Ψάχνω να βρω λέξεις κατάλληλες ή έστω αποδεκτές για να μιλήσω για τα απόβραδα Σαββάτου, αλλά με μεγάλη δυσκολία τα καταφέρνω. Δεν έρχονται στα χείλη μου ούτε αυθόρμητα, ούτε εύκολα, αλλά με την διστακτικότητα εκείνη με την οποία είναι ντυμένα όλα τα πράγματα που για μας είναι κάπως σαν ονειρώδη, κάπως σαν ιερά και δεν θέλουμε να τα πολυλερώνουμε χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Όμως τώρα νομίζω ότι υπάρχει λόγος, και είναι απλούστατος, για μένα τουλάχιστον: δεν νοείται καταλληλότερη εποχή από αυτή όπου η νύχτα μεγαλώνει και κορυφώνεται για να μιλήσεις για κάτι που, ενώ είναι σκοτεινό, εμπεριέχει τόση κρυμμένη λάμψη. Και, ω του θαύματος!, με το που τολμώ να κάνω την παραπάνω σκέψη ξέρω και πώς θα προσεγγίσω το θέμα μου. Θα αφήσω τις εικόνες να μιλήσουνε, γιατί, τι άλλο είναι τα βράδια του Σαββάτου από μια απρόσκοπτη και γρήγορη εναλλαγή εικόνων;
Τα Σαββατόβραδα έρχονται ακροποδητί και ύπουλα και σχεδόν ποτέ δεν τα παίρνεις χαμπάρι. Ενώ καπνίζεις και ρεμβάζεις τον πορτοκαλοκκόκινο ορίζοντα μέσα από τις κουρτίνες, αιφνίδια συνειδητοποιείς ότι χρειάζεσαι τεχνητό φως για να μην σκοντάψεις πάνω στα έπιπλα. Είναι μια στιγμή που το απόγευμα κρατάει πριν πέσει η νύχτα, ένα γύρισμα του κεφαλιού πριν παρελάσει το βράδυ και στο διάδρομό σου, μια στιγμιαία εναλλαγή στο στεφάνι του ουρανού εκεί απέναντι. Ένα κλικ πριν όλα πάρουν μια σχεδόν μαγική διάσταση για τις αισθήσεις σου που βρίσκονται, όσο ποτέ άλλοτε, σε εγρήγορση.
Τα βράδια Σαββάτου μυρίζουν κατ’ αρχάς, ό,τι πιο αγαπημένο και προσφιλέστερο έχει ο καθένας να του γαργαλάει τα ρουθούνια. Έχουν άρωμα κέδρου από παλιομοδίτικη αντρική κολώνια ανακαταμένο με αφρόλουτρο για όλη την οικογένεια. Άρωμα οδοντόπαστας με fluoride, καραμέλες και τσίχλες μέντας, δυόσμου και κανέλας. Μυρίζουν πατάτες τηγανιτές και επανειλημμένα χρησιμοποιημένο λάδι από fast food. Μυρίζουν μοσχοκάρυδο και τριαντάφυλλο από στικάκια που αργοκαίγονται, κάπνα από τσιγάρα που σιγοσβήνουν σε τασάκια αυτοκινήτων και ελαφρώς καμένα μαλλιά από το σεσουάρ που απελπισμένα δουλεύει στη γρήγορη ταχύτητα.
Τα Σαββατόβραδα φέρνουν στη γλώσσα την αψάδα της πρώτης γουλιάς από το αγαπημένο σου ποτό και την γλυκύτητα της προτελευταίας, από τον πάγο νερωμένης. Έχουν την απολαυστική γεύση της απογευματινής σιέστας, ανακατεμένης με αυτή της ραστώνης των φιλιών και του κρύου πρωινού νες καφέ.
Τα Σαββατόβραδα είναι ντυμένα και στολισμένα, καμιά φορά κρατάνε φτηνά πλαστικά τσαντάκια αμφιβόλου αισθητικής και απόχρωσης, αλλά πάντα φοράνε τα καλά τους και κορδώνονται. Είναι αγόρια και κορίτσια που περπατάνε χέρι – χέρι κάτω από υπόστεγα, ζευγάρια που περνάνε το δρόμο τρέχοντας, ψηλά τακούνια που πατινάρουν πάνω στο οδόστρωμα που οριακά γλιστράει, μεσήλικες που περιμένουν στη στάση κρατώντας λουλούδια ή γλυκά και μυρίζουν από μακριά ναφθαλίνη, χέρια που κρυώνουν, μάτια που διστάζουν.
Τα Σαββατόβραδα είναι χρώματα, από αυτά τα κυκλικά και γυαλιστερά πράσινο-μοβ που δημιουργούν τα λάδια των αυτοκινήτων και που βρίσκονται σε σχεδόν περιστροφική κίνηση πάνω στην άσφαλτο. Είναι ασημένιοι και κόκκινοι αντικατοπτρισμοί στις γραμμές των τρόλλεϋ, χρυσά φανάρια αυτοκινήτων νοτισμένα στον κρύο αέρα, τέντες που σιγοστάζουν πράσινη ποτιστική βροχή.
Τα Σαββατόβραδα είναι ξεκολλημένες αφίσες, μαρκίζες με γράμματα που αναβοσβήνουν ή των οποίων μερικά φώτα είναι καμένα, πολυκαιρισμένα πλαστικά παιχνίδια ξεχασμένα σε κακοφωτισμένες βιτρίνες καταστημάτων, ταξί στημένα στη σειρά σαν κίτρινες σαρανταποδαρούσες, μισοκατεβασμένα ρολά εμπορικών με τους υπαλλήλους να μαζεύουν ρούχα από το πάτωμα, το μέτρημα των κερμάτων για την τελευταία δόση ρούχων στα κοινά πλυντήρια, χλωμά λαμπάκια σε επαρχιακές ταβέρνες, αυτοκίνητα που σφυρίζουν μακριά στον αυτοκινητόδρομο…
Τα Σαββατόβραδα είναι κάτι σαν το επιστέγασμα όλων μας των προσδοκιών, ακόμα και όταν αυτές διαψεύδονται (ίσως ειδικά τότε, ακόμα περισσότερο). Είναι το μεγάλο πικ της αγάπης για όλα όσα μας περιτριγυρίζουν και ένα επικεντρωμένο, ξάστερο βλέμμα σε όσα καθημερινά ασυνείδητα μοιραζόμαστε…
https://www.youtube.com/watch?time_continue=1&v=ziOZCSBy4YE