Εβριζε κάποιος τον Αρίστιππο. Ο τελευταίος δεν απαντούσε, αλλά έφευγε γρήγορα. Ο υβριστής τον ρώτησε θυμωμένος:
«Γιατί φεύγεις;».
Και ο φιλόσοφος απάντησε:
«Αν εσύ έχεις τη δυνατότητα να βρίζεις, εγώ έχω τη δυνατότητα να μην ακούω τις βρισιές σου».
Δυο άνθρωποι, εχθροί μεταξύ τους, ταξίδευαν με το ίδιο πλοίο. Ο ένας καθόταν στην πρύμνη και ο άλλος οτην πλώρη. Στο μεταξύ χάλασε ο καιρός και το πλοίο κινδύνευε να καταποντιστεί. Αυτός που καθόταν στην πρύμνη ρώτησε τον καπετάνιο ποιο μέρος του πλοίου θα βυθιζόταν πρώτο.
«Η πλώρη», του λέει εκείνος.
Και η απάντηση του επιβάτη της πρύμνης:
«Για μένα δεν είναι τόσο δυσάρεστος ο θάνατος, αφού θα δω τον εχθρό μου να πεθαίνει πριν από μένα».
Ενας φαλακρός έβριζε τον Διογένη. Ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε:
«Δεν σου ανταποδίδω τις βρισιές, αλλά θα ήθελα να πω ένα “μπράβο” στις τρίχες σου, γιατί απαλλάχτηκαν από ένα κακορίζικο κεφάλι».
Παρακινούσαν τον Φίλιππο τον Μακεδόνα να εξορίσει κάποιον που τον κακολογούσε. Ο Φίλιππος απάντησε: «Δεν είστε καλά! Θέλετε να τον στείλω να με κατηγορεί και σ’ άλλα μέρη;».
Ο Φίλιππος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, παρακολουθούσε τους Ολυμπιακούς αγώνες, οι Πελοποννήσιοι όμως, αν και ευεργετημένοι απ’ αυτόν, τον γιουχάϊζαν. Οι φίλοι του Φιλίππου εξοργίστηκαν, ο βασιλιάς όμως είπε:
«Αν οι Πελοποννήσιοι, ευεργετημένοι, συμπεριφέρονται έτσι, φαντάζεστε τι θα κάνουν, αν τους βλάψω;».
Ο ποιητής Ερμόδοτος παρουσίαζε τον βασιλιά Αντίγονο σε ποίημά του ως γιο του Ήλιου. Ο Αντίγονος, για να κάνει φανερή την υπερβολή, του είπε:
«Ο δούλος, που μου κρατά το ουροδοχείο, δεν έχει τέτοια ιδέα για μένα».
Ρωτήθηκε ο Εμπεδοκλής γιατί αγανακτεί, όταν τον βρίζουν. Ο φιλόσοφος απάντησε:
«Αν δεν λυπάμαι όταν κακολογούμαι, δεν θα είναι δυνατό ούτε να χαίρομαι, όταν επαινούμαι».
Ο Μέμνονας, που πολέμησε εναντίον του Αλεξάνδρου στο πλευρό του Πέρση βασιλιά, όταν είδε ένα μισθοφόρο να εκτοξεύει βρισιές κατά του Αλεξάνδρου, τον χτύπησε με τη λόγχη του και του είπε:
«Σε πληρώνω για να πολεμάς και όχι για να βρίζεις τον Αλέξανδρο!».
Ενα βράδυ ο Περικλής γύριζε στο σπίτι του μαζί με ένα δούλο του που κρατούσε αναμμένο δαδί, για να φωτίζει. Κάποιος κακοήθης τους ακολουθούσε βρίζοντας τον Περικλή. Ο μεγάλος πολιτικός παρέμενε σιωπηλός, έως ότου έφτασε στο σπίτι του, οπότε λέει στο δούλο του: «Και τώρα συνοδέυσε τον άνθρωπο αυτόν μέχρι το δικό του σπίτι».
Κάποιος κλότσησε τον Σωκράτη, χωρίς ο τελευταίος να αντιδράσει. Στην απορία ενός από τη συντροφιά πώς ανέχτηκε κάτι τέτοιο, ο φιλόσοφος απάντησε:
«Αν με κλοτσούσε γάιδαρος, μήπως θα έπρεπε να του κάνω μήνυση;».
[Μερικοί παράλλαξαν την απάντηση: «Αν με κλοτσούσε γάιδαρος, μήπως θα έπρεπε να του ανταποδώσω την κλοτσιά;».]
Σε ένα νεαρό, που παραπονιόταν ότι τον ενοχλούσαν οι άλλοι, ο Διογένης είπε:
«Πάψε και συ να παρουσιάζεσαι σαν άνθρωπος που θέλει να υποφέρει από τα πειράγματα των άλλων».
Είπαν στον Διογένη:
«Διογένη, σε κοροϊδεύουν». Ο φιλόσοφος απάντησε:
«Παράξενο! Εγώ δεν νιώθω καμιά κοροϊδία!».
Είπαν στον Διογένη ότι τον επιβουλεύονται οι φίλοι του. Εκείνος είπε:
«Αλήθεια, τι μπορείς να κάνεις, όταν βρίσκεσαι στην ανάγκη ακόμα και τους φίλους να τους αντιμετωπίζεις ως εχθρούς;».
Επαινούσαν τον Αντισθένη κακοί άνθρωποι. Ο φιλόσοφος αναρωτήθηκε:
«Μήπως έκανα κάτι κακό;».
Είπαν στον Σωκράτη ότι κάποιος έλεγε άσχημα λόγια γι’ αυτόν. Ο Σωκράτης απάντησε:
«Καθόλου παράδοξο. Ποτέ του δεν έμαθε να λέει καλά λόγια».
Ο Κλεινίας ο πυθαγόρειος, κάθε φορά που εξοργιζόταν από τη συμπεριφορά των άλλων, άρχιζε να παίζει τη λύρα του. Σ’ αυτούς που τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε:
«Γατί έτσι ηρεμεί η ψυχή μου».
Ο Αρχίδαμος είδε τον γιο του σε μια μάχη κατά των Αθηναίων να πολεμά με παράτολμο θάρρος. Του είπε: «Γιε μου, ή τη δύναμή σου πρέπει να αυξήσεις ή το θράσος σου να μετριάσεις».
Αρχαία ελληνικά ανέκδοτα μέρος δεύτερο εδώ και το πρώτο εδώ.