Μέσα του Γενάρη επισκέφθηκα για πρώτη φορά ως ενήλικος, μια ψυχολόγο. Δεν το ήθελα, με ανάγκασαν να πάω γιατί απλά, δεν πήγαινε άλλο.
Εκείνο το πρωί θυμάμαι έβρεχε καταρρακτωδώς, όπως και τις τρεις προηγούμενες εβδομάδες. Αλάτι στην πληγή η βροχή για κάποιον καταθλιπτικό. Τσακίζει την ήδη κατακερματισμένη του ψυχολογία.
Ετσι, παρά την επιβραδυμένη κυκλοφορία λόγω της βροχής και με άθλια διάθεση, έφτασα στο γραφείο της την κανονισμένη ώρα, χαιρέτησα και στρώθηκα στην καρέκλα απέναντί της ταλαιπωρημένος και χλωμός.
Η ψυχολόγος, άρχισε να φλυαρεί αδιάκοπα και να ρωτάει συνεχώς για το ένα και για το άλλο, για όλα όσα με σημάδεψαν και με έσυραν ως το γραφείο της.
Αφού συζητήσαμε κάμποση ώρα -αυτή μιλούσε και εγώ αραιά και που ξεστόμιζα κάποια αναγκαία λέξη- έφτασε μια ερώτηση, που ήχησε στα αυτιά μου σαν καμπάνα πένθιμη.
«Λες ψέματα; »
«Τι εννοείτε; »
«Γενικά χρησιμοποιείς το ψέμα στη ζωή σου;»
«Λέω περισσότερα ψέματα παρά αλήθειες»
«Και γιατί αυτό;»
Είχε αρχίσει να με εκνευρίζει αυτό το παιχνιδάκι. Δεν ήρθα εδώ για ανάκριση,για να γιατρευτώ ήρθα, κάτι που δεν προέβλεπα να γίνεται. Είχα τρομερή ανάγκη από σιωπή. Να με έπιανε από το χέρι-και ας το απαγόρευε το ιατρικό απόρρητο, χέστηκα – και να μου έλεγε μην φοβάσαι, μαζί θα τα παλέψουμε όλα. Ετσι μάλιστα. Αυτή θα ήταν ψυχολόγος και όχι η περίεργη γυναίκα απέναντί μου.
Παρόλα αυτά, αποφάσισα να της απαντήσω ότι χρησιμοποιώ το ψέμα τόσο συχνά,γιατί οι άνθρωποι με κοιτάζουν εκστασιασμένοι και με έκδηλο ενδιαφέρον όταν διηγούμαι μια πλαστή,φανταχτερή ιστορία. Το ψέμα τους ελκύει, όπως η γύρη τις πεταλούδες. Διψούν για κάτι πρωτότυπο κι ας ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι πρόκειται για απλές μπαρούφες. Το γουστάρουν το παραμύθι τους και εγώ δεν είχα λόγο να στερήσω από κάποιον κάτι που τον ευχαριστεί, ενώ παράλληλα αποθεώνει εμένα.
Αντίθετα, αν τολμήσεις να διηγηθείς μια φυσιολογική, αληθινή ιστορία στους γύρω σου, ακόμα και ο πιο ευγενικός θα σου δείξει με τον πιο αγενή τρόπο ότι βαρέθηκε. Συνέχισα τις συνεδρίες για τέσσερις μήνες. Οχι πως με βοήθησαν ιδιαίτερα, αλλά έπρεπε να κάνω το χατίρι των ανθρώπων που με αγαπούσαν. Να προσποιηθώ ότι κάνοντας βουτιά στη συνείδησή μου, θα μου έκανα έκπληξη, ανακαλύπτοντας κάτι το νέο, που ερχόταν από παλιά, μα θα έπρεπε να αλλάξω… για το καλό μου.
Σιγά, σιγά βέβαια οι επισκέψεις όλο και αραίωναν. Λόγο να πηγαίνω δεν είχα. Κάτι που δεν το ήξερα δεν άκουσα. Η μόνη αλήθεια που άκουσα από το στόμα της – που τότε δεν ήξερα ότι ήταν αλήθεια – είναι ότι ακόμα και οι βάτραχοι παθαίνουν κατάθλιψη.
Δεν θα την πίστευα, αν δεν άκουγα έναν σήμερα το βράδυ μέσα στην βροχή να κρώζει απελπισμένα. Κάτι η ένταση και η απόγνωση που είχαν η κραυγές του, δεν το κρύβω, μου θύμισε εμένα…