Το φαινόμενο των Βακουφιών παρατηρήθηκε και είχε μεγάλη έξαρση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη χώρα μας. Τα Βακούφια (wakf = αφιέρωμα), σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο, ήταν διάφορα κτίσματα και κυρίως κτήματα που είχαν αφιερωθεί για την εξυπηρέτηση ευαγών και κοινωφελών σκοπών.
Η συστατική πράξη, (έγγραφο) συντασσόταν ενώπιον του καδή (ιεροδικαστή) κι εποπτευόταν από ειδικό υπουργείο της Κωνσταντινούπολης. Βακούφιο μπορούσε να συστήσει τελείως ελεύθερα ο σουλτάνος, αλλά και κάθε πολίτης που είχε στην κατοχή του το αφιέρωμα (κτίσμα, κτήμα, δέντρα, βοσκοτόπια κ.ά.) Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι ιδρυτές των βακουφιών απέβλεπαν κυρίως στο να αποφύγουν τη δήμευση, την αρπαγή ή κατάσχεση της περιουσίας τους. Ήταν δύο κατηγορίες βακουφιών: Εκείνα τα οποία – αυτά καθαυτά – εκπλήρωναν τον ευαγή και κοινωφελή σκοπό που καθόριζε ο αφιερωτής, δηλαδή οικοδομήματα που χρησιμοποιούνταν για τεμένη, σχολεία κ.ά. και τα προσοδοφόρα αφιερώματα, με τα έσοδα των οποίων συντηρούνταν τα ευαγή ιδρύματα (εκμίσθωση κτημάτων, κτισμάτων, γηπέδων, βοσκοτόπων κ.ά.).
Βακούφια μπορούσαν να συσταθούν και υπέρ των χριστιανικών μοναστηριών κι εκκλησιών με στόχο πάντα την προστασία των αφιερωμάτων από τις αρπακτικές διαθέσεις των Οθωμανών. Αργότερα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, 4-16 Ιουνίου 1830, ορίστηκε ότι όσα βακούφια υπήρχαν στις κατεχόμενες από τους Έλληνες περιοχές περιέρχονταν στην ελληνική κυβέρνηση. Όσα βρίσκονταν στις κατεχόμενες από τους Οθωμανούς χώρες κι επρόκειτο να προσαρτηθούν στην Ελλάδα και είχαν την επικαρπία τους ιδιώτες τούρκοι, μπορούσαν να εκποιηθούν από τους επικαρπωτές τους. Αρκετά αργότερα με τη συνθήκη της Λοζάνης (1923) περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών χαρακτηρίστηκαν τα βακούφια ανταλλάξιμα, τη δε διαχείριση τους ανέλαβε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δημιούργησε ειδική υπηρεσία για το σκοπό αυτό.
Μέσα στο κλίμα αυτό της αφιέρωσης περιουσίας σε ευαγή ιδρύματα, κυρίως σε μοναστήρια κι εκκλησίες, προκειμένου να προστατευθούν από σφετεριστικές και ληστρικές διαθέσεις διαφόρων ατόμων, εντάχτηκαν αργότερα στα βακούφια και απροστάτευτα (χωρίς ιδιοκτήτη) ζώα, μελίσσια, νερόμυλοι, αλσύλλια, λιβάδια κ.ά. Μεγάλο σεβασμό είχαν τα μελίσσια που διέφευγαν, κατά τη διάρκεια του πολλαπλασιασμού τους, από τις κυψέλες των μελισσοτρόφων και προσάραζαν σε σπηλιές απότομων και απλησίαστων γκρεμών, όπου και φώλιαζαν μόνιμα. Τα μελίσσια αυτά συνήθως γέμιζαν με την πάροδο του χρόνου τις σπηλιές με μεγάλες ποσότητες μελιού και κερήθρας.
Αρκετές φορές το μέλι των αδέσποτων αυτών μελισσιών κατά την περίοδο του καλοκαιριού γινόταν παχύρρευστο από τη ζέστη κι έρρεε στους βράχους, οπότε γινόταν ευδιάκριτο από μεγάλη απόσταση και προκαλούσε το ενδιαφέρον των κατοίκων της υπαίθρου. Η δοξασία ότι αυτά τα μελίσσια ανήκουν στο θεό (θεοτικά), ή σε κάποιο μοναστήρι ή κοντινή εκκλησία (βακούφικα), ή ότι ήταν στοιχειωμένα (είχαν προστάτη κάποιο ανίκητο στοιχειό), ήταν τόσο ισχυρή, ώστε εμπόδιζε τους ανθρώπους να τα τρυγήσουν. Κάποιες φορές μερικοί θαρραλέοι ξωμάχοι, που επιχείρησαν να τα τρυγήσουν ή και να τα μεταφέρουν στους δικούς τους μελισσότοπους, τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από τον έντονο φόβο και την έξαψη της φαντασίας τους. Αρκετοί έκοψαν τις τριχιές με τις οποίες είχαν κρεμαστεί για να κατεβούν με τη βοήθεια συνανθρώπων τους και να φτάσουν στο σπίτι του μελισσιού (σπηλιά) επειδή τις νόμισαν ότι είναι φίδια. Κάποιοι άλλοι άκουσαν μυστηριώδη φωνή, που τους έλεγε «φτάνει πια, μην το χαλάς το μελίσσι» κι επειδή δεν υπάκουσαν κι αφαίρεσαν μεγάλη ποσότητα μελιού, δεν άντεξαν το βάρος οι τριχιές, κόπηκαν, έπεσαν στο βάραθρο και σκοτώθηκαν. Γενικά όλες οι παράνομες αυτές επιχειρήσεις, σύμφωνα με το αίσθημα περί λαϊκής δικαιοσύνης, κατέληξαν σε συμφορές των ιερόσυλων.
Τα γεγονότα αυτά, μιας περιοχής, μεγαλοποιημένα διαδίδονταν στα όμορα χωριά, εκεί προσθέτονταν καινούργια στοιχεία και προωθούνταν παραπέρα, με αποτέλεσμα να καλύπτουν ευρύτατες περιοχές. Στο βάθος, στόχος όλων αυτών των διαδόσεων ήταν η προστασία της στοιχειωμένης και βακούφικης περιουσίας.
Υπάρχουν λιγοστές τέτοιες τοποθεσίες, κυρίως στον ορεινό όγκο του νομού Τζουμέρκων, που έχουν επενδυθεί με παρόμοιους μύθους και παραδόσεις – σε επόμενο άρθρο λεπτομερώς αν θέλετε να τα επισκεφτείτε.