Ακολούθησα τα σημάδια του μικρού μου εαυτού στην άμμο και τον βρήκα να κάθεται στην άκρη της θάλασσας.
«Τι κάνεις εκεί;»
Γύρισε και με κοίταξε με μεγάλη απορία.
«.. παίζω με τα βότσαλα! Δεν βλέπεις;»
«Δηλαδή τι τα κάνεις;»
«Διαλέγω τα βοτσαλάκια που βγάζει έξω το κύμα και τα βάζω σε μία σειρά. Να κοίτα!»
Είχε φτιάξει μία σειρά από όμορφα γυαλιστερά βότσαλα πάνω στην βρεγμένη άμμο. Άλλα μικρά, άλλα μεγάλα. Τα κοιτούσε με λατρεία.
«Σου αρέσει να το κάνεις αυτό;»
«Ναι! Κοίταξέ τα πώς γυαλίζουν! Κάποια έχουν περίεργα σχήματα αλλά όλα είναι τόσο όμορφα όταν βγαίνουν απ’ την θάλασσα.»
«Ναι όμορφα είναι. Αν όμως τα αφήσεις έξω από το νερό για λίγο θα δεις πως στεγνώνουν. Αλλάζουν χρώμα, θαμπώνουν και γίνονται όλα ίδια μετά.»
Σταμάτησε να κοιτά την θάλασσα, γύρισε απότομα και με κοίταξε έντονα με τα μεγάλα του μάτια σουφρώνοντας τα φρύδια του. Έμεινε να με κοιτάει έτσι για λίγο διερευνητικά. Έχασα την αυτοκυριαρχία μου. Άρχισα να κάνω άτακτα βήματα μπρος πίσω κοιτώντας τα πόδια μου. Αυτός ξαναγύρισε στα βότσαλα του.
«Λέγε ότι θες εσύ. Μου αρέσει να τα βλέπω να γυαλίζουν. Μου αρέσει να τα βάζω σε σειρές και να τα κοιτώ που και που. Κάθε ένα τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα μπορώ να τα κοιτώ για ώρες. Κοίτα!»
Τον κοιτούσα που τα έβαζε σε μία σειρά ευλαβικά λες και είχε βρει πολύτιμους λίθους.
«Και για πες μου.. γιατί τα βάζεις σε σειρές;»
«Τα βάζω ανάλογα με το μέγεθος τους. Ανάλογα την μορφή τους και τον ήχο που κάνουν όταν χτυπούν το ένα με το άλλο. Διαλέγω τα πιο εντυπωσιακά! Δεν με νοιάζει αν είναι άσχημα ή όμορφα.»
Η προσήλωσή του σε κάτι τόσο απλό με έκανε να νιώθω αμήχανα. Τα βοτσαλάκια του ήταν όντως εντυπωσιακά. Κάποια είχαν περίεργο σχήμα, θα τα έλεγες και άσχημα, αλλά φαινόντουσαν σαν να ήταν σμιλεμένα για χρόνια από κάποιο αόρατο χέρι που τους είχε δώσει μία παράξενη μορφή.
Έσκυψα, άρπαξα ένα από τα μεγάλα, και το πέταξα στην θάλασσα. Αναπήδησε δύο τρείς φορές άτσαλα στην επιφάνεια της θάλασσας και μετά βούλιαξε και χάθηκε. Αυτός σάστισε. Έμεινε να με κοιτά πειραγμένος και συνάμα με απορία.
«Γιατί το έκανες αυτό;»
Τον άγγιξα τρυφερά στον ώμο σαν να ήμουν ο πατέρας του. Του χαμογέλασα.
«Ξέρεις.. τα βοτσαλάκια σου γυαλίζουν όσο βρίσκονται μέσα στην θάλασσα και για λίγο αφού τα βγάλεις έξω. Όσο και να γυαλίζουν όμως είναι πετραδάκια μην το ξεχνάς. Μόλις στεγνώσουν από το νερό γίνονται άχρωμες πέτρες που μόνο θα βαραίνουν τις τσέπες σου. Γυαλίζουν όσο είναι κοντά σε αυτό που τα δημιούργησε. Μετά είναι απλώς πέτρες.»
Η απορία του έγινε αδιαφορία. Δεν μου απάντησε και συνέχισε να παίζει με τις σειρές του. Κάποια στιγμή σταμάτησε να παίζει. Μάζεψε άτακτα τα βότσαλα και τα έχωσε στις τσέπες. Γύρισε εκνευρισμένος και με κοίταξε με το γνωστό συνοφρυωμένο ύφος.
«Να σου πω κάτι;»
Του χαμογέλασα ξανά γνέφοντας θετικά.
«Εγώ θέλω να κρατώ τα βοτσαλάκια γιατί μου θυμίζουν την θάλασσα. Αν δεν τα έβγαζα έξω από το νερό δεν θα είχες κάτι ωραίο να πετάξεις. Άσε με λοιπόν!»
Ξεκίνησε να περπατά. Σταμάτησε πάλι.
«Έρχεσαι πίσω μου, παρακολουθείς όλα όσα κάνω και μου κάνεις τον έξυπνο. Σταμάτα να το κάνεις αυτό! Είναι καιρός να με αφήσεις ελεύθερο. Άσε με επιτέλους!»
Tον κοίταξα να περπατά μόνος μακριά μου πατώντας πότε πάνω στα κύματα πότε στην στεγνή άμμο. Πόνεσα βλέποντας τον μικρό μου εαυτό μόνο ξανά. Ενώ απομακρυνόταν άκουγα το ρυθμικό θόρυβο από τα βοτσαλάκια στις τσέπες του.
Είχε δίκιο. Το ακολουθούσα για να με κρατά ζωντανό. Έκλεβα από τις δικές του στιγμές για να μην δημιουργώ δικές μου. Οι στιγμές μας όλες ήταν τα βότσαλα του. Άλλες μικρές άλλες μεγάλες. Γυαλίζουν όσο είναι κοντά στην πηγή τους, θαμπώνουν με τον καιρό, κάνουν θόρυβο αν τις πετάξεις και ποτέ δεν θα βρεις ξανά κάτι ίδιο.
Αυτός ήξερε να μαζεύει. Εγώ ήξερα να πετώ.
Κοίταξα τα σημάδια από τα χέρια του και τις πατούσες του στην άμμο. Ένα κύμα τα έσβησε και αυτά.
Ιούλιος, 2001.