ήσυχα απομεσήμερα με το κουφό κύμα, στα ζουζουνιστά τζιτζικίσματα, στις σωστά κουρδισμένες νυχτερινές μελωδίες των γρύλλων. Αντίο σε βυσσινάδες, υποβρύχια, φραπέδες και σπαρτιάτικους μεζέδες.
Μα κυρίως, αντίο στον γλυκό απόηχο της αστικής Αθήνας που με νανούρισε και με μεγάλωσε. Της Αθήνας με τα βαριά ξύλινα ρολά και τις τετράγωνες συσκευές των πρώτων κλιματιστικών που τεχνητά δροσίζουν ακόμα το καυτό λεκανοπέδιο.
Αντίο λοιπόν απομονωμένη μου κουκκίδα, υπέροχα αυτοσχέδια πατρίδα.