ΣΕΦΕΡΗΣ:Είχε πια νυχτώσει όταν φτάσαμε στα σύνορα. Τα πέρασα με όλες τις τιμές. Εδώ πέρα με περίμεναν. Μου είχαν ετοιμάσει φαγητό και είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να ζεστάνουν αυτό το σπίτι που φαίνεται ότι μισεί τη ζέστη. Ας είναι. Για την ώρα προσπάθησα να κάνω ένα δωμάτιο υποφερτό. Από αυτό σου γράφω. Έχει ένα απέραντο κρεβάτι που μου θυμίζει το κρεβάτι που βρήκε ο Κοντορεβιθούλης σαν πήγε στο σπίτι του δράκου. Έχει τρία παράθυρα, τα δύο ευτυχώς καταδικάστηκαν κι έγιναν ράφια για βιβλία. Φτάνει το μεσαίο.
Αρχίζω να ξέρω πια τον εαυτό μου και ξέρω πως όταν δεν με χρησιμοποιούν καλά, δεν αξίζω τίποτε.
Στα Τίρανα, πέρασα αρκετά καλά. Κόπηκε κάπως η μονοτονία. Πήγαμε εκδρομή ως την Κρούγια, χαριτωμένο και γραφικότατο χωριό, το ορμητήριο του Γιώργου Καστριώτη, του σκεντέρμπεη. Αγόρασα ένα ζευγάρι μάλλινες αρβανίτικες κάλτσες και ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα. Θα τα βάλω το καλοκαίρι στην Αίγινα.
Γυρίζοντας σήμερα το πρωί με το αυτοκίνητο -είναι οκτώ ώρες δρόμος ως εδώ- σταμάτησα σε μία κορφή. Μπροστά μας μια μεγάλη έκταση όλο νερό. Ήταν η λίμνη της Αχρίδας. Ένοιωσα την περιφρόνηση του θαλασσινού για το γλυκό νερό.
Να έχει κανείς για υλικό δουλειάς τον εαυτό του γίνεται κάποτε μαρτύριο -δε βαριέσαι-. Όλα θα πάνε καλά. Σκέφτηκες ποτέ σου τα φαντάσματα; Ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία θα υποφέρουν, φαντάζομαι πολύ. Δεν αξίζουν οι γκρίνιες. Και είπαμε πως, αν κάνουμε κάτι, θα το κάνουμε μ’ αυτό που έχουμε και όχι μ’ αυτά που δεν έχουμε.
Επιτέλους, η Αθήνα άρχισε να απαντά. Τη συλλογίζομαι συνήθως τα βράδια που είμαι μόνος με την τρελή της όψη και τις ακατανόητες ασχολίες των κατοίκων της. Αν δεν ήταν τα νησιά γύρω απ’ την Αθήνα, αν δεν ήταν κάποιοι εξοχικοί δρόμοι, θα ήμουν άξιος να μην την ξαναδώ στη ζωή μου. Συλλογίζομαι κάποτε πόσο διαφορετικός είμαι από σένα. Εσύ πριν απ’ όλα έχεις χαρά και γυρεύεις να τη δώσεις. Εγώ μόνο όταν αισθάνομαι πως δίνω κάτι, έχω χαρά.Ας είμαστε αισιόδοξοι. Στο ερχόμενο γράμμα θα σου γράψω για τα νέα πρόσωπα που ήρθαν να επιπλώσουν τη ζωή μου.
Με ρωτούσες πώς γράφεται η Κορυτσά. Γράφεται Koritza, Korytsa, Kortiga,Corizza, Kortcha, Korcha, Konca και Korce.. Διαλέγεις και παίρνεις. Μπορώ να δώσω ό,τι μου ζητήσουν. Αλλά κανείς δε μου ζήτησε αυτό που εγώ θα ήθελα να δώσω κι αυτό συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους.
Πρωτοχρονιά ‘37. Για την ώρα υπάρχουν τα χαρτιά μου, η υπηρεσία μου, οι επαρχιώτες μου. Είναι σαν τα σιδερένια κάγκελα που σε εμποδίζουν να γκρεμιστείς. Για την ώρα, δε μπορώ να σε ξαναϊδώ, γιατί δεν θα μπορέσω να σε ξαναφήσω. Αγάπη μου, αν σου ζητώ κάτι αυτή τη στιγμή είναι να με βοηθήσεις. Άφησε με να σε φιλήσω.
Παμ! παραπάμ! Αγάπη, σήμερα το πρωί σηκώθηκα με ένα απέραντο κέφι. Το κακό έκανε τον κύκλο του. Έφυγε. Σηκώθηκα φορτωμένος όνειρα σαν ένα μεγάλο δέντρο με καινούργια φύλλα. Κάτω από το douche ξεχάστηκα. Ξύπνησα μόνο όταν άρχισε να κρυώνει το νερό.
Ό,τι θέλεις, όπως θέλεις κι όσο θέλεις. Αλλά θα σε εκδικηθώ όταν γυρίσω (μαζεύω τις εκδικήσεις μου). Για την ώρα ανεξικακία! Τι με ρωτάς τι σκοπούς έχω; Σ’ αγαπώ (μου επιτρέπεις;) και τίποτα δε μπορεί να σταματήσει αυτή την αγάπη εκτός από σένα, και πάλι είναι ζήτημα. Το μόνο κακό που μπορείς να μου κάνεις είναι να σταματήσεις να μου γράφεις. Τι με ρωτάς αν ξέρω και τα λοιπά. Ξέρω, δυστυχώς. Άστα να πάνε. Ας μη κουρελιαζόμαστε, όπως λες. Άμα τα σκεφτώ αυτά τα πράγματα ζαλίζομαι. Αυτά είναι τα νέα μου. Θα είναι τα ίδια για δυο τρεις μήνες. Ένα ραδιόφωνο στο πάνω πάτωμα με ενοχλεί με ένα ναπολιτάνικο τραγούδι. Μοιάζει με την αισθηματικότητά μου. Η χαρά είναι δύσκολη υπόθεση. Ίσως γι αυτό να ’χει αξία. Βέβαια ό,τι χάνουμε σε διάρκεια το έχουμε σε ένταση. Κι επειδή ξέρω τι θα πει ταραχή πολύ περισσότερο από πολλούς έξαλλους κατοίκους της Αττικής, γι αυτό δε ζήτησα τίποτα περισσότερο στη ζωή μου παρά την ισορροπία. Στο σπίτι θα σου στέλνω γράμμα κάθε βδομάδα, αλλά θα πρέπει να με βοηθάς κι εσύ. Σε κάτι θα πρέπει να απαντώ.
Δεν απελπίζεται η ζωή όσο υπάρχει, κι ας απελπίζεται ο άνθρωπος. Συλλογιζόμουν εσένα, ζωή μου. Λογαριάζω το κόστος της ευτυχίας κι έπειτα: «Ας γίνει ό,τι γίνει» έτσι τελειώνω πάντα άμα έρθω σε αναπαράσταση μαζί σου.
Εσύ ήσουν που με μακάριζες που έχω τη δουλειά μου; Μπορεί να έχεις δίκιο. Κι όμως, μια δουλειά που έχει για υλικό τη ζωή, πώς να γίνει χωρίς ζωή;Θυμώνεις κιόλας άμα σου γράφει κανείς στεγνά. Λίγο ν’ άφηνα τον εαυτό μου θα σε τρέλαινα, και, βλέπεις, έχω αναλάβει την υποχρέωση, όσο κρατάει αυτό το τωρινό σπορ, να ’ρχομαι κοντά σου πατώντας στην άκρη των ποδιών, σα να σε σφίγγει κανένας μεγάλος πονοκέφαλος. Υπάρχουν δύο ράτσες εδώ πέρα: οι ζευγαρωμένοι και οι αζευγάρωτοι. Δύο διαφορετικές πλήξεις. Οι πρώτοι έχουν την πλήξη του συντρόφου τους. Οι δεύτεροι μαζεύουν την πλήξη απ’ τον εαυτό τους.
Δε θα γράφεις, όταν δεν έχεις κέφι χρυσό μου κορίτσι, ούτε όταν δεν έχεις τίποτα να πεις. Δε θα ήταν καλό να βάλουμε στη ζωή μας καταναγκαστικά έργα, όσο μικρά και να ’ναι.
Μολονότι είναι η πρώτη φορά που χιόνισε τόσο, ένοιωθε κανείς την άνοιξη κάτω απ’ το χιόνι και η λάσπη ήταν χρυσή καθώς βασίλευε ο ήλιος.
Μη συλλογίζεσαι πότε θα ιδωθούμε. Θα ιδωθούμε μία μέρα ξαφνικά, όπως και το μήνυμα του χωρισμού ήρθε ξαφνικά. Μην απελπίζεσαι. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ό,τι έχεις και ό,τι μπορείς. Μα κατάλαβε επιτέλους ότι δε γυρεύω τίποτε άλλο. Μία άνοιξη κλειστή, μουδιασμένη, γεμάτη υγρασία. Και ο παντοτινός κύκλος των βουνών. Σου γράφω γκρινιάρικα και μονότονα. Δεν αξίζει ο κόπος να προσέχεις. Το ραδιόφωνο στο πάνω πάτωμα παίζει ένα ταγκό, καταλαβαίνω πώς είμαι «στουπί», όπως έλεγαν με κάποιο περιφρονητικό τόνο οι συμπαθητικές μου κυρίες της Αθήνας.
Κι αν είναι η νύχτα τούτη μια νύχτα μοίρας, ας είναι ευλογημένη ώσπου να ’ρθει η αυγή. Σ’ αγαπώ. Δηλαδή θέλω, αυτό που είμαστε μαζί, να είναι ένα δικό μας πλάσμα – δικό μας κι ανεξάρτητο από μας, όχι μία κατάσταση –
Μου είναι ακατανόητα όλα αυτά. Όταν είμαι τόσο κοντά σου, να μένει αποχωρισμένο το κομμάτι εκείνο της ζωής που είναι το ευκολότερο να μην είναι αποχωρισμένο. Η υλική παρουσία.
Βροχή, υγρασία και πλήξη. Απ’ όλα. Απροσάρμοστος. Βλέπεις έχω αυτή την άτυχη ιδιότητα να μπορώ να κοιτάξω σαν από μικροσκόπιο τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν, με τον ίδιο τρόπο που είμαι ολωσδιόλου αδιάφορα τυφλός για τους άλλους.
Πίνω τον μεσημεριανό καφέ. Έφαγα, όπως παίρνει κανείς χάπια. Κάποτε έχω την εντύπωση ότι σαν είμαστε χωρισμένοι, δεν είμαστε εμείς, αλλά κάτι ίσκιοι που κάνουν μηχανικές κινήσεις. Κι αυτό με κουράζει, να κάνω τον ίσκιο.
Πόσο καιρό θα ζούμε ακόμη με τη φαντασία; Πηγαίνω να πιστέψω πως το χειρότερο ελάττωμα μου είναι η υπομονή.
Χωρίς εσένα έχω πάντα μία λόγχη στο πλευρό.
Γύρισα χθες εδώ και βρήκα το γράμμα σου.
Δεν πιστεύω πια.
Πολλά πράγματα καταστράφηκαν τον τελευταίο καιρό. Ας μην τα πειράξουμε, ας μην τα εξευτελίσουμε.
Έχε γεια
Γιώργος
υγ.Θα προσθέτω μία φωτογραφία και θα συνεχίζω μέσα στο ίδιο ποστ για λίγο ακόμα. Επιλεγμένα απο μένα, μέρη της αλληλογραφίας τους- που κυκλοφορεί για όσους ενδιαφέρονται σε έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου-
θα προσπαθήσω με αυτά τα επιλεγμένα μέρη να σχηματίσω το Πόστ του Ιουνίου .
ΜΑΡΩ:
Τι τρέχει πάλι θα πεις, δεν της έφτασαν τα δυο μου λόγια με το ‘δεν πιστεύω πια’ ;
Έρχομαι να ζητήσω κάτι δύσκολο, μα πρέπει κι εγώ κάπως να ζήσω. Το προσπαθώ με κάθε τρόπο. Έλεγα πως θα γινόταν με ό,τι κράτησα από σένα αυτόν τον λίγο καιρό που έζησα κοντά σου. Ήρθε αυτό το ‘δεν πιστεύω πια’ και μου τα μπέρδεψε όλα. Παντού μπαίνει. Όλα μου τα κατάστρεψε. Τίποτα πια δεν υπάρχει. Και κανείς κοντά μου.
Γιώργο, θα ’ταν πολύ να τολμήσω να σου ζητήσω, αν ερχόσουν, να σ’ έβλεπα δυο ώρες; Πρέπει να σου μιλήσω για να βρω λίγη γαλήνη, δεν μας ταιριάζει να τελειώσουμε με πίκρα. Μπορείς να με δεις; Προσπάθησε. Αν πάλι το βρεις περιττό, δε θα ’θελα να σε βαρύνω περισσότερο.
Μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακρυά. Βρέχει, την αγαπώ τούτη τη βροχή γιατί σαν ξεκίνησες έβρεχε και δε σταμάτησε από τότε. Φρικτά πολύ! Τίποτε άλλο δεν ξέρω να γράψω ούτε να σκεφτώ. Πότε άραγε θα έχω το πρώτο σου γράμμα; Το περιμένω σαν κάτι καινούργιο. Προσπαθώ να ξεκουράζομαι όπως μου ζήτησες πριν φύγεις. Ξεκούραση για μένα είναι να κάθομαι στο σπιτάκι μας στη Μουσούρου (αλήθεια, τι ήταν αυτός ο Μουσούρος;) και να σε περιμένω, ν’ ακούσω το κλειδί στην εξώπορτα να μπαίνεις. Ή να σε βρίσκω μέσα να ξαπλώνω να μου διαβάζεις. Θυμάσαι μια μέρα που με πήρε ο ύπνος ενώ μου διάβαζες; Σαν άνοιξα τα μάτια με είχες σκεπάσει και με κοίταζες. Θυμάμαι την έκφραση σου γεμάτη αγάπη, είπες: Άσχημοκόριτσο’!
Ζωντάνεψα. Μια νύχτα πάνω στο βουνό έφτασε για να αισθάνομαι ελαφριά και καλά. Συντροφιά μου το βιβλίο που μου έδωκες του Πόε. Κοντά σου μαθαίνω. Το περισσότερο όμως που μ’ ενδιαφέρει είσαι εσύ! Ξέρεις Σεφέρη μου τί πολύπλοκος άνθρωπος είσαι; Και μαζί τόσο απλός. Ίσως για αυτό μπερδεύεις όλους. Τώρα άστα αυτά. Εδώ ένα καλό υπάρχει, ότι όλοι τους παίζουνε χαρτιά. Με κάθισαν μετά το φαγητό κι έχασα πολλά. Στο Βόλο ήρθε ο στόλος. Το βράδυ έχουμε χορό και καθώς ξέρεις γνωρίζω όλους σχεδόν τους αξιωματικούς και μ’ αρέσει ο χορός. Προβλέπω να μας βρει ο ήλιος στριφογυρίζοντας. Δε σου λέω ότι μόνο μαζί σου είμαι ήρεμη κι ευτυχισμένη.
Χθες, στον περίπατο βρήκα ένα λουλούδι που δε γνώριζα. Ένα μαμούνι χνουδωτό πιπιλούσε το κομπαλάκι του. Τώρα που θα βγω θα πάω να το ξανακοιτάξω. Θύμωσες μια φορά που σου είπα ότι δεν αγαπούσα μία φίλη σου γιατί έκοβε άγαρμπα τα λουλούδια. Το θυμάσαι; Εγώ μικρή μιλούσα μαζί τους. Φεύγουν όμως τα χρόνια και λυπούμαι. Γιατί λυπούμαι; Γιατί ξέρω ότι σε σας τους άντρες έρχεται η κούραση γρήγορα. Κι έτσι πού ’σαι, να πάρει η ευχή του Θεού, θα σε χαίρομαι όλο και περισσότερο ως να σκάσω. Είσαι και αστείος, όταν αφού ώρες κοιταζόμαστε με ρωτάς ‘μα γιατί μ’ αγαπάς’ ;
Τα σεντόνια μυρίζουν πάστρα. Εγώ όμως σκέφτομαι πως… Τολό και πάλι Τολό.
Κι ας ήταν το στρώμα μας από φύκια, βαλμένα εκεί στη γωνιά της κάμαρας, πάνω σε κάτι ξύλινες τάβλες. Τι σκληρό που ήταν! Και τι ωραία που κοιμόσουν εσύ! Μα είσαι πολύ εύκολος. Κι εδώ τούτες τις μέρες στο στενό σου κρεβάτι αισθανόσουν βασιλιάς.
Τι περίεργο. Όλο η λέξη ‘βασιλιάς’ έρχεται και ξανάρχεται.
Λες να ’ναι απ’ τον ‘ βασιλιά της Ασίνης’ μας;
Ναι Γιώργο, έλα, έλα, έλα! Είμαι ξεκούραστη και γεμάτη αναμονή. Σε θέλω. Θα ’ναι ο τελευταίος μας περίπατος. Θα πάμε πάνω στο ναό και θα κοιτάξουμε κάτω τον κόλπο. Και ίσως πάμε κι εκεί. Αν όχι, θα κάτσουμε να κοιτάμε το βουνό χωρίς να βγάλουμε λέξη.
Πάει το σπιτάκι μας στη Μουσούρου το ξέκανες. Είχε την ατμόσφαιρα του. Την πήλινη σόμπα πού την πήγες; Θέλω να την κρατήσω. Σαν γεράσω θα την ανάβω και θα ψήνω κάστανα και θα σε σκέφτομαι. Πρόσεξε μην παντρευτείς καμιά σαχλή πλούσια (έτσι κάνετε εσείς οι διπλωμάτες). Αλήθεια, πώς θα γεράσουμε; Και πώς θα πεθάνουμε; Ευχαριστώ τον Θεό για τις μέρες που μας έδωκε τις όμορφες που περάσαμε μαζί τούτο το καλοκαίρι. Ποιος θα το ’λεγε πέρυσι; Λοιπόν σιωπή. Χαίρομαι που γυρίζω την Πέμπτη με όλη μου την οικογένεια για τη χειμωνιάτικη ζωή μας. Την Κυριακή θα πάμε μαζί ένα μακρύ περίπατο όπου θέλεις. Θάλασσα; Βουνό; Αν βρέχει πάμε στο μουσείο και μετά σπίτι μας. Έχω πάρα πολλά να πούμε που δε θέλω να γράψω. Θέλω τα λόγια σου, το ζεστό σου βλέμμα και τις συμβουλές σου.
Ευτυχώς που τελειώνεις με τις λέξεις ‘σε περιμένω’. Δεν τις πέταξες έτσι στα κουτουρού. Ή αν ήταν στα κουτουρού, ξέραν τα χεράκια σου κάτι περισσότερο απ’ το μυαλάκι σου. Έτσι είναι αγόρι μου, το ξέρεις, σαν τις γραφικές παραστάσεις πάνω στα κρεβάτια των αρρώστων. Δεν μπορεί να’ ναι όλο ευθεία. Να ’σαι καλά και όπως να ’σαι … αγάπη!
1939, Μάιος 24 βράδυ Δευτέρα, Αθήνα.
Το σπίτι έχει νούμερο 95, επομένως όταν του βάζεις 65 στα γράμματα σου αυτά αργούν γιατί είμαστε νεοφερμένες και ο ταχυδρόμος δε μας γνωρίζει. Για να μην πω ψέματα, κι ας είναι κακία χαίρομαι που βαριέσαι και προπάντων όσους έχεις γύρω σου. Είμαι λαμπρά. Η θάλασσα μας περιμένει – εγώ δηλαδή – με λαχτάρα.
Πήγα στην Ακρόπολη. Γυάλιζε από μακρυά που την κοιτούσα. Τώρα που κάθομαι κοντά της, συχνά πηγαίνω, όχι πάντα επάνω, αλλά εδώ τριγύρω και πιάνομαι να μιλώ. Λένε ‘μιλά μονάχος του’ μα είναι πάντα σε κάποιον που μιλάς. Δε λέω στίχους σαν και σένα. Εγώ μιλάω σε σένα απροσάρμοστε άνθρωπε μου. Ας φέρει ό,τι θέλει ο χρόνος κι ο καιρός φτάνει να είμαστε μαζί, όσο το θέλουμε εμείς. Να ξέρεις όμως ότι εσύ πρέπει κάποτε να αγριέψεις. Όχι πια φρένο και υπομονές.
(Μόλις) φθάσαμε καλά. Σε σκέφτομαι. Το βράδυ στο κρεβάτι μου με τ’ ανοιχτό παράθυρο μπροστά στη θάλασσα κουβεντιάζω μαζί σου μα απάντηση δεν παίρνω. Δεν είμαι τόσο σοφή για να δώσω τις απαντήσεις που θα έπαιρνα. Η κατάσταση του σπιτιού αρκετά ανάκατη ακόμη. Παντού σοβάδες. Αυτός ο ανόητος σπιτονοικοκύρης μου νόμιζε πως η κουζίνα και το WC ήταν τα πιο άχρηστα και τ’ άφησε τελευταία. Μου έκλεισε και τις καρέκλες που έχουν βελούδο! Τώρα το πρωί σαν ήρθε να πάρει το νοίκι του μισοαστεία μισοσοβαρά του είπα ‘ή τα καθίσματα ή παρά δε θα ’χεις’! Εννοείς; Ήρθαν αμέσως. Με συγχωρείς που σου γράφω όλο για το σπίτι, μα με έχει ρουφήξει ολόκληρη. Το σπουδαίο είναι ότι τα παιδιά είναι ενθουσιασμένα. Πρωί πρωί ξεκινούν με τα δέκα τους ξαδέλφια για τη θάλασσα. Ψάρεμα. Αργότερα πάω κι εγώ να τα βρω με τα μπανιερά και τα φαγιά, καβάλα στο μουλάρι, λυτά μαλλιά, ξυπόλητη, κάποτε τραγουδώντας…
Μπαλκόνια δεν υπάρχουν στο σπίτι. Ανοίγεις τα παντζούρια, χάος. Έβαλα το κρεβάτι μου στην άκρη άκρη και τη νύχτα έχω από πάνω μου τ’ αστέρια. Αν είχα κι εσένα πλάι μου θα ήταν δώρο Θεού. Ένα κακό: κουνούπια. Έχω τη μηχανή του φλιτ αλλά έσωσα το υγρό. Στείλε μου παρακαλώ.
Από μικρή, το ξέρεις, μιλούσα με τα άνθη. Πάντα ήμουνα μικρή μέσα σε μεγάλα περιβόλια. Το σπίτι είναι ακόμη ανάκατο. Μη φέρεις φλιτ, πήρα από το Αίγιο. Κάπως άρχισε μια τακτική ρουτίνα. Ζωή που με ξεκουράζει. Η θάλασσα είναι ωραία εδώ. τα βλέπεις όλα στον πάτο. Πλάι σ’ ένα βράχο αναβλύζει γλυκό νερό. Σήμερα μεγάλα ήρεμα κύματα. Τα 13 ανίψια και παιδιά θεότρελα. Με κάνουν κι εμένα παιδί. Ποια να ’ναι η ζωή σου στην Αθήνα; Κακή σίγουρα. Σήμερα έφτιαξα ένα τραπέζι με τον σπιτονοικοκύρη αρκετά μεγάλο. Το έβαλα στην κάμαρα μου. Μισό τουαλέτα μισό γραφείο! Σου γράφω πάνω σ’ αυτό.Είμαι ήσυχη και σ’ αγαπώ ήσυχα. Όλα είναι καλά. Στο σπιτικό όλα κανονίστηκαν θαυμάσια. Πάγος δεν υπάρχει, αλλά η πηγή είναι πλάι με το νερό κρούσταλλο. Το σπίτι πολύ ψηλά έχει πάντα δροσερό αέρα, ησυχία απόλυτη, μακρυά απ’ όλους και μια μεγάλη δικαιολογία να μην κατεβαίνω τα βράδια. Στις βραδιές μου έχει διάβασμα και χάζεμα της θάλασσας απ’ τα ύψη μου. Τελείωσα «το κόκκινο και το μαύρο» έχει καλά κομμάτια. Σήμερα θα πάω κάτω. Η Ελένη θα φτιάξει παγωτό. Έφερε πάγο από το Αίγιο. Πριν τελειώσω, πήγαινε στο μάστορα για την αρκούδα. Αφήσαμε στον άνθρωπο την τσόχα και το δέρμα χωρίς να του πούμε τι θα φτιάξει και τι θα στοιχίσει.
Δάσος πυκνό από έλατα, στις όχθες του ποταμού
(ελάχιστο νερό) πλατάνια και ιτιές που δεν αγαπάς.
Το ποτάμι το λένε Λαδοπόταμο.
Από δύο βράχια ενωμένα έβγαινε νερό τόσο, που αμέσως, όπως με ξέρεις, έβγαλα τα ρούχα μου και χώθηκα από κάτω. Το νερό κρύσταλλο. Τόσο που μ’ έκανε να χοροπηδώ γελώντας. Αυτά Γιώργο αξίζουν!
Αποφάσισα να φύγουμε Πέμπτη 28. Θα πάρουμε ένα μεγάλο αυτοκίνητο όπου θα μπούμε όλοι μέσα, όλο το τσούρμο. Έτσι θα φτάσουμε τραγουδώντας. Ευτυχώς τα παιδιά, πιο σοφά απ’ τους μεγάλους, χαίρονται πάντα τη στιγμή που ζούνε κι όχι τι τους περιμένει. Εγώ έχω αρχίσει να σκέφτομαι τους μήνες που έρχονται όμως!
Παρακολουθώ τα πολιτικά με τις εφημερίδες που μου στέλνεις. Εδώ τα νέα οργιάζουν. Πάει η Πολωνία θα την κάνει μια χαψιά ο Χίτλερ. Κάποτε θα τα πληρώσει όλα μαζεμένα. Νομίζω πως όλη μας τη ζωή θα την περάσουμε με πολέμους και ατιμίες. Λέω πώς να μείνει κανείς ανεπηρέαστος και όσο γίνεται προφυλαγμένος; Σ’ αυτό δε μοιάζουμε. Δε θέλω να μου κανονίζουν όλοι αυτοί οι κατεργαρέοι πολιτικάντες τη ζωή μου.
1939, Μάιος 24 βράδυ Δευτέρα, Αθήνα.
Το σπίτι έχει νούμερο 95, επομένως όταν του βάζεις 65 στα γράμματα σου αυτά αργούν γιατί είμαστε νεοφερμένες και ο ταχυδρόμος δε μας γνωρίζει. Για να μην πω ψέματα, κι ας είναι κακία χαίρομαι που βαριέσαι και προπάντων όσους έχεις γύρω σου. Είμαι λαμπρά. Η θάλασσα μας περιμένει -εγώ δηλαδή – με λαχτάρα. Πήγα στην Ακρόπολη. Γυάλιζε από μακρυά που την κοιτούσα. Τώρα που κάθομαι κοντά της, συχνά πηγαίνω, όχι πάντα επάνω, αλλά εδώ τριγύρω και πιάνομαι να μιλώ. Λένε ‘μιλά μονάχος του’ μα είναι πάντα σε κάποιον που μιλάς. Δε λέω στίχους σαν και σένα. Εγώ μιλάω σε σένα απροσάρμοστε άνθρωπε μου. Ας φέρει ό,τι θέλει ο χρόνος κι ο καιρός φτάνει να είμαστε μαζί, όσο το θέλουμε εμείς. Να ξέρεις όμως ότι εσύ πρέπει κάποτε να αγριέψεις. Όχι πια φρένο και υπομονές. Θεέ και Κύριε, τί απαίσιο σπίτι είναι αυτό που έχω τώρα! Θα αλλάξω μόλις έχω το διαζύγιο στα χέρια μου.
(Μόλις) φθάσαμε καλά. Σε σκέφτομαι. Το βράδυ στο κρεβάτι μου με τ’ ανοιχτό παράθυρο μπροστά στη θάλασσα κουβεντιάζω μαζί σου μα απάντηση δεν παίρνω. Δεν είμαι τόσο σοφή για να δώσω τις απαντήσεις που θα έπαιρνα. Η κατάσταση του σπιτιού αρκετά ανάκατη ακόμη. Παντού σοβάδες. Αυτός ο ανόητος σπιτονοικοκύρης μου νόμιζε πως η κουζίνα και το WC ήταν τα πιο άχρηστα και τ’ άφησε τελευταία. Μου έκλεισε και τις καρέκλες που έχουν βελούδο! Τώρα το πρωί σαν ήρθε να πάρει το νοίκι του μισοαστεία μισοσοβαρά του είπα ‘ή τα καθίσματα ή παρά δε θα ’χεις’! Εννοείς; Ήρθαν αμέσως. Με συγχωρείς που σου γράφω όλο για το σπίτι, μα με έχει ρουφήξει ολόκληρη. Το σπουδαίο είναι ότι τα παιδιά είναι ενθουσιασμένα. Πρωί πρωί ξεκινούν με τα δέκα τους ξαδέλφια για τη θάλασσα. Ψάρεμα. Αργότερα πάω κι εγώ να τα βρω με τα μπανιερά και τα φαγιά, καβάλα στο μουλάρι, λυτά μαλλιά, ξυπόλητη, κάποτε τραγουδώντας…
Μπαλκόνια δεν υπάρχουν στο σπίτι. Ανοίγεις τα παντζούρια, χάος. Έβαλα το κρεβάτι μου στην άκρη άκρη και τη νύχτα έχω από πάνω μου τ’ αστέρια. Αν είχα κι εσένα πλάι μου θα ήταν δώρο Θεού. Ένα κακό: κουνούπια. Έχω τη μηχανή του φλιτ αλλά έσωσα το υγρό. Στείλε μου παρακαλώ.
«Θα ’ρθει δε θα ’ρθει;» ρωτούσε τσουμαδώντας πέταλα από ένα λουλούδι. Από μικρή, το ξέρεις, μιλούσα με τα άνθη. Πάντα ήμουνα μικρή μέσα σε μεγάλα περιβόλια. Το σπίτι είναι ακόμη ανάκατο. Μη φέρεις φλιτ, πήρα από το Αίγιο. Κάπως άρχισε μια τακτική ρουτίνα. Ζωή που με ξεκουράζει. Η θάλασσα είναι ωραία εδώ. τα βλέπεις όλα στον πάτο. Πλάι σ’ ένα βράχο αναβλύζει γλυκό νερό. Σήμερα μεγάλα ήρεμα κύματα. Τα 13 ανίψια και παιδιά θεότρελα. Με κάνουν κι εμένα παιδί. Ποια να ’ναι η ζωή σου στην Αθήνα; Κακή σίγουρα. Σήμερα έφτιαξα ένα τραπέζι με τον σπιτονοικοκύρη αρκετά μεγάλο. Το έβαλα στην κάμαρα μου. Μισό τουαλέτα μισό γραφείο! Σου γράφω πάνω σ’ αυτό. Είμαι ήσυχη και σ’ αγαπώ ήσυχα. Όλα είναι καλά. Στο σπιτικό όλα κανονίστηκαν θαυμάσια. Πάγος δεν υπάρχει, αλλά η πηγή είναι πλάι με το νερό κρούσταλλο. Το σπίτι πολύ ψηλά έχει πάντα δροσερό αέρα, ησυχία απόλυτη, μακρυά απ’ όλους και μια μεγάλη δικαιολογία να μην κατεβαίνω τα βράδια. Στις βραδιές μου έχει διάβασμα και χάζεμα της θάλασσας απ’ τα ύψη μου. Τελείωσα «το κόκκινο και το μαύρο» έχει καλά κομμάτια. Σήμερα θα πάω κάτω. Η Ελένη θα φτιάξει παγωτό. Έφερε πάγο από το Αίγιο. Πριν τελειώσω, πήγαινε στο μάστορα για την αρκούδα. Αφήσαμε στον άνθρωπο την τσόχα και το δέρμα χωρίς να του πούμε τι θα φτιάξει και τι θα στοιχίσει.
Δάσος πυκνό από έλατα, στις όχθες του ποταμού (ελάχιστο νερό) πλατάνια και ιτιές που δεν αγαπάς. Το ποτάμι το λένε Λαδοπόταμο. Από δύο βράχια ενωμένα έβγαινε νερό τόσο, που αμέσως, όπως με ξέρεις, έβγαλα τα ρούχα μου και χώθηκα από κάτω. Το νερό κρύσταλλο. Τόσο που μ’ έκανε να χοροπηδώ γελώντας. Αυτά Γιώργο αξίζουν!
Αποφάσισα να φύγουμε Πέμπτη 28. Θα πάρουμε ένα μεγάλο αυτοκίνητο όπου θα μπούμε όλοι μέσα, όλο το τσούρμο. Έτσι θα φτάσουμε τραγουδώντας. Ευτυχώς τα παιδιά, πιο σοφά απ’ τους μεγάλους, χαίρονται πάντα τη στιγμή που ζούνε κι όχι τι τους περιμένει. Εγώ έχω αρχίσει να σκέφτομαι τους μήνες που έρχονται όμως!
Παρακολουθώ τα πολιτικά με τις εφημερίδες που μου στέλνεις. Εδώ τα νέα οργιάζουν. Πάει η Πολωνία θα την κάνει μια χαψιά ο Χίτλερ. Κάποτε θα τα πληρώσει όλα μαζεμένα. Νομίζω πως όλη μας τη ζωή θα την περάσουμε με πολέμους και ατιμίες. Λέω πώς να μείνει κανείς ανεπηρέαστος και όσο γίνεται προφυλαγμένος; Σ’ αυτό δε μοιάζουμε. Δε θέλω να μου κανονίζουν όλοι αυτοί οι κατεργαρέοι πολιτικάντες τη ζωή μου.
υ.γ. Ακολουθούν οι τελευταίες επιλογές μου – όπου προκύπτει μικρός διάλογος -.
ΣΕΦΕΡΗΣ
Σάββατο, Ι η Ιουνίου 1940.
Βελιγράδι. Μια καλή μεσευρωπαϊκή πολιτεία, αλλά με κόσμο πολύ πιο κλειστό από το Βουκουρέστι και ανακατωμένο με χωρικούς και αγρότες. Πήγα ακόμη και τριγύρισα στο πάρκο που βρίσκεται απέναντι στο ξενοδοχείο. Είναι φτιαγμένο γύρω από ένα παλιό κάστρο. Το κάστρο όπου σκότωσαν τον Ρήγα Φεραίο. Πολύ όμορφη θέα. Γράψε μου μόλις λάβεις τούτο και ταχυδρόμησε αεροπορικώς τι αριθμό και τι χρώμα κάλτσες φοράς.
ΜΑΡΩ
Γιώργη μου. Κάλτσες; Νούμερο 8 ½, χρώμα μπεζ ανοικτό. Δε χρειάζονται όμως ως να ’ρθει χειμώνας. Πάλι γράμματα, πάλι αποχωρισμοί, πάλι και πάλι τα ίδια ολόιδια. Δεν ξέρω τι κάνουν οι Αθηναίοι για να μην ονομάσω έναν έναν τους έχω βάλει στο ίδιο καλάθι. Βαρετοί, άνοστοι, και περισσότερο απ’ όλα κακοί. Το χειρότερο είναι πως αισθάνομαι κι εγώ άθλια, ελεεινή. Μια ανόητη σκλάβα. Δεν αξίζω πια πεντάρα.
ΣΕΦΕΡΗΣ
Ζέστη όπως και χθες και σήμερα. Μισόγυμνος στην καρέκλα μου διάβαζα γράμματα του Lawrence. Η μανία της καταστροφής και ο φόβος ήταν μια παλιά αρρώστια. Ένα παλιό απόστημα που δούλευε, δούλευε ώσπου έσκασε. Με δύο λόγια το «καράβι του θανάτου» είχε παλιές ρίζες. Το καλύτερο ποίημα του Lawrence που ξέρω: οδύνη σχεδόν βιολογική, επιτυχαίνει να τη γενικεύσει χωρίς να μειώσει την οξύτητα της. Γυρεύω άλλους τρόπους να εκφραστώ. Το γράψιμο δε μου δίνει καμιά ευχαρίστηση ούτε καθόλου με τραβά. Σήμερα τ’ απόγευμα διάβαζα την ιστορία του Scott στο Νότιο Πόλο. Μέρες και μέρες βαστάει η πορεία μέσα στην ανταρκτική ερημιά. Στο τέρμα ο αντίπαλος έχει φτάσει πρώτος. Γυρίζοντας, από τους πέντε έχουν μείνει τρεις. Οι τρεις που όταν δουν πως καμιά βοήθεια δεν έχουν πια να περιμένουν χώνονται μέσα στις σακούλες τους και περιμένουν το θάνατο. Ωστόσο, ο Scott κρατά το ημερολόγιο του ως την τελευταία πνοή.
Γράφει: «έπρεπε, το ξέρεις, να πιέσω τον εαυτό μου για να γίνει θαρραλέος. Ήμουνα πάντα επιρρεπής στην τεμπελιά»
Κι έπειτα από λίγο: «να αποστείλετε αυτό το ημερολόγιο στη γυναίκα μου».Κι έπειτα διορθώνει: «στη χήρα μου».
Κι αυτό είναι όλο.
Δε βρίσκεις πως είναι πολύ σπουδαίο; Στους καιρούς που ζούμε κάτι τέτοιες
στιγμές ανοίγουν ένα παράθυρο για να μπει η ελπίδα.
ΜΑΡΩ
Γιατί λες πως πάνε καλά τα βιβλία σου; Καλά; Επειδή κάποιος έγραψε στην Καθημερινή, ή κάποιος άλλος αλλού; Γιατί λογαριάζεις αυτά τα ασήμαντα λόγια; Το σπουδαίο είναι αυτό που λες: ότι τα βιβλία βγήκαν. Θα κάνουν το δρόμο τους. Άσε να περάσει ο καιρός.
Εκεί στο βουνό, είναι ένα παλιό μοναστήρι. Μόνος κάτοικος ένας γέρος μοναχός με τη γερόντισσα του. Όταν ακούει πατήματα, κλειδώνει τη γριά του.Όταν τον καλημερίζεις κάνει τον κουφό, κι ούτε απαντά. Κουρελιάρης και βρώμικος. Περίεργο. Τον ζήλεψα! Εκεί λοιπόν σ’ αυτό το ξεχαρβαλωμένο μοναστήρι, στο μπαλκόνι του, έχει κάνει μία τρύπα κι από εκεί αποπατίζεται. Κάτω οι κοπριές του έχουν σχηματίσει ένα βουναλάκι. Πάνε τα πουλιά και τσιμπολογούν τους σπόρους που δεν έχει χωνέψει ο γέροντας. Το κοίταζα ώρα πολλή. Δε μου έφερε καμιά αηδία. Αηδία μου φέρνει η Αθήνα που σε λίγο θα ζήσω. Έχω κι ένα φόβο για την αγάπη μας όσο κι αν στάθηκε ως τώρα γερή. Εγώ θα μείνω για πάντα κοντά σου. Όσο θα θελήσεις. Αυτά και άλλα ήθελα να σου πω το πρωί, αυτά ήταν τα λόγια αγάπης.
ΣΕΦΕΡΗΣ
Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα απ’ ό,τι φαίνεται. Έτσι ξαφνικά, και χωρίς κανένα δίκιο οι Ιταλοί άρχισαν μια πολύ δυνατή επίθεση εναντίον μας, που μολονότι περιορίζεται ακόμη σε έναν αγώνα δημοσιογραφικό, δεν ξέρει κανείς που μπορεί να μας οδηγήσει. Ευτυχώς ο Μεταξάς, έχει δείξει μία λαμπρή στάση, ψύχραιμη και αποφασιστική κι έχω τουλάχιστον τούτο το αγαθό: να δουλεύω συμφωνώντας με αυτό που κάνω. Έχω βλέπεις ακόμα το ρομαντισμό να πιστεύω πως, όσο μπορούμε να σώσουμε την τιμή μας, τίποτα δεν είναι ολοκληρωτικά χαμένο. Γεια σου.
ΜΑΡΩ
Προσπαθώ να βρω την ισορροπία μου. Θα τη βρω. Που θα μου πάει; Κράτα κι εσύ όσο μπορείς, καλές μέρες θα ’ρθουν δε γίνεται. Τα γέρικα δέντρα στη χαράδρα, καθώς τα κοίταζα, μου δίδαξαν κάτι σπουδαίο. Σε ασπάζομαι φιλικά.
ΣΕΦΕΡΗΣ
Ανάσανα. Σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι. Κι όταν ήσουν ακόμη κοντά μου δε σε είχα όπως θα το ήθελα. Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία. Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή επάνω μου και όλα τ’ άλλα χάνονται, όπου κι αν βρίσκομαι, ό,τι κι αν κάνω. Είμαι ελεεινά καυλωμένος,και δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο παρά πως να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.
ΜΑΡΩ
Δόξα τω Θεώ! Έρχομαι… φθάνω.