Εκδόσεις Κέδρος
Γράφει η Έλια Κουρή
«…Γιατί ακόμα κι αν κάποιος σ’ τα πάρει όλα, αυτό που δεν μπορεί ποτέ να σου κλέψει, είναι οι αναμνήσεις σου, κι αυτές είναι που αξίζουν τελικά…» (σ. 307)
Αναμφίβολα, το πρωτόλειο της Ιφιγένειας-Ειρήνης Τέκου αναδίνει άρωμα Κωνσταντινούπολης από την πρώτη ως την τελευταία του αράδα. Αυτό που εν πρώτοις εντυπωσιάζει τον αναγνώστη είναι ότι μέσα από τις γλαφυρές και ως ένα βαθμό πρωτότυπες περιγραφές η συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει εις βάθος την Πόλη της εποχής που αναπαριστά – σαν να έχει καταγωγή από εκεί ή μνήμες από τις διηγήσεις κάποιου συγγενικού προσώπου.
Ο αναγνώστης λοιπόν ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη του ’55 και ξεναγείται σε κάθε γωνιά της. Ο Βόσπορος, τα πολύβουα σοκάκια του Πέραν, ο κόλπος του Μπεμπέκ, η αρμονική συνύπαρξη τόσων διαφορετικών λαών περνούν σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά στα μάτια του και προσδίδουν στο μυθιστόρημα αίσθηση κοσμοπολιτισμού.
Το δεύτερο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι, παρότι πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Πόλης ύστερα από τις φρικαλεότητες και τις βιαιότητες που υπέστησαν από τους Τούρκους εκείνο το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, το συγκεκριμένο αναδίδει νοσταλγία μέσα από το πλέξιμο των ιστορικών γεγονότων με τη μυθοπλασία για χάρη της εξυπηρέτησης της πλοκής του μύθου.
Με αφετηρία, λοιπόν, τα αποτρόπαια γεγονότα εκείνης της «μαύρης» μέρας για τον πολίτικο Ελληνισμό, δύο πολυαγαπημένες αδερφές χωρίζονται και η ζωή τους αλλάζει για πάντα. Η μία, η Άννα ύστερα από την καταδίωξή της από ομάδα Τούρκων φανατικών βρίσκεται τραυματισμένη και έχοντας χάσει τη μνήμη της σε ένα πλοίο με κατεύθυνση τον Πειραιά. Εκεί, ξεκινώντας από το μηδέν θα στήσει τη ζωή της απ’ την αρχή και θα προσπαθήσει να ξαναβρεί τη μνήμη της και τη χαμένη οικογένειά της. Θα τα καταφέρει ή όχι; H άλλη αδερφή, η Μαρίκα, λόγω των οδυνηρών εμπειριών που τη στιγμάτισαν εκείνο το απόγευμα αναγκάζεται να παντρευτεί έναν Τούρκο, παρόλο που η καρδιά της σκίρτησε για άλλον, ώστε να βοηθήσει την οικογένειά της να ξαναχτίσει την οικογενειακή επιχείρηση και το σπιτικό τους.
Θα καταφέρουν οι δύο αδερφές να παρακάμψουν τα εμπόδια που έρχονται στο δρόμο τους, τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που τους φανερώνει η ζωή και να ξανανταμώσουν;
Παράλληλες οι αφηγήσεις των δύο αδερφών με απλή κατανοητή γραφή και γλώσσα που αποπνέει φρεσκάδα, μπλέκονται με το ξετύλιγμα της ιστορίας των υπόλοιπων προσώπων, της Ελίζ, του Αλέξη, της Έσρας, του Χιλμί. Ταξιδεύουμε στο χωροχρόνο της αφήγησης στο τώρα και στο τότε με αναδρομές στο παρελθόν και μέσω της αφήγησης της Άννας την οποία η συγγραφέας βάζει να ανακαλέσει στη μνήμη της τα γεγονότα και να ξετυλίξει την πλοκή του μύθου.
Ο ρυθμός εναλλάσσεται, δεν είναι πάντα γρήγορος, όμως αφουγκράζεται τον παλμό των γεγονότων και περνά στον αναγνώστη συναισθήματα, σκέψεις, μηνύματα, εικόνες, μυρωδιές και μνήμες. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση αναδεικνύει και τα φιλοσοφικά σχόλια που η Τέκου εντάσσει στο μυθιστόρημά της – ένδειξη που μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα έχει σίγουρο μέλλον στον κόσμο της συγγραφής.