Ήταν ηλιόλουστη μέρα και ο κόσμος πολύς στο Σύνταγμα. Ένα παιδάκι δίπλα μου φώναζε σπαραχτικά γιατί ήθελε μπαλόνι “Μπομπ Σφουγγαράκης”. Ο πωλητής με τα μπαλόνια ήξερε τι έκανε, είχε αράξει δίπλα ακριβώς στο καρότσι του παιδιού και είχε βάλει το μπαλόνι σχεδόν πάνω του προκλητικά. Η καημένη μητέρα προσπαθούσε να το συζητήσει μαζί του:
“Αγάπη μου, αν δώσουμε εφτά ευρώ που ζητάει για το μπαλόνι, δεν θα έχουμε να φάμε σήμερα.”
Δεν είναι εύκολη δουλειά να είσαι μυστικός πράκτορας. Ο θάνατος πάντα καραδοκεί. Όλους τους πλησιάζει βέβαια αν το καλοσκεφτείς, απλά εμένα ερχόταν γρήγορα, σαν τον Κεντέρη εκείνη τη μέρα στην Αυστραλία που άφησε εφτά μαύρους να φάνε την ντοπαρισμένη σκόνη του. Δάκρυσα με τη φτωχή αυτή μάνα, αλλά δεν φάνηκε. Τόσα χρόνια εκπαίδευσης αποδίδουν σε κάτι τέτοιες στιγμές. Σήκωσα το μανίκι μου και είπα “όλα ΟΚ στην θέση 14”. Κοίταξα γύρω μου. Δεν είχα τίποτα στο μανίκι, αλλά έτσι κάνουν στις ταινίες οι μυστικοί πράκτορες. Στην Ελλάδα συνεννοούμαστε με τα κινητά συνήθως. Ο πρωθυπουργός θα κατέβαινε δίπλα στο Μεγάλη Βρετανία σε λίγα λεπτά για να πάει στο υπουργείο οικονομικών. Κάτι με τις καθαρίστριες πάλι φαντάζομαι.
“Κι εμένα θα μου άρεσε αλλά θυμάσαι το προηγούμενο μπαλόνι που το χάσαμε αμέσως; Είσαι πολύ μικρούλης και δεν αντέχουν τα χεράκια σου…”
Το παιδί είχε κοκκινίσει από το κλάμα. Πέρασε από το άγριο κούνημα χεριών και ποδιών στα αναφιλητά αυτά που νομίζεις ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει. Ο πρωθυπουργός είχε αρχίσει να κατεβαίνει τον δρόμο. Με ανοιχτό πουκάμισο χαιρετούσε σαν να τον γούσταραν ακόμα. Είδα έναν πολύ ύποπτο με καπαρντίνα. Θα τον έφτανε σε λιγότερο από λεπτό. Έσπρωξα μια χοντρή και πήγα να λύσω και τα δυο θέματα. Πρώτα το μπαλόνι:
-Τιιιι γίνεται εδώ;
Με κοίταξαν και οι δυο. Πράγματι, δεν είχα σχέδιο. Αλλά εγώ με έμπλεξα, εγώ θα με μπλέξω ακόμα περισσότερο τώρα. Άρπαξα το μπαλόνι με τον Μπομπ από τον πλανόδιο. Ευτυχώς το είχε ήδη βγάλει από τα άλλα για να είναι πιο προκλητικός. Του το πήρα εύκολα και στάθηκα λίγο να το σκεφτώ. Με τη μεγάλη δύναμη, έχεις και μεγάλη ευθύνη. Χωρίς δύναμη, ε, πάλι έχεις ευθύνη βέβαια. Αντικειμενικά δεν χρειάστηκε δύναμη, ένα μπαλόνι με ήλιο είναι, πιο ελαφρύ από ελαφρύ.
Το τράβηξα προς το μέρος μου. Το παιδί έκλαιγε ακόμα πιο πολύ γιατί δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Κατέβασα τον Μπομπ για να του τον δώσω να τον κρατήσει από κοντά. Έτσι θα ηρεμούσε. Νόμιζα. Το παιδί κλωτσούσε πολύ δυνατά. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον ύποπτο με την καπαρντίνα να βγάζει κάτι μακρύ. Το μπαλόνι έσκασε στη μούρη μου. Βούτηξα αλλά δεν έπιασα τον ύποπτο. Σηκώθηκα τη στιγμή ακριβώς που έφτανε ο πρωθυπουργός.
Δεν είχα καταλάβει όμως ότι όλο το ήλιο από το μπαλόνι ήταν μέσα μου.
“Αλέκος Γκονζαλεζίδης, μυστικές υπηρεσίες!” είπα βαρώντας προσοχή. Αλλά η φωνή μου βγήκε σαν από καρτούν από το ήλιο που είχα καταπιεί. Σαν τα ντουμπλαρισμένα καρτούν. Ψιλή και αστεία. Το παιδάκι γέλασε, η μαμά του πέταξε το σκασμένο μπαλόνι.
“Κύριε πρωθυπουργέ, σκύψτε! Έχει όπλο!”
Το πλήθος γέλασε. Ο πρωθυπουργός γέλασε. Ήξερε ότι έγραφαν οι κάμερες, κλασσική φάση για YouTube. Τσιμπάει 2% και κερδίζει τις εκλογές με κάτι τέτοια χαριτωμένα.
Κανείς δεν με πήρε στα σοβαρά με τέτοια φωνή. Η σφαίρα πέτυχε τον αρχηγό του κράτους μας στο στήθος. Ειρωνικό το γεγονός ότι στο λευκό του πουκάμισο έμοιαζε λίγο σαν κόκκινη γραβάτα η κηλίδα. Λιποθύμησα αλλά πέφτοντας είδα τα υπόλοιπα μπαλόνια του πλανόδιου να φεύγουν προς τον ουρανό.
Νομίζω άκουσα το παιδάκι να ξαναρχίζει το κλάμα.