Ή συνάντηση τοΰ Σόλωνα μέ τον Θαλή στήν πατρίδα τού τελευταίου Μίλητο και το περιστατικό πού συνδέθηκε μέ αυτήν, όπως περιγράφονται στήν βιογραφία τοΰ Πλουτάρχου γιά τον μεγάλο Αθηναίο ποιητή και πολιτικό, έχουν επίσης σαφώς ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και επινοήθηκαν μέ αφορμή τήν αποδιδόμενη στον Μι- λήσιο φιλόσοφο προτίμηση τής «μονήρους», έργένικης ζωής[1]. Ενδεικτικές γι7 αυτήν είναι ακόμη ορισμένες χαρακτηριστικές φράσεις πού τού άποδίδονταν, όπως π.χ. ή άπάντηση πού έδινε στήν μητέρα του όταν τον έπίεζε νά κάνει οικογένεια: ‘Όταν ήταν νέος τής έλεγε «δέν είναι ακόμη καιρός» («ούδέπω καιρός»), όταν πέρασαν τά χρόνια, «δέν είναι πιά καιρός» («ούκέτι καιρός»)* ή ή άπάντηση στήν ερώτηση γιατί δέν κάνει παιδιά; «άπό άγάπη γιά τά παιδιά» («διά φιλοτεκνίαν») (Διογένης Λαέρτιος, I, 26).
Ή ευαισθησία πού χαρακτηρίζει τήν τελευταία διακρίνεται κα\ στήν «φάρσα», τήν οποία κατά τό παρα- διδόμενο άπό τον Πλούταρχο άνέκδοτο[2] έπενόησε ό
Θαλής για να δείξει στον Σόλωνα τά «πλεονεκτήματα» τής ζωής του εργένη που δεν φοβάται πώς θά του συμβεί ή φοβερώτερη δοκιμασία τής ζωής: δ χαμός τοϋ παιδιού του.
* ψ ΐ
«Λέγεται δ’τι, δ’ταν δ Σο’λων επισκέφθηκε τον Θαλή στη Μίλητο, απορώντας τον ρώτησε γιατί είχε παραμελήσει εντελώς να παντρευτεί και νά κάνει παιδιά. Ό Θαλής τότε σιώπησε, άφοΰ Ομως άφησε νά περάσουν μερικές μέρες, βρήκε κάποιον ξένο (για το τέχνασμα πού σκέφθηκε) και είπε οτι δ άνθρωπος αύτος είχε μόλις φτάσει άπο την Αθήνα μετά άπο ενα ταξίδι δέκα ήμε- ρών.’Όταν δ Σόλων ρώτησε τον ξένο αν συνέβη κάτι νέο στην ‘Αθήνα, δ άνθρωπος τον δποϊο δ Θαλής είχε δασκαλέψει τί νά πει, είπε: «Τίποτε άλλο δεν συνέβη, έκτος άπο την κηδεία ένδς νεαροΰ, τον όποιο συνόδευε στην τελευταία του κατοικία ολη ή πόλη, γιατί, όπως έλεγαν, ηταν γιος ενος αντρα δοξασμένου, που ξεχώριζε στην αρετή άπο ολους τους πολίτες. Εκείνος όμως δεν παρευρισκόταν, ελεγαν, στην κηδεία, γιατί έλειπε ηδη για πολύ καιρό στα ξένα». «Ά, τον δυστυχισμένο” και πώς τον ελεγαν;» ρώτησε δ Σόλων. «Δεν θυμάμαι το ονομά του’ θυμάμαι μόνο οτι γινόταν πολύς λόγος για την σοφία και τή δικαιοσύνη του». Και ετσι λοιπδν με κάθε άπάντηση, δ Σόλων φοβόταν σιγά-σιγά δλοένα και πιο πολύ κάί τελικά, άνέφερε δ Ιδιος το ονομα στον ξένο ρωτώντας μήπως δ νεκρός ήταν δ γιος τοΰ Σόλωνα. Κι όταν δ άνθρωπος είπε πώς «ναι, αύτδς είναι», δ Σόλων όρμησε νά χτυπήσει τό κεφάλι του και νά κάνει και νά πει ολα τά άλλα που συμβαίνει νά λένε και νά κάνουν αύτο\ που πέφτουν σέ μεγάλες συμφορές. Ό Θαλής όμως τον σταμάτησε και γελώντας είπε: «Αυτά είναι, Σόλωνα, που μέ κάνουν οΰτε και νά σκέπτομαι νά παντρευτώ κα\ νά κάνω παιδιά, αυτά ακριβώς τά όποια συντρίβουν τώρα εσένα, πού είσαι τόσο δυνατός! Άλλά μή χάνεις τό θάρρος σου γι’ αυτά πού άκουσες* δεν είναι αλήθεια».
(Μετάφραση: Άντ. Πετρίδης)
Προς Θαλή ν δ’ εις Μίλητον έλθόντα τον Σόλωνα θαυμάζειν, οτι γάμου και παιδοποιίας το παράπαν ήμέ~ ληκε, και τον Θαλή ν τότε μεν σιωπήσαι, διαλιπόντα δ’ ημέρας ολίγας άνδρα παρασκευάσαι ξένον, άρτίως ηκει ν φάσκοντα δεκαταϊον έξ Αθηνών, πυθομένου δε τού Σόλωνος ει δη τι καινό ν εν ταΐς Αθήναις, δεδιδαγμένον ά χρή λέγειν τον ανθρωπον «ουδέν» είπειν «ετερον ει μη νή Δία νεανίσκου τινός ή ν εκφορά και προΰπεμ πεν ή πόλις. ην γάρ υιός ώς εφασαν ανδρός ενδόξου και πρωτεύοντος αρετή των πολιτών ου παρήν δ’ αλλ’ άποδη- μεΐν εφασαν αυτόν ηδη πολύν χρόνον». «ώ δυστυχής εκείνος» φάναι τον Σόλωνα’ «τίνα δ’ ώνόμαζον αυτόν;» «ηκουσα» φάναι «τοΰνομα» τον ανθρωπον; «αλλ’ ου μνημονεύω’ πλην ότι πολύς λόγος ήν αυτού σοφίας και δικαιοσύνης», ούτω δή καθ? εκάστη ν άπόκρισιν τω φό- βω προσαγόμενον τον Σόλωνα και τέλος ηδη συ ντε τα- ραγμενον, αυτόν ύποβαλεϊν τοΰνομα τώ ζενω, πυνΟανόμε νο ν μή Σόλωνος 6 τεθνηκώς ώνομάζετο. φήσαντος δέ τοΰ ανθρώπου., τον μεν δρμήσαι παίει ν τήν κεφαλήν καϊ ταλλα ποιεΐν και λεγειν ά συμβαίνει τοις περιπαθούσι, τον δε Θαλή ν επιλαβόμενον αυτού και γέλασα ντα, «ταύτα τοι» φάναι «ώ Σόλων εμέ γάμου και παιδο- ποιίας άφίστησιν, ά και σέ κατερείπει τον έρρωμενεστα- το ν. αλλά θάρρει τών λόγων ενεκα τούτων’ ου γάρ είσιν αληθείς.»
(ΙΙλουτάρχου, Σόλων 6)
ι. Μαρτυρεΐται στο εργο τοΰ μαθητή τοΰ Αριστοτέλη Ηρακλείδη Ποντικού «Περί βίων» (Διογ. Λαέρτιος, Ι, 26),
[2] Τό άνέκδοτο περιεχόταν, όπως γράφει ό Πλούταρχος, στο