Το ρήμα κλανω προήλθε απο το αρχαίο κλάω, σπάζω . Τη σημασία ‘αφήνω από τον πρωκτό τα δημιουργηθεντα στον εντερικο σωλήνα αέρια’ εμφανίζεται κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους (πβ. αγγλ. to break wind ‘κλάνω’). Με την ίδια σημασία χρησιμοποιούνται ρήματα η ρηματικές φράσεις, που σχετίζονται με την ενέργεια του ‘αφήνω, εκλύω , όπως την αμολησα, την αφησα, μου έφυγε, αποβγαίνω, πορδοκλάνω, αφήνω αέρια, ενώ άλλα σχετίζονται με τα προκληθέντα αέρια, όπως ξεφυσώ, κάνω πριτς και αερίζομαι. Φανταστείτε, ωστόσο, τα ευτράπελα που μπορεί να προκύψουν, αν ο ομιλών το ιδίωμα των Παξών ή της Θράκης χρησιμοποιούσε το ρ. αερίζομαι, καθώς το ρήμα σ αυτά τα ιδιώματα έχει τη σημασία ‘προσβάλλομαι από αερικά, δαιμονίζομαι. Συνώνυμο του αερίζομαι είναι διαλεκτικώς και το ανεμίζομαι, αν και στον Πόντο σημαίνει ‘πάσχω από ρευματισμούς’.
Η λόγια αρχαία λέξη πέρδομαι λειτουργεί ευφημιστικώς, σε αντίθεση με το ομόρριζο πορδή, και το συνώνυμο κλανιά, που συνιστούν δυσφημισμούς. Διαλεκτικά ευφημιστικά συνώνυμα της πορδής είναι το φύσημα, το αέρι και ο άνεμος, ενώ ο επιρρεπής σε αυτά είναι ο/η κλανιάρης-α.
(Απόσπασμα από το βιβλίο “Πιπέρι στο στόμα”)