Και το λοιπόν, μιας και αυτό το καλοκαίρι ασχοληθήκαμεv οικουμενικώς με την μπαλίτσα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, θα σας πω μια ωραία σεξοποδοσφαιρική ιστορία από τα παλιά στο Τέξας χρόνια, που το κλωτσούσα κι εγώ το τόπι. Πάμε σέντρα.
Που λέτε, το χα και γω το σαράκι με το ποδόσφαιρο από πιτσιρικάς. Κι έκανα όλη τη διαδρομή. Από το σχολείο, στην αλάνα, μέχρι και στα σαλόνια της Γ΄ εθνικής. Μέχρι εκεί όμως, γιατί η αγάπη μου για το Haig και τις ξενυχτοπουτανιές, ήταν μεγαλύτερη. Κι έτσι η λαμπρή καριέρα του Έλληνα Μέσσι έδυσε, πριν προλάβει καν να Μεσι-μεριάσει…
Αλλά τι να κάνεις, το γούσταρα το άθλημα. Και τι έγινε κι αν δεν θα έπαιζα στην Μπαρτσελόνα. Δε γαμείς. Κι έτσι, αφού επέστρεψα από το φανταριλίκι, είπα να παίξω λίγο ερασιτεχνικό στα χωμάτινα της Β Αθηνών, μην ξεχάσω και την τέχνη.
Με τα πολλά κατέληξα σε ομάδα που λεγόταν Άγιαξ Ταύρου. Ναι όπως ο Άγιαξ ο άλλος, αλλά καμία σχέση. Σα να λέμε ο Σάκης Ρουβάς του Αιγάλεω. Κάτι τέτοιο.
Τέλος πάντως ας τελειώνουμε με τα προκαταρκτικά, η μέρα είναι Κυριακή και παίζουμε με την ομάδα στο Καπανδρίτι. Πάμε καλά, η ομάδα είναι πρώτη και πάει για άνοδο. Εγώ στον πάγκο λόγω του ότι είχα ένα ψιλοτράβηγμα και σε συνδυασμό με το ότι ο προπονητής έχει ανακαλύψει το σύστημα, αφήνουμε το Λαμπρίδη να πάρει κάνα υπνάκο στον πάγκο γιατί δεν παίζει να κοιμήθηκε νωρίς, με άφησε εκεί μπας και με έβαζε ξεκούραστο στο 2ο ημίχρονο, να κάνω καμιά προκοπή.
Και το συστηματάκι έπιανε. Και τους είχα καθαρίσει και 2-3 παιχνιδάκια έτσι. Αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν για πολλά, γιατί εκτός αυτού, η προηγούμενη βραδιά ήταν επεισοδιακή.
Ο λόγος; Γκομενάκι ξανθοπυροβολημένο με τράβηξε έξω για ποτό, με σκοπό να με μοστράρει σε πρώην της, σερβιτόρο σε μαγαζί νοτίων προαστίων. Να μην σας τα πρήζω εκεί που νόμιζα ότι θα γκντούπα της, έφτασα να παίζω κλωτσιές με τον αντίζηλο, όπου κάλεσε και για ενισχύσεις τους μπράβους του μαγαζιού. Και μετά είπα:-” Μπράβο μαλάκα. Το πέτυχες πάλι.” Και κερατάς και δαρμένος…
Ε, την σκαπούλαρα με κάτι ψιλές τελικά, αλλά η ουσία του θέματος δεν ήταν εκεί. Ήταν ότι εγώ σχεδόν ποτέ δεν έμπλεκα σε ξύλο. Και έμελλε να πλακωθώ δύο φορές μέσα σε ένα 24ωρο. Ακούστε.
Ε, λοιπόν που ‘χαμε μείνει, α ναι στον πάγκο. Ε, που λέτε, έχω κάνει τις μαλακίες μου χτές, λέω ας μή με βάλει σήμερις, δεν θα ‘ναι για καλό. Έλα όμως που ο κόουτς το χε για γούρι κι αφού κερδίζαμε είπε: -”Δεν τον βάζω τον μαλάκα να ξεσκουριάσει;” Ε και μπαίνω τελευταίο δεκάλεπτο. Που να ξερε…
Μέχρι τότε το παιχνίδιον ήτο ήρεμον, οι αντίπαλοι τηρούσαν το fair play, απ’ όξω τα πουλάκια τσίου τσίου κελαηδούσαν, οι ντόπιες μανάδες τάιζαν τα παιδάκια τους κεφτέδες και οι δικοί μας φίλαθλοι φιλήσυχοι, πίναν τους μπάφους τους χαλαρά στη γωνία. Και τότε…
Τότε ο τραχανοπλαγιάς κεντρικός αμυντικός της αντίπαλης ομάδος, σε μια κρίση αγωνιστικού πάθους, προέτρεψε τους συμπαίχτες του να προσπαθήσουν περισσότερο. Και τους είπε:
-” Πάμε ρε, δυνατά ρε, να τους γαμήσουμε ρεεε…”
Χμ ναι. Ε κι εγώ τότενες ασυναίσθητα μιας και βρέθηκα δίπλα του, μου ρθε να του πω με πολύ αγάπη: – ”Θα μας κλάσετε τα παπάρια, ρε μαλάκα καράβλαχε”
Εμ ναι. Δεν κατάλαβα γιατί τό ‘πα αυτό. Είχα πάρει φόρα μάλλον από την προηγούμενη μέρα κι ήθελα να συνεχίσω τις μανούρες. Αλλά που πας ρε καραμήτρο. Ο καράβλαχος ήταν και δυό μέτρα μαλάκας και με το που το ακούει, γυρίζει και με κοιτάζει όπως ο Αστυνόμος Θεοχάρης, άτυχο μικροέμπορο ναρκωτικών. Ωιμέ. Και είπε: – Σκουλίκι. Θα σε πατήσω κατ ρεεε.
Και το εννοούσε. Σε όλο το εναπομείναν παιχνίδι, προσπαθούσε να μου δώσει τα πόδια στο χέρι. Αλλά σου είπαν μεγάλε. Τον κρατούσα σε μια απόσταση εκ του μακρυώθεν για να είμαστε μιά χαρά κι αγαπημένοι.
Τελικά το παιχνιδάκιον λήγει και ο κόουτς που χει μυρίσει την άσχημη, μπουκάρει μέσα στο γήπεδο, για να με πάρει αγκαζέ να ανέβουμε ήσυχα τα σκαλοπάτια των αποδυτηρίων. Έλα όμως που το γήπεδο δεν θα ήταν πια εκκλησία. Ο καράβλαχος μαζί με 2-3 πρόβατα πλησιάζουν απειλητικά προ το μέρος μας. Του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, το οποίον αίμα κατάφερε να βρει τα ολίγα ψήγματα εγκεφάλου που διέθετε. Ε και καταλάβατε.
Αρχίζει να μας πλαγιοκοπεί και σε συνδυασμό με ότι καντήλια ήξερε, μου ρίχνει την πρώτη ροχάλα-οβίδα όπου τελικά την τρώει ο κόουτς, γιατί είχα την έμπνευση να τραβήξω την κεφάλα μου προς τα πίσω. Και τότε γίνεται της εκδιδομένης.
Συμπαίχτες, αντίπαλοι, προπονητές, φροντιστές, διαιτητές, πουλάκια, κεφτέδες ένα κουβάρι στο κέντρο του γηπέδου να παίζουν κλωτσομπουνίδια. Πώς γένιν αυτό. Ε πως να γένιν, αμα αρχίζει ένας ακολουθούν όλοι. Ενα σύννεφο σκόνης κάλυψε την ατμόσφαιρα, όπου τελικά ωσαν από ταινία του Βέγγου, ξεγλίστρησα από κάτω και στάθηκα λίγο παράμερα για να κεντράρω.
Ναι. Τι να κεντράρω. Γυρνώ και βλέπω πίσω μου δυό μάτια, δυό ματάκια. Τελικά με κέντραραν εμένα ο καράβλαχος με έναν βοηθό και είπαν να ρθουν κατά δώθε να μου δώσουν ένα χεράκι. Ξύλο.
Τα μουνιά. Δύο σ’ έναν ρε; Τώρα θα δείτε ρε τι θα πάθετε. Και σηκώνω τα μανίκια μου. Και τους περιμένω. Και μόλις φτάνουν… αρχίζω να τρέχω προς το κόρνερ. Πού να με πιάσουν. Ημουν ξεκούραστος. Εύγε κόουτς.
Φτάνω που λετε στο κόρνερ και τους περιμένω. Με το που πλησιάζουν, τσούπ στο άλλο κόρνερ. Και μετά τσουπ στα άλλο. Και το αυτό επι τέσσερα. Ω σαν ποδοσφαιροπεταλουδίτσα πέταγα απο το ένα λουλουδοκόρνερ στο άλλο. Ε στο τέλος τους κούρασα, σταμάτησαν, κοιταχτήκαν και είπαν: -”Δεν τον γαμείς το μαλάκα, πα να δείρουμε καναν πιο εύκολο”. Ε και επέστρεψαν στο μπούγιο.
Εγω ικανοποιημένος που δεν τις έφαγα, έμεινα να κοιτάζω τα τεκταινόμενα από μακρύα. Το σκηνικό ήταν για ταινία. Και ξαφνικά εκτός από μπροστά μου, ακούω μανούρες κι απο πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω τους μέχρι πρότινος, φιλήσυχους φίλαθλοί μας να χουν ξενταγκλάρει και να πλακώνονται με τις αντίπαλες μανάδες με τα τάπερ. Τα πήραν στο κρανίο. Σκέφτηκα μήπους τους είχε πιάσει καμιά λιγούρα μετά τα τρίφυλλα κι έψαχναν για κεφτέδες, αλλά τελικά μάλλον το έκαναν για συμπαράσταση.
Κι εγώ μέσα σ όλα αυτά, μένω να στέκω στο κέντρο του γηπέδου ο μοναδικός που δεν έπαιζε ξύλο. Ναι γαμώτο. Αλλά τι να πεις. Έτσι είναι. Αυτός που άρχισε τη μαλακία σχεδόν πάντα τη σκαπουλάρει.
Σε κάποια στιγμή λοιπόν τα πράγματα καλμάρουν, οι πιο ψύχραιμοι ηρεμούν τα πνεύματα και σιγά σιγά όλοι μαζί, σχεδόν αγκαλιασμένοι αποχωρούν για τα αποδυτήρια. Κι εκεί είπα:
-” Ρε πούστη μου, ξεφτίλα. Άρχισες το ξύλο και δεν πρόλαβες να ρίξεις δυό μπουνιές της προκοπής. Ε όχι”
Ήταν θέμα τιμής. Και παίρνω φόρα που λέτε κι εκεί που αποχωρούν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι, κεντράρω τον καράβλαχο, να κάπου στο κέντρο του πλήθους και με ένα άλμα αλά Μάικλ Τζόρνταν, του καρφώνω Air ματσουκιά στη καρκάλα, ταυτόχρονα με ροχάλα. Twix. Διπλή απόλαυση.
Και άντε ξανά μανά πάλι. Το ίδιο σκηνικό, πάλι ξύλο πάλι κλωτσιές, πάλι κεφτέδες, πάλι τα ίδια.
Ο κόουτς δεν αντέχει άλλο. Μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που με έβαλε. Με τσακώνει και τελικά βρίσκει τη λύση. Με κλείδωσε στα αποδυτήρια, μέχρι να φύγουμε…
Mea culpa. Τι να πείς. Τέλος πάντων όλα πήγαν κατ ευχήν, τα βρήκαμε τελικά και με τον καράβλαχο εεεμ τον αντίπαλο συναθλητή εννοώ και όλα καλά. Συμβαίνουν αυτά. Και στη μπάλα και στη ζωή. Έτσι είναι.
Αυτή που λέτε ήταν η μικρή μου ιστορία. Καλά πήγε, μόνο που δεν έχω βρει τίτλο ακόμα. Να σκεφτώ. Είχε ξανθό γκομενάκι, ποδόσφαιρο και ξύλο. Χμ να σκεφτώ. Πούτσα, μπάλα και καράτε. Καλό αλλά πολύ λε καφρεν. Να το παραλλάξω. Είχε πάει και κομμωτήριο το ξανθό. Οκ το βρήκα.
Βούρτσα μπάλα και καράτε…