Το τελευταίο διάστημα δίνω το παρόν, βροντερό πάντοτε, σε διαφόρους γάμους και βαφτίσια.
Η προχωρημένη ηλικία μου δικαιολογεί τη διοργάνωση τέτοιων γεγονότων στους κοινωνικούς μου κύκλους αλλά όπως και να το δει κανείς σου κάθεται λίγο βαριά στο στομάχι όταν ακούς κάθε τρεις και λίγο «… και στα δικά σου».
Τη σήμερον ημέρα αυτή η ευχή δίνεται, προς έκπληξη μου, περισσότερο ως αστεϊσμός μεταξύ παντρεμένων. Συμπεριλαμβάνεται κλείσιμο ματιού ή πετάρισμα βλεφαρίδας.
Καθότι ανάμεσα στους ελεύθερους ακούς φράσεις όπως μακριά από εμάς, είμαστε νέοι ακόμα, σπουδάζω, έχω καριέρα, κάνω δίαιτα, πρώτα ο στρατός, εγώ θέλω να πάω ταξίδια, να περάσει η κρίση και άλλες αναρίθμητες δικαιολογίες. Ο στόχος είναι να διακοπεί απότομα μα συνάμα με χαμόγελο ή χαχάνισμα η οποιαδήποτε απόπειρα συζήτησης επί του θέματος.
Έχοντας την ευτυχία να ζήσω τα χαρμόσυνα γεγονότα τόσο στο κλεινόν άστυ όσο και στην επαρχία, να ομολογήσω με πάσα ειλικρίνεια ότι στα χωριά έχει περισσότερο χουλιαμά (χαβαλέ για τους αμαθείς).
Βέβαια τα παραδοσιακά έθιμα όπως το ντύσιμο γαμπρού, το καθιερωμένο μισάωρο και βάλε στήσιμο του δύσμοιρου μπρος στην εκκλησία και το πάτημα του ποδιού του από τη νύφη είναι κλασικές εικονογραφημένες αξίες, που όλοι αγαπήσαμε και λαμβάνουν χώρα από την Ορεστιάδα έως το Καστελόριζο.
Οι διαφορές πολλές και διάφορες μα καθόλα αδιάφορες, καθώς τις καταλαβαίνεις με το καλημέρα σας. Δεν θα ξεχάσω ότι γύρισα όλη τη πόλη – χωριό ακολουθώντας το αμάξι με το «μελλοθάνατο» κορνάροντας και ο κόσμος μας ανταπέδιδε το χαιρετισμό με κεράσματα στα καφενεία και τις γνωστές προτροπές « νέος είσαι… ξανά σκέψου το..», «..προλαβαίνεις ακόμα να τη κοπανήσεις».
Εν Αθήναις, το καθιερωμένο ξεπροβόδισμα έως τα σκαλοπάτια της εκκλησίας είναι ολίγον απρόσωπο θα έλεγα καθότι, όταν ακούς πλέον κορναρίσματα στο κέντρο κλείνεις τα μάτια και παρακαλάς να είναι ό,τι θέλει εκτός από μποτιλιάρισμα.
Σάματις και χαμπάρι να σε πάρουν εδώ θα ακούσεις και καμιά καλή κουβέντα; «Καλά χαζοί είναι και παντρεύονται;», «…θα έχουν λεφτά δεν γίνεται αλλιώς..» και άλλα διάφορα στόλιζαν το ζεύγος στη διαδρομή προς το μεγάλο ταξίδι.
Σε ένα τέτοιου είδους μυστήριο υπάρχουν πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Εν αρχή είναι οι συγγενείς ή το αγαπημένο μας «… το σόι μου μέσα».
Αποτελεί μια ειδική κατηγορία ανθρώπων που δεν διάλεξες, το ξέραμε αυτό θα μου πεις, αλλά σε διάλεξαν εκείνοι για να σε τιμήσουν και εάν μη τι άλλο οφείλεις σεβασμό.
Είναι πλάσματα διαφόρων φύλων, ηλικιών, ντοπιολαλιών που αγαπάμε να τρώμε μαζί, να τραγουδάμε και να χορεύουμε, αλλά ποτέ να συζητάμε.
Κάθε συζήτηση γεννά εκείνη την ιστορία, που έχεις ακούσει μόλις εκατό φορές, και πάντα χτυπάει σαν σφυρί τα μελίγγια του θείου Περικλή και η πίεση του φτάνει όσο ο καύσωνας τον Αύγουστο.
Συνήθως έχει να κάνει με κτήματα, αιγοπρόβατα, το παναθηναϊκό και τον ολυμπιακό, το βαθμό συγγένειας των δισέγγονων της αδερφής του παππού με τη δεύτερη ξαδέρφη της θείας, την εκάστοτε κυβέρνηση, τα γκομενικά του θείου Τάκη, πως ράβουν τη κοιλιά του πασχαλινού αρνιού και το πότε θα παντρευτούν οι ελεύθεροι – πολιορκημένοι.
Δίχως καμιά αμφιβολία όμως, οι άνθρωποι αυτοί σέρνουν πάντα πρώτοι το χορό και αποτελούν τη καρδία του γλεντιού. Το πόσο χαίρομαι όταν βλέπω γιαγιάδες να χορεύουν δεν περιγράφεται με λόγια.
Εκεί ανάμεσα πάντα υπάρχει και ένας θείος να πρωτοστατεί σε όλες τις φιγούρες. Είναι εκείνος με το κομοδινί μαλλί που κάθε τρεις και λίγο η θεία Μαρίκα του σκουπίζει το μέτωπο. Χωρίς αυτούς όλα μοιάζουν λίγο – πολύ πεζά.
Η δεύτερη κάστα ανθρώπων είναι οι κλαρινογαμπροί. Οφείλω να ομολογήσω ότι πάντα υπήρχε το είδος, αλλά πλέον φυσιολογικά ψωνισμένοι άνθρωποι σκίζουν τα ρούχα τους με το φαινόμενο.
Θα τους βρεις να μαζεύονται όλοι σε μια γωνιά της πίστας όρθιοι μπροστά στο τραπέζι ψάχνοντας πάντα να βρουν την τρύπα στο κύκλο και να πιαστούν χέρι – χέρι με καμιά κοπέλα.
Σέρνουν πρώτοι το χορό στα τσάμικα (χρησιμοποιείται μαντήλι ιταλικής ραφής στη φιγούρα) και τα ζεϊμπέκικα, όπου λειτουργούν και ως παρκετέζες.
Κυρίως μέλημα τους να κοιτούν με λάγνο βλέμμα ό,τι κυκλοφορεί και να προσπαθούν να το τραβήξουν μέσα στον καπνό με το ιλουστρασιόν ανοιχτό γκρι κουστούμι τους.
Αποτελούν τη βάση συζήτησης στις παρέες με τα ελεύθερα θηλυκά, όπου συνήθως η περισσότερο ξανθιά κερδίζει. Είναι πάντα από εκείνες που δεν κατάφεραν να πιάσουν την ανθοδέσμη στη διάρκεια του πετάγματος από τη νύφη κατά την είσοδο της στο κέντρο (αμερικανόφερτο φρούτο που ακόμα μποϊκοτάρεται στα χωριά).
Δυστυχώς οι κοπέλες που δεν συνοδεύονται και προσοχή δεν είστε συγγενείς, είναι μικρή μειοψηφία και δεν μπορούν να δημιουργήσουν κατηγορία.
Τα παιδιά, οι φωτογράφοι και οι μουσικοί είναι μια ξεχωριστή οντότητα που εργάζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες και χρήζουν τον θαυμασμό όλων μας.
Τα μούλικα τρέχουν όλο χαρά γεμάτα ανάμεσα σε θείτσες και παππούδες στην αίθουσα δεξίωσης λερώνοντας με περίσσια χάρη τα πανάκριβα κουστουμάκια που τους αγόρασε ο μπαμπάς.
Οι φωτογράφοι και οι μουσικοί (ή ο ντι τζει) βγάζουν κοπιαστικά το νυχτοκάματο κινούμενοι σαν τα αιλουροειδή αποφεύγοντας λουλούδια, σπασμένα πιάτα, τον Ικαριώτικο, τις έξαλλες μαμάδες και τα γκαρσόνια.
Εάν κάτι μας ενώνει όλους, όπου και αν ανήκουμε, λίγο πριν αρχίσουν οι χοροί, είναι το φαγητό. Σημείο σταθμός που εύκολα θυμάσαι νοσταλγικά και σχολιάζεις, σπανίως θετικά, την επομένη διότι τραγούδια, ποτά και το πως βρέθηκε η καλτσοδέτα στη τσέπη σου είναι όλα μια θολούρα.
Τελικά ένας γάμος είναι μια σειρά από στιγμές που όλοι τις βιώνουμε διαφορετικά και τις χαζεύουμε μετά καρέ καρέ στις φωτογραφίες. Μέσα στη βουή, τα δαντελένια φορέματα, τα μυρωδάτα γεύματα, τις πολύχρωμες μπομπονιέρες βρίσκεις ξανά νόημα να συνεχίζεις να κοιτάς μπροστά ειδικά εάν έχεις ένα ζεστό βλέμμα να σε κοιτά, πλάι σου.
Στο χρώμα της βέρας πίνουμε κρασί και τα μάγουλα ροδίζουν και η γλώσσα λύνεται. Τότε και μόνο τότε λες εύκολα το ναι, θέλω και εγώ λίγο από τη χρυσόσκονη που έρεε στα κεφαλάκια των μελλόνυμφων, όταν άλλαζαν τα στέφανα ο κουμπάρος και η κουμπάρα.
Ξεχνάς ντέρτια και καημούς σαν χιονίσει ρύζι και μολονότι δεν είσαι ακόμα με το ένα βήμα στην εκκλησία, παίρνεις και εσύ ένα μικρό κομμάτι της χαράς πατώντας το ιερό.
Μπορεί να μην έχει έρθει η ώρα μας, να μη το γιορτάζουμε το ίδιο, να ανήκουμε σε διαφορετικές κατηγορίες ή να είμαστε μια ομάδα μόνοι μας, αλλά όταν πας σε ένα γάμο όλοι γίνονται μια μεγάλη αγκαλιά και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα χορέψεις…
Ταινία της εβδομάδας
Μέρες με μπόλικο κρύο γίνονται γόνιμες με ένα ποτήρι κρασί, το έτερον ήμισυ, καναπές – κουβέρτα και ταινίες. Υπάρχουν πάρα πολλές για το σημερινό θέμα αλλά το φιλμ «Γάμος αλά Ελληνικά, 2002» φοριέται γάντι στη περίσταση.
Η Νία Βαρντάλος με παραγωγό τη Ρίτα Γουίλσον (γυναίκα του φιλέλληνα Τομ Χανκς) έβαλε την γυναικεία ματιά μέσα στο ανδρικό βλέμμα. Έργο με πολλές κοφτές κουταλιές χιούμορ που σε ξεσηκώνει να τραγουδήσεις «να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός, να ζήσει ο κόσμος όλος…». Εύχομαι και στα δικά σας!