Οι δυο αστυνόμοι κοιτάχτηκαν λίγο. Ο ένας τελείωνε την βάρδια του, ο άλλος τώρα άλλαζε για να την ξεκινήσει.
“Καλά;”
-Ναι, ήσυχη βραδιά ήταν. Αλλά έχω ένα κρυολόγημα που με έχει τσακίσει. Όλο τρέχει η μύτη μου, ξέρεις τώρα.
“Ρε συ Φάνη, ήθελα καιρό να σου μιλήσω.” Έστρωσε με το ένα χέρι το πλούσιο μουστάκι του πριν συνεχίσει. “Αυτά που έγιναν πριν δέκα χρόνια στην εκπαίδευση μεταξύ μας ήταν μαγικά. Ξέρω είπαμε να μην το συζητήσουμε ποτέ ξανά, αλλά δεν μπορώ ρε Φάνη, σε σκέφτομαι συνέχεια.”
-Κι εγώ Θανάση. Και τώρα με το σύμφωνο συμβίωσης σκέφτομαι, μήπως, μήπως πρέπει να πάψω πια να κρύβομαι. Τον κοίταξε στα μάτια δυνατά. Ένα βλέμμα που έκαιγε, που δεν φοβόταν τίποτα, βλέμμα καθάριο.
“Αλήθεια;”
-Ναι, μόνο αλήθειες έχω για εσένα αγάπη μου! Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια και τον φίλησε δυνατά. Παθιάρικο φιλί κινηματογραφικό. Τα μουστάκια τους ενώθηκαν σαν βέλκρο καθώς οι γλώσσες τους έψαχναν η μια την άλλη παρά τον φραπέ που είχε τόση ώρα στη βάρδια ο ένας και το σουβλάκι από όλα που είχε μόλις φάει ο άλλος πριν έρθει.
Άκουσαν βήματα στον διάδρομο να πλησιάζουν. Προσπάθησαν να χωρίσουν τα στόματα αλλά μάταια. Τα μουστάκια είχαν κολλήσει πραγματικά δυνατά με τις μύξες, το τζατζίκι και τον φραπέ. Τράβηξαν αλλά πονάει πολύ. Ο Φάνης, πιο μεγαλόσωμος, σήκωσε τον Θανάση και τον έβαλε ολόκληρο μέσα στον φοριαμό, τάχα μου ότι έψαχνε κάτι. Έκατσε έτσι ημίγυμνος και σκυμμένος με την φανέλα μόνο από πάνω και έριξε το πουκάμισο από πάνω να φαίνεται σαν να δυσκολεύεται να το φορέσει.
Ο Μανώλης που ήρθε φρέσκος φρέσκος είχε όρεξη για κουβέντα:
“Έλα ρε Φάνη! Που είσαι φίλε;”
-Ε, γειά σου Μανώλη. Εδώ, εδώ, ξέρεις….ετοιμάζομαι να φύγω. Ήταν δύσκολο να μιλάει καθαρά με τον Θανάση κολλημένο στο μουστάκι του.
“Ωραίο παντελόνι! Που το πήρες;”
Ήταν ένα κάπως σφιχτό κόψιμο αλλά ο Φάνης ήταν φανατικός του γυμναστηρίου και του πήγαινε.
-Δεν θυμάμαι, γιατί θες για εσένα;
“Για εμένα; Πλάκα κάνεις. Δεν έχουμε όλοι κορμάρες σαν την δική σου Φάνη!”
Μια που το είπε και μία που του σβούρηξε μια ξυλιά στον κώλο περιπαιχτικά. Ο Φάνης δεν είπε τίποτα γιατί πλέον πόναγε πολύ στο μουστάκι και οι μύξες από τον κρυολογημένο Θανάση είχαν γεμίσει το πρόσωπό του.
“Κορμάρα και κωλάρα!” Του έριξε άλλη μία.
“Κωλαράκι σεξουλάκι!” Αυτή την φορά τον χούφτωσε. Ο Φάνης δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να κουνηθεί γιατί θα φαινόταν ο Θανάσης στο μουστάκι του.
“Α, καλά σε έκοψα ότι είσαι δικός μας Φάνη!” Ο Μανώλης του κατέβασε το παντελόνι με ανανεωμένο κέφι.
Καθώς υπέμενε καρτερικά να τελειώσει να τον πηδάει ο Μανώλης, ο Φάνης αναρωτήθηκε γιατί τόσοι πολλοί αστυνόμοι έχουν μουστάκι και ορκίστηκε να το ξυρίσει τελείως μόλις φύγει από εδώ. Ο Θανάσης έκλαιγε που του πήρε άλλος πρώτος τον κώλο του άντρα του. Mαζί με τις μύξες έγινε ακόμα πιο κολλημένη η κατάσταση στα μουστάκια τους. Έτσουζε από τα δάκρυα στις τραβηγμένες τρίχες, έτσουζε κι ο κώλος του.
Πονάει ο έρωτας με γεύση φραπέ, σουβλάκι και δάκρυα. Μην κουβαλάς μουστάκι αν δεν μπορείς να το σηκώσεις.