Μια φορά κι έναν καιρό, στο Βερολίνο, στην Γερμανία, ζούσε ένας άνθρωπος που τον λέγανε Αλμπίνους. Ήταν πλούσιος, ευυπόληπτος, ευτυχισμένος· μια μέρα, εγκατέλειψε τη γυναίκα του για μια μικρή του ερωμένη· αγάπησε, δεν αγαπήθηκε και η ζωή του τέλειωσε ολέθρια.
Κοντολογίς αυτή είναι η ιστορία και ίσως να την αφήναμε έτσι, αν η αφήγησή της δεν ήταν ευχάριστη και διδακτική: ωστόσο, αν και ο χώρος μιας ταφόπετρας είναι αρκετός για να χωρέσει, φραγμένη απ’ άγρια χόρτα, την περίληψη μιας ανθρώπινης ζωής, οι λεπτομέρειες πάντα είναι καλοδεχούμενες.
Μια νύχτα λοιπόν, ο Αλμπίνους έτυχε να έχει μια θαυμάσια ιδέα. Για να πούμε την αλήθεια, δική του τελείως δεν ήταν, θύμιζε κάποια φράση του Κόνραντ (όχι του διάσημου Πωλ, αλλά του Ούντο Κόνραντ, που έγραψε τις αναμνήσεις ενός αφηρημένου κι εκείνο το άλλο για το γέρο ταχυδακτυλουργό, που εξαφάνισε τον εαυτό του πάνω στο καλλίτερό του νούμερο). Εν πάση περιπτώσει, αυτός με το να του αρέσει και να την σκέφτεται, την έκανε δίκιά του, την άφησε να μεγαλώσει μέσα του και έτσι να του κυριέψει τον νου. Σαν τεχνοκριτικός που ήταν και εί- δικός στους πίνακες ζωγραφικής, συχνά διασκέδαζε αγοράζοντας τοπία και πορτραίτα, υπογεγραμμένα από διάφορους μεγάλους ζωγράφους, που τα έβρισκε τυχαία ο ίδιος: όλη η ζωή του είχε γίνει μια γκαλερί έργων τέχνης, όλα τους υπέροχες απομιμήσεις. ‘Επειτα, μια νύχτα, κι ενώ έδινε στο πολυμαθές του μυαλό μια ανάπαυλα γράφοντας κάποιο αρθράκι (όχι τίποτα σπουδαίο, δεν ήταν ιδιαίτερα προικισμένος άνθρωπος) πάνω στην τέχνη του κινηματογράφου, του ήρθε αυτή η ιδέα.
Είχε σχέση με έγχρωμα κινούμενα σχέδια που τότε
μόλις είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Σκέ- φτηκε λοιπόν, πόσο μαγευτικό θα ήταν, αν χρησιμοποιούσε σ’ αυτήν την μέθοδο διάσημους πίνακες, τους πρόβαλλε στην οθόνη κι έπειτα τους έδινε ζωή —κίνηση και χειρονομία να εξελίσσονται γραφικά, σε απόλυτη αρμονία με την στατική τους κατάσταση στον πίνακα.
Για παράδειγμα, κάποιο καπηλειό με μικροσκοπι- κούς ανθρώπους καθισμένους γύρω από ξύλινα τραπέζια να πίνουν μακάρια και την ηλιόφωτη έποψη μιας αυλής με τ’ άλογα σελωμένα, ξαφνικά να ζωντανεύουν, εκείνος ο μικρόσωπος άνδρας στα κόκκινα ν’ αφήνει την κούπα του στο τραπέζι, το κορίτσι με τον δίσκο να τριγυρνά ελεύθερα και την κότα στο κατώφλι ν’ αρχίζει το τσιμπο- λόγημα. Αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί προβάλλοντας έπειτα ένα τοπίο του ίδιου του ζωγράφου με ίσως συννεφιασμένο ουρανό, ένα παγωμένο κανάλι και άτομα με κομψά παγοπέδιλα εκείνης της εποχής, να γλιστρούν ανάλαφρα στις παλιομοδίτικες καμπύλες που προβάλλονταν στον πίνακα· ή κάποιον βρεγμένο δρόμο με ομίχλη κι ένα ζευγάρι καβαλάρηδων. Τελικά να επανέρχεται στην ίδια ταβέρνα, να ξαναβάζει σιγά, σιγά τις φιγούρες και τον φωτισμό στην ίδια σειρά, να τις τοποθετεί έτσι που να συζητούν και όλα να τελειώνουν με την πρώτη εικόνα. Έπειτα επίσης θα μπορούσε να δοκιμάσει με τους Ιταλούς. Μια γκριζογάλανη φιγούρα ενός λόφου για φόντο, κάποιο ελικοειδές μονοπάτι και μια μικρή ομάδα οδοιπόρων που ξετυλίγεται αργά καθώς ανεβαίνει. Και ακόμα ίσως θρησκευτικά θέματα, όμως μόνο εκείνα με τις μικρο- σκοπικές φιγούρες. Και ο σχεδιαστής θα έπρεπε όχι μόνο να έχει βαθιά γνώση του συγκεκριμένου ζωγράφου και της περιόδου του, αλλά να διαθέτει και αρκετό ταλέντο ώστε να αποφεύγει κάθε μπέρδεμα ανάμεσα στην παρα- γόμενη κίνηση και σ’ εκείνη που είχε δώσει ο παλιός δάσκαλος. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξελιχθούν όλα όπως ακριβώς ήταν στον πίνακα. Ω! σίγουρα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και τα χρώματα… θα πρέπει να είναι περισσότερο εξεζητημένα από εκείνα των κινούμενων σχεδίων. Πόσα όμορφα πράγματα θα μπορούσαν να ειπωθούν! Το όραμα ενός καλλιτέχνη, το χαρούμενο ταξίδι ματιού και πινέλου και ένας κόσμος φτιαγμένος με τον τρόπο εκείνου του καλλιτέχνη, πλημμυρισμένος απ’ τους τόνους που αυτός ο ίδιος είχε βρει.
Μετά από λίγο καιρό, έτυχε να μιλήσει γι’ αυτό σ’ έναν παραγωγό ταινιών, όμως εκείνος δεν έδειξε να ενθουσιάζεται καθόλου. Αντίθετα, είπε ότι αυτό θα συνεπά- γετο μία πολύ ευαίσθητη καλλιτεχνική εργασία και νέες βελτιώσεις στην μέθοδο των κινουμένων, και θα κόστιζε πάρα πολλά χρήματα· είπε επίσης, ότι μια τέτοια ταινία, εξαιτίας του κοπιαστικού της σχεδιάσματος, λογικά δεν θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από λίγα λεπτά· ότι ακόμα και τότε, ο περισσότερος κόσμος θα έπληττε μέχρι θανάτου και ότι γενικά θα ήταν αποτυχία.
Έπειτα ο Αλμπίνους συζήτησε πάλι γι’ αυτό μ’ έναν άλλον άνθρωπο του κινηματογράφου, όμως κι αυτός επίσης γέλασε με την όλη υπόθεση.
«Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με κάτι τελείως απλό», είπε ο Αλμπίνους, «ένα χρωματιστό παράθυρο που ζωντανεύει, κάποιο κινούμενο οικόσημο, ένα ή δυο μικρο- σκοπικούς άγιους».
«Λυπάμαι, αλλά δεν αξίζει», απάντησε αυτός. «Δεν μπορούμε να διακινδυνέψουμε με γνωστούς πίνακες».
Όμως ο Αλμπίνους παρέμενε προσκολλημένος στην ιδέα του. Τελικά έμαθε για έναν έξυπνο τύπο, τον Άξελ Ρεξ, ο οποίος ήταν μοναδικός στις πρωτοτυπίες — είχε, για την ακρίβεια, σχεδιάσει ένα περσικό ρομάντζο που ικανοποίησε τους διανοούμενους του Παρισιού και κατέστρεψε τον άνθρωπο που το είχε χρηματοδοτήσει. Ο Αλμπίνους προσπάθησε να τον βρει, αλλά έμαθε ότι είχε μόλις φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έκανε σκίτσα για ένα εικονογραφημένο περιοδικό. Έπειτα από μερικό καιρό ο Αλμπίνους κατάφερε να έρθει σ’ επαφή μαζί του και ο Ρεξ έδειξε να ενδιαφέρεται.
Μια ορισμένη μέρα του Μάρτη, ο Αλμπίνους έλαβε ένα μεγάλο γράμμα απ’ αυτόν, που όμως συνέπεσε με μια ξαφνική κρίση στην ιδιωτική — την πάρα πολύ ιδιωτική — ζωή του Αλμπινους, έτσι η θαυμάσια αυτή ιδέα η οποία διαφορετικά μπορεί να παρέμενε απραγματοποίητη και ίσως είχε βρει έναν τοίχο για να γαντζωθεί και ν’ ανθίσει, χλώμιασε παράξενα και ζάρωσε κατά την διάρκεια της τελευταίας εβδομάδος.
Ο Ρεξ έγραφε πως ήταν ανώφελο να επιμένέι προσπαθώντας να δελεάσει τους ανθρώπους του Χόλυγουντ και πρότεινε στον Αλμπινους, επειδή αυτός ο τελευταίος ήταν άνθρωπος με οικονομική άνεση, να χρηματοδοτήσει ο ίδιος την ιδέα του· σ’ αυτή την περίπτωση, ο Ρεξ θα δεχόταν μία άλφα αμοιβή (κάποιο αρχικό ποσό), το μισό στην αρχή, για να σχεδιάσει ένα φιλμ απ’ τον Μπρούγκελ — τις «Παροιμίες» για παράδειγμα, ή οτιδήποτε άλλο θα άρεσε στον Αλμπινους για ν’ αρχίσει.
«Αν ήμουν στην θέση σου», παρατήρησε ο Πωλ, ο κουνιάδος του Αλμπινους, ένας άντρας χοντρός, που κυκλοφορούσε πάντα με δυο στιλό που εξείχαν απ’ την τσέπη του, και που είχε την φήμη του καλλίτερου ανθρώπου, «θα το διακινδύνευα. Οι συνηθισμένες ταινίες κοστίζουν περισσότερο — εννοώ εκείνες με πολέμους και κτίρια που καταρρέουν».
«Μην επιστρέφεις στα ίδια σε παρακαλώ, δεν έχω διάθεση».
«Μου φαίνεται πως μετάνιωσες», έκανε ο Πωλ ρουφώντας το πούρο του, «έλεγες πως σκόπευες να θυσιάσεις κάποιο σημαντικό ποσό ελάχιστα μικρότερο από την αμοιβή που σου ζητά εκείνος. Γιατί, τι σου συμβαίνει; Δεν φαίνεσαι και τόσο ενθουσιασμένος όπως πριν από λίγο καιρό. Μήπως σκέφτεσαι να τα παρατήσεις;»
«Δεν νομίζω, δεν ξέρω. Είναι η πρακτική του πλευρά που με κάνει και βαριέμαι, διαφορετικά εξακολουθεί να μ’ αρέσει αυτή η ιδέα».
«Για ποια ιδέα λες;» ρώτησε η Ελισάβετ, η γυναίκα του Αλμπινους.
Η συνήθειά της αυτή να ρωτά για θέματα που είχαν συζητηθεί πολλές φορές μπροστά της, οφειλόταν πιο πολύ
στην νευρικότητα της παρά στην απροσεξία της. Συχνά πετούσε, έτσι στην τύχη, καμιά αφηρημένη ερώτηση, πριν ακόμα τελειώσει ο άλλος, ενώ πάντα ήξερε ότι μπορούσε ν’ απαντήσει η ίδια το ίδιο σωστά στην ερώτησή της. Ο άντρας της που ήξερε καλά αυτήν της την συνήθεια, δεν νεύριαζε ποτέ, συγκινιόταν μάλιστα και διασκέδαζε. Συνέχιζε την κουβέντα του μ’ ένα καρτερικό χαμόγελο μέχρι που πια στο. τέλος, μόλις έκανε την ερώτηση, έδινε και την απάντηση μόνη της.
Ωστόσο, την ημέρα εκείνη, μια μαρτιάτικη μέρα, ο Αλμπίνους ήταν σε τέτοια κατάσταση εκνευρισμού, σύγχυσης και μιζέριας, που τον έπιασε φοβερός θυμός.
«Μα τι σε πιάνει λοιπόν; Θα ’λεγε κανείς πως έπεσες απ’ το φεγγάρι», της φώναξε.
Τότε η γυναίκα του του είπε με μια μικρή κίνηση. «Α, ναι, θυμάμαι. Όχι τόσο γρήγορα παιδί μου, όχι τόσο γρήγορα!» έκανε αμέσως μετά γυρίζοντας προς την μικρή Ίρμα που καταβρόχθιζε λαίμαργα την κρέμα σοκολάτα της.
«Σκέφτομαι», άρχισε ο Πωλ, ρουφώντας το πούρο του, «πως κάθε καινούρια ανακάλυψη…»
Ο Αλμπίνους συλλογίστηκε: «Μα τι διάβολο με νοιάζει εμένα αυτός ο Ρεξ, οι αντιλήψεις του Πωλ και η κρέμα σοκολάτα της μικρής… Εγώ τρελαίνομαι και δεν το ξέρει κανένας. Και δεν τα καταφέρνω να συμμαζευτώ, μάταιη προσπάθεια, και αύριο θα πάω πάλι να καθίσω σαν ηλίθιος σ’ εκείνο το σκοτάδι… απίστευτο».
Πραγματικά ήταν απίστευτο, αν σκεφτεί κανείς πως μέσα σ’ ένα διάστημα εννιά χρόνων συζυγικής ζωής, ο Αλμπίνους δεν είχε ποτέ, ποτέ…
«Κατά βάθος», σκέφτηκε, «θα έπρεπε να τα πω όλα στην Ελισάβετ– ή μπορεί και να μην της πω απολύτως τίποτα αλλά να φύγω για λίγο καιρό μαζί της για κάποιο ταξίδι ή να πάω σε κάποιον ψυχαναλυτή· ή τέλος…»
Τι ανόητη σκέψη! Δεν μπορούμε παρ’ όλα αυτά να πάρουμε ένα περίστροφο και να σκοτώσουμε μια άγνωστη μόνο και μόνο γιατί μας αρέσει!
Ο Αλμπίνους ποτέ· δεν ήταν τυχερός στον έρωτα. Παρ’ όλη την ευχάριστη όψη του και τους καλούς του τρόπους, τη ζωηρότητα της ομιλίας του (τραύλιζε λίγο μα αυτό έδινε μια απρόβλεπτη χάρη στην συζήτηση) και τέλος, παρ’ όλη την κτηματική περιουσία του και τα χρήματα που είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του, δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα με τις γυναίκες.
Όταν ήταν ακόμα φοιτητής είχε μια σχέση με μια μελαγχολική γηραιά κυρία, που αργότερα, κατά την διάρκεια του πολέμου, του έστελνε στο μέτωπο μωβ σοσόνια, μάλλινες φανέλες, και τεράστια παθιασμένα γράμματα, γραμμένα με σκληρό, δυσανάγνωστο χαρακτήρα σε χοντρό χαρτί. Ύστερα ακολούθησε εκείνη η υπόθεση με την γυναίκα του χερ προφέσορ, που συνάντησε στον Ρήνο: ήταν χαριτωμένη — από ειδική γωνία όμως και με κατάλληλο φωτισμό — αλλά τόσο ψυχρή και ντροπαλή που γρήγορα την παράτησε. Τέλος, λίγο πριν τον γάμο του, γνώρισε στο Βερολίνο μια ισχνή, μελαγχολική γυναίκα. Τον συναντούσε κάθε Σάββατο βράδυ και το ’χε συνήθειο να του διηγείται λεπτομερώς το παρελθόν της. Επαναλάμβανε το ίδιο καταραμένο πράγμα πάλι και πάλι, αναστέναζε βαριά στην αγκαλιά του και πάντα ο κύκλος ολοκληρωνόταν με μια φράση γαλλική που ήξερε: «θ’ est la vie». Λάθη, αναζητήσεις, απογοήτευση· ο θεός του έρωτα • που τον προστάτευε, θα ήταν γρουσούζης και χωρίς φαντασία. 1 Ιαράλληλα μ’ αυτά τα λειψά ρομάντζα υπήρξαν κι άλλες χιλιάδες κοπελιές, που τις είχε ονειρευτεί χωρίς ποτέ όμως να καταφέρει να τις γνωρίσει: είχαν γλιστρήσει από μπροστά του αφήνοντάς του για μια δυο μέρες εκείνη την απελπισμένη αίσθηση του χαμού.
Παντρεύτηκε, όμως, αν και κατά κάποιο τρόπο αγαπούσε την Ελισάβετ, αυτή απέτυχε να του δώσει την συγκίνηση που ποθούσε όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν κόρη ενός διάσημου διευθυντή θεάτρου, ένα λυγερό, ξανθόμαλ- ‘λο κορίτσι με άχρωμα μάτια και μικρά σπυράκια στη βά-
ση της μύτης της. Το δέρμα της ήταν τόσο ευαίσθητο που η παραμικρή επαφή με οτιδήποτε, άφηνε επάνω του κόκκινα σημάδια.
Την παντρεύτηκε, μόνο γιατί έτσι έτυχε να έρθουν τα πράγματα. Ένα ταξιδάκι στα βουνά, συντροφιά μ’ εκείνην, τον χοντρό αδελφό της και μια αξιοσημείωτα αθλητική εξαδέλφη της που, δόξα το θεό, έσπασε το πόδι της στην Ποντρεζίνα και τους άφησε χρόνους, στάθηκε αφορμή για την ένωσή τους. Υπήρχε κάτι τόσο κομψό, τόσο αέρινο στην Ελισάβετ, και γελούσε τόσο όμορφα. Παντρεύτηκαν στο Μόναχο για ν’ αποφύγουν την επιδρομή από τους χιλιάδες Βερολινέζους γνωστούς τους. Οι καρυδιές ήταν ανθισμένες. Ένας απ’ τους σερβιτόρους στο ξενοδοχείο που πήγαν ήξερε επτά γλώσσες. Η Ελισάβετ φανέρωσε μια τρυφερή μικρούλα ουλή — ενθύμιο σκωληκοειδίτιδας.
Ήταν πειθήνια και ευγενική και ο έρωτάς της ήσυχος· όμως πότε πότε είχε κάτι ξεσπάσματα πάθους κι αυτές τις στιγμές ο Αλμπίνους συλλογιζόταν πως δεν είχε την ανάγκη καμιάς άλλης γυναίκας.
Όταν έμεινε έγκυος τα μάτια της πήραν μια απλανή έκφραση ικανοποίησης, περπατούσε με μικρά προσεκτικά βηματάκια και καταβρόχθιζε χούφτες χιόνι,’βιαστικά, όταν δεν την έβλεπε κανείς. Ο Αλμπίνους την πρόσεχε όσο μπορούσε καλλίτερα· την έπαιρνε σε μακρινούς αργούς περιπάτους, την έστελνε να κοιμάται νωρίς, και την πρόσεχε μήπως κτυπήσει στα διάφορα έπιπλα του σπιτιού. Όμως την νύχτα, σαν έπεφτε να κοιμηθεί, ονειρευόταν νεαρές πανέμορφες κοπελιές, ολόγυμνες, ξαπλωμένες σ’ ερημικές ακτές και τον έπιανε ξαφνικά τρόμος μήπως και τον τσακώσει η γυναίκα του. Το πρωί, η Ελισάβετ μελετούσε το πρησμένο της κορμί στον καθρέφτη, και χαμογελούσε: ένα ικανοποιημένο και μυστηριώσες χαμόγελο. Τελικά την μετέφεραν σε μια κλινική και ο Αλμπίνους πέρασε μόνος τρεις βδομάδες, αγωνιώντας και μην ξέροντας τι να κάνει τον εαυτό του. Τον βασάνιζαν δυο σκέψεις ταυτόχρονα. Η μια ήταν πως μπορούσε να πεθάνει η γυναίκα του και η άλλη πως κάποιος άλλος, αποφασιστικότερος απ’ αυτόν, θα μπορούσε να έβρισκε μια κοπέλα σε κανένα μπαρ και να την πάρει στο άδειο του δωμάτιο.
Επιτέλους, θα γεννιόταν ποτέ αυτό το παιδί; Ο Αλ- . μπίνους πηγαινοερχόταν στο μακρύ, ασπροπλυμένο, ασπροβαμμένο διάδρομο μ’ εκείνον τον εφιαλτικό φοίνικα σε μια γλάστρα στην κορφή της σκάλας· τον μισούσε, μισούσε την απελπιστική ασπρίλα του χώρου και τις υπερκινητικές νοσοκόμες με τα χοντροκομμένα αστεία και τα λευκά φτερωτά κεφάλια που διαρκώς προσπαθούσαν να τον βάλουν να καθίσει. Τελικά εμφανίστηκε ο βοηθός και είπε βλοσηρά: «Τελειώσαμε». Μπροστά στα μάτια του Αλμπίνους εμφανίστηκε μια ψιλή μαύρη βροχή σαν το φτερούγισμα σε μερικά πολύ παλιά φιλμς. Έτρεξε γρήγορα στον θάλαμο όπου πληροφορήθηκε ότι η Ελισάβετ είχε γεννήσει κανονικά.
Το μωρό, ένα κοριτσάκι, ήταν στην αρχή κόκκινο και ρυτιδιασμένο σαν ξεφουσκωμένο μπαλόνι. Σύντομα πάντως το πρόσωπό του πάχυνε και μετά ένα χρόνο άρχισε και να μιλά. Τώρα, στα οχτώ χρόνια του, ήταν πολύ πιο σιωπηλό, γιατί είχε κληρονομήσει κάτι απ’ τον χαρακτήρα της μητέρας του, μέ μια όλως διόλου ιδιαίτερη ευθυμία, λίγο ενοχλητική ίσως — την ευθυμία του ανθρώπου που διασκεδάζει διακριτικά μόνος του με την ίδια του την ύπαρξη.
Και στην διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Αλμπίνους παρέμενε πιστός, με τα διχασμένα συναισθήματά του να τον τυραννούν. Αισθανόταν ότι αγαπούσε την γυναίκα του ειλικρινά, τρυφερά — τόσο, για την ακρίβεια, όσο ήταν ικανός ν’ αγαπήσει έναν άνθρωπο· και ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί της σε όλα εκτός από εκείνην την κρυφή επιθυμία, εκείνο το ηλίθιο όνειρο που του χαλούσε την ηρεμία. Αυτή διάβαζε όλα του τα γράμματα, και αυτά που λάβαινε και αυτά που έστελνε γιατί ήταν περίεργη. Έκαναν μερικά πολύ ευχάριστα ταξιδάκια στο εξωτερικό, και πέρασαν όμορφες βραδιές στο σπίτι τους, καθισμένοι στο μπαλκόνι ψηλά, πάνω απ’ τους μπλε δρόμους με τα ηλεκτρικά καλώδια και τις καπνοδόχους, ζωγραφισμένα λες με σινική μελάνη πάνω στο ηλιοβασίλεμα, κι αυτός συλλογιζόταν ότι ήταν πράγματι ευτυχισμένος πέρα απ’ τις ερημιές του.
Ένα απόγευμα (μια βδομάδα πριν απ’ τη συζήτηση για τον Άξελ Ρεξ) ενώ πήγαινε σε κάποιο καφενείο όπου είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού, παρατήρησε ότι το ρολόι του πήγαινε αδικαιολόγητα μπροστά (άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά) και ότι είχε μια ολόκληρη ώρα, μια δωρεάν προσφορά που έπρεπε κάπως να χρησιμοποιηθεί. Φυσικά ήταν παράλογο να επιστρέφει στο σπίτι του στην άλλη άκρη της πόλης, ούτε όμως ήταν διατεθειμένος να καθίσει και να περιμένει: τον ενοχλούσε πάντα το θέαμα των άλλων αντρών με φιλενάδες. Τριγύριζε άσκοπα: πλησίασε κάποιον κινηματογράφο. Τα φώτα του έριχναν άλικες λάμψεις στο χιόνι. Έριξε μια ματιά στην αφίσα (παρουσίαζε έναν άντρα που κοιτούσε σ’ ένα παράθυρο όπου βρισκόταν ένα παιδί με νυχτικά), δίσταζε, και αγόρασε εισιτήριο.
Μόλις και μετά βίας είχε περάσει στο βελουδένιο σκοτάδι όταν η οβάλ αχτίδα ενός ηλεκτρικού φαναριού γλίστρησε προς το μέρος του (όπως συμβαίνει συνήθως) και το ίδιο γρήγορα και μαλακά τον οδήγησε κάτω στον σκοτεινό και ελαφρά κατηφορικό διάδρομο. Καθώς το φως έπεσε στο εισιτήριο που κρατούσε, ο Αλμπίνους πρόσεξε το σκυμμένο πρόσωπο του κοριτσιού και έπειτα, καθώς περπατούσε πίσω της, διέκρινε αμυδρά την αιθέρια σιλουέτα της και την αρμονία των κινήσεών της. Ενώ τα- κτοποιόταν στην πολυθρόνα του κοίταξε προς το μέρος της. Είδε την λάμψη ενός ματιού καθώς το φως τυχαία έπεφτε επάνω του, και το χυτό περίγραμμα του προφίλ της που έμοιαζε ζωγραφισμένο από μεγάλο καλλιτέχνη. Δεν υπήρχε τίποτα ασυνήθιστο σ’ όλα αυτά: τέτοια πράγματα είχαν συμβεί και παλιότερα σ’ εκείνον και ήξερε ότι ήταν παράλογο ν’ ασχολείται περισσότερο μαζί τους. Εκείνη απομακρύνθηκε και χάθηκε στο σκοτάδι κι ένιωσε ξαφνικά μόνος και λυπημένος. Είχε έρθει στο τέλος του έργου: κάποιο κορίτσι υποχωρούσε μέσα σ’ αναποδογυρισμένα έπιπλα μπροστά σ’ έναν μασκοφορεμένο άντρα με πιστόλι. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να παρακολουθήσει γεγονότα που δεν μπορούσε να καταλάβει αφού δεν είχε δει την αρχή τους.
Στο διάλειμμα, μόλις τα φώτα άναψαν, την πρόσεξε ξανά: στεκόταν στην έξοδο δίπλα από μια φρικιαστική μωβ κουρτίνα που μόλις είχε τραβήξει στην άκρη, και το πλήθος που έβγαινε στριμωχνόταν μπροστά της. Είχε το χέρι στην τσέπη της κοντής, κεντημένης ποδιάς της και το μαύρο της φουστάνι εφάρμοζε πολύ σφιχτά στους ώμους και στο στήθος της. Κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της σχεδόν τρομοκρατημένος. Ήταν ένα ωχρό, σκυθρωπό, εκθαμβωτικά όμορφο πρόσωπο. Μάντεψε ότι θα ’πρεπε να είναι γύρω στα δεκαοχτώ.
‘Υστερα, όταν είχε σχεδόν αδειάσει η αίθουσα και καινούριος κόσμος άρχισε να μετακινείται στα πλάγια κατά μήκος της σειράς, πέρασε δίπλα του χιλιάδες φορές, όμως αυτός στρεφόταν αλλού γιατί τον πονούσε να την κοιτάξει, γιατί δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται πόσες φορές η ομορφιά — ή ό,τι εκείνος ονόμαζε ομορφιά — είχε περάσει δίπλα του και εξαφανιστεί.
Για άλλο ένα μισάωρο κάθισε στο σκοτάδι, και στύλωσε τα προεξέχοντα μάτια του στην οθόνη. Έπειτα σηκώθηκε και προχώρησε προς την έξοδο. Αυτή τράβηξε τις κουρτίνες δίπλα του, και ακούστηκε ο ελαφρύς θόρυβος που έκαναν οι ξύλινοι κρίκοι.
«Θα ήθελα να την κοιτάξω», σκέφτηκε άκεφα ο Αλμπίνους.
Του φάνηκε πως σούφρωσαν λίγο τα χείλια της. ‘Υστερα εκείνη άφησε την κουρτίνα να πέσει.
Μπήκε σ’ ένα λάκκο με κόκκινη λάσπη· το χιόνι έλιωνε, η νύχτα ήταν υγρή, με τ’ άχρωμα φώτα του δρόμου όλα εξασθένιζαν και διαλυόντουσαν. «Άργκους» — ωραίο όνομα για κινηματογράφο.
Έπειτα από τρεις μέρες δεν μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο. Ένιωσε γελοία αναστατωμένος καθώς έμπαινε στην αίθουσα —για μια ακόμα φορά στην μέση από κάτι—. Όλα έγιναν ακριβώς όπως την πρώτη φορά: το γλίστρημα του φαναριού, τα λοξά μάτια όπως των παρθένων του Λουίνι, το γρήγορο βάδισμα στο σκοτάδι, η χαριτωμένη κίνηση του χεριού καθώς έσειρε την κουρτίνα στο πλάι. «Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα ήξερε τι να κάνει», σκέφτηκε ο Αλμπίνους. Ένα αυτοκίνητο στροβιλιζόταν κατεβαίνοντας έναν λείο δρόμο με κλειστές σαν φουρκέτα στροφές ανάμεσα σε γκρεμούς και αβύσσους.
Φεύγοντας, προσπάθησε να συλλάβει το βλέμμα της, δεν τα κατάφερε. Έξω υπήρχε μια σταθερή νεροποντή και το πεζοδρόμιο είχε κόκκινες ανταύγειες.
Εάν δεν είχε πάει εκεί αυτήν την δεύτερη φορά ίσως να μπορούσε να ξεχάσει αυτό το φάντασμα της περιπέτειας, της ομορφιάς που χάνεται. Όμως τώρα ήταν πια πολύ αργά. Πήγε εκεί μια τρίτη φορά σταθερά αποφασισμένος να της χαμογελάσει —τι απελπισμένο διαβολικό βλέμμα θα μπορούσε να ήταν εάν το είχε καταφέρει. Όπως έγινε, η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά όταν έφτασε, που έχασε την ευκαιρία.
Και την επομένη ήρθε ο Πωλ για φαγητό, συζήτησαν την υπόθεση Ρεξ, η μικρή Ίρμα καταβρόχθισε την κρέμα σοκολάτα, και η Ελισάβετ έκανε τις συνηθισμένες άτοπες ερωτήσεις της.
«Μόλις έπεσες απ’ το φεγγάρι;» ρώτησε κι έπειτα προσπάθησε να διορθώσει μ’ ένα αργοπορημένο χαμόγελο.
Μετά το δείπνο κάθισε πλάι στην γυναίκα του στον καναπέ και της έδινε μικρά φιλάκια ενώ εκείνη ξεφύλλιζε ένα γυναικείο περιοδικό.
«Στο διάβολο όλα, είμαι ευτυχισμένος, τι θέλω περισσότερο;» συλλογιζόταν. «Εκείνο το πλάσμα που ξεγλιστρούσε μες στο σκοτάδι… θα ’θελα να της στρίψω τον υπέροχο λαιμό της. Τέλος πάντων, για μένα είναι νεκρή όπως και να ’χει. Δεν πρόκειται να ξαναπάω ποτέ πια εκεί».
Λεγόταν Μαργκότ Πέτερς. Ο πατέρας της ήταν θυρωρός του οποίου τα νεύρα είχαν πάθει από μία οβίδα στον πόλεμο: το γκρίζο κεφάλι του τιναζόταν αδιάκοπα σαν σταθερή επιβεβαίωση λύπης και παράπονου, και ξε- σπούσε βίαια στην παραμικρή πρόκληση. Η μητέρα της ήταν νέα ακόμα αλλά κι αυτή συντριμμένη —μια χοντροκομμένη σκληρή γυναίκα που η κόκκινη παλάμη της ήταν σωστό κέρας της Αμάλθειας απ’ τις φουσκάλες. Φορούσε συνεχώς ένα μαντίλι για να προφυλάσσει τα μαλλιά της απ’ την σκόνη όταν δούλευε, όμως έπειτα απ’ την γενική καθαριότητα του Σαββάτου —που γινόταν κυρίως με την βοήθεια μιας ηλεκτρικής σκούπας έξυπνα συνδεμένης στο ασανσέρ— ντυνόταν και εξορμούσε για επισκέψεις. Οι ένοικοι δεν την συμπαθούσαν εξαιτίας της αυθάδειάς της και του άσχημου τρόπου που είχε όταν διέταζε τον κόσμο να σκουπίζει τα πόδια του στο χαλί. Η σκάλα ήταν το είδωλο της ύπαρξής της —όχι σαν κάποιο σύμβολο για ένδοξη ανάβαση, αλλά σαν ένα πράγμα που πρέπει να φυλάγεται καλογυαλισμένο. Ο χειρότερος εφιάλτης της τις νύχτες, ήταν μια σειρά απο κάτασπρες σκάλες μ’ ένα μαύρο ίχνος από κάποια μπότα δεξιά πρώτα, κι έπειτα αριστερά, έπειτα ξανά δεξιά, κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι πάνω στο κεφαλόσκαλο. Μια στ’ αλήθεια δυστυχισμένη γυναίκα.
Ο Όττο, ο αδελφός της Μαργκότ, ήταν μεγαλύτερος απ’ αυτήν κατά τρία χρόνια. Δούλευε σε κάποια φάμπρικα για ποδήλατα, απεχθανόταν τον ήσυχο ρεπουμπλι- κανισμό του πατέρα του, και μιλούσε συνεχώς για τα πολιτικά στην παμπ της γειτονιάς· συχνά δήλωνε χτυπώντας την γροθιά του στο τραπέζι: «το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει ο άνθρωπος είναι γεμάτη κοιλιά». Αυτή ήταν η αρχή του —απόλυτα σωστή εξάλλου.
Όταν η Μαργκότ ήταν μικρή, της άρεσε το σχολείο· εκεί τα χαστούκια έπεφταν πιο αραιά απ’ ό,τι στο σπίτι. Η πιο συνηθισμένη αμυντική κίνηση ενός παιδιού είναι
ένα μικρό ξαφνιασμένο πήδημα· η δική της ήταν ένα απότομο ανασήκωμα του αριστερού της αγκώνα για να προ- φυλάξει το πρόσωπό της. Παρ’ όλα αυτά, εξελίχτηκε μεγαλώνοντας σ’ ένα εξαίσιο και πανέξυπνο κορίτσι. Από μόλις οκτώ χρονών έπαιρνε μέρος στα σαματατζίδικα ποδοσφαιρικά παιχνίδια των χαμινιών καταμεσής του δρόμου. Στα δέκα της, έμαθε να καβαλά το ποδήλατο του αδελφού της. Ξεμανίκωτη, με την μαύρη αλογοουρά της ν’ ανεμίζει, όργωνε πάνω κάτω τον δρόμο– έπειτα σταματούσε ακουμπώντας σκεπτική το ένα της πόδι στο πεζοδρόμιο. Στα δώδεκά της ηρέμησε κάπως. Εκείνες ήταν οι μέρες που δεν της άρεσε τίποτα περισσότερο απ’ το να στέκεται στην πόρτα και να κουβεντιάζει ψιθυριστά με την κόρη του καβουρνιάρη, κουτσομπολεύοντας τις γυναικείες επισκέψεις των ενοίκων ή να παρατηρεί εκείνες που περνούσαν προσέχοντας τα φουστάνια και τα καπέλα τους. Μια φορά βρήκε στην σκάλα μια κουρελιασμένη τσάντα που είχε μέσα ένα σαπούνι με μια κατσαρή τρίχα κολλημένη επάνω του, και μισή ντουζίνα από κάτι πολύ παράξενες φωτογραφίες. Σε μια άλλη περίσταση το κοκ- κινόμαλλο αγόρι που συνήθιζε να της βάζει τρικλοποδιές πάνω στο παιχνίδι, την φίλησε στο λαιμό. ‘Υστερα, μια νύχτα είχε έναν υστερικό παροξυσμό, που τον ξεπέρασε μ’ ένα γερό κατάβρεγμα κι ένα ηχηρό χαστούκι.
‘Ενα χρόνο μετά είχε αξιοσημείωτα ομορφύνει, φορούσε ένα κόκκινο κοντό φουστάνι, και τρελαινόταν για τον κινηματογράφο. Αργότερα θυμόταν αυτήν την περίοδο της ζωής της μ’ ένα καταθλιπτικό συναίσθημα —τα φωτεινά, ζεστά, ήρεμα δειλινά– ο ήχος απ’ τα ρολά των μαγαζιών που κλείνουν– ο πατέρας της που κάθεται καβαλικευτά στην καρέκλα έξω απ’ την πόρτα τους και καπνίζει την πίπα του τινάζοντας συνεχώς το κεφάλι του– η μητέρα της, με τα χέρια στην μέση– το λιλά λεωφορείο της γραμμής στον αυτοκινητόδρομο– η φράου φον Μπροκ που επιστρέφει στο σπίτι με τα ψώνια της σ’ ένα πράσινο δίχτυ– και η Μάρθα, η υπηρέτρια, που περιμένει στην διάβαση με το κυνηγόσκυλο και τα δυο σγουρόμαλλα φοξ τε- ριέ… Σκοτεινιάζει. Να ο αδελφός της που πλησιάζει με δυο μεγαλόσωμους φίλους του, την περιτριγυρίζουν, την σπρώχνουν και την τραβούν απ’ τα γυμνά της μπράτσα. Του ενός τα μάτια ολόιδια με τα μάτια του ηθοποιού Βάιτ. Ο δρόμος λουσμένος σ’ ένα κίτρινο φως σιγά σιγά γαληνεύει. Μόνο στο απέναντι μπαλκόνι δυο άντρες με φαλακρά σαν γλόμπους κεφάλια παίζουν χαρτιά, ό,τι λένε ακούγεται ξεκάθαρα.
Μόλις στα δεκάξι, έπιασε φιλίες με την πωλήτρια του μικρού μαγαζιού στην γωνία. Αυτή είχε μια αδελφή που έβγαζε αρκετά χρήματα κάνοντας το μοντέλο σ’ ένα ζωγράφο. Έτσι η Μαργκότ ονειρευόταν να γίνει μοντέλο, και αργότερα αστέρας του κινηματογράφου. Αυτή η απότομη εξέλιξη τής φαινόταν τελείως απλή υπόθεση: ο ουρανός ήταν εκεί, έτοιμος για τ’ αστέρι της. Την ίδια περίπου περίοδο, έμαθε να χορεύει, και πότε πότε πήγαινε με την φίλη της στην αίθουσα χορού «Ο Παράδεισος», όπου ηλικιωμένοι κύριοι τής έκαναν διάφορες προτάσεις στα ίσια μέσα στους θορύβους και το κλαψούρισμα μιας ορχήστρας της τζαζ.
Κάποια μέρα, καθώς στεκόταν στην μεριά του δρόμου, ένας νεαρός με κόκκινη μοτοσικλέτα, που τον είχε ήδη προσέξει μια δυο φορές, σταμάτησε δίπλα της και της πρότεινε μια βόλτα. Είχε μαλλιά σαν λινάρι, χτενισμένα προς τα πίσω και το πουκάμισο κυμάτιζε πίσω του γεμάτο ακόμα απ’ τον άνεμο που είχε μαζέψει. Αυτή χαμογέλασε, καβάλησε πίσω του, έστρωσε την φούστα της, και την επόμενη στιγμή ταξίδευαν με τρομερή ταχύτητα και την γραβάτα του ν’ ανεμίζει στο πρόσωπό της. Πήγαν έξω απ’ την πόλη κι εκεί σταμάτησε. Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι, σύννεφα από μυγίτσες στριφογυρνούσαν στον αέρα. Όλα ήταν πολύ ήσυχα: η ηρεμία, του πεύκου και της ρεικιάς. Αυτός κατέβηκε απ’ την μηχανή και κάθισε πλάι της στην άκρη του δρόμου. Της είπε ότι τον περασμένο χρόνο είχε πάει στην Ισπανία έτσι για πλάκα. Έπειτα την αγκάλιασε και άρχισε να την πιέζει, να την ψαχουλεύει, και να την φιλά τόσο άγρια που η δυσφορία που ένιωσε της έφερε ζαλάδα. Ιίετάχτηκε όρθια και άρχισε να κλαίει. «Μπορείς να με φιλάς», κλαψούρισε, «όχι όμως και να με χαϊδεύεις έτσι». Ο νεαρός σήκωσε τους ώμους, άναψε την μηχανή, καβάλησε κι έφυγε- την άφησε να κάθεται σ’ ένα χιλιομετρικό δείκτη. Επέστρεψε στο σπίτι της με τα πόδια. Ο Όττο, που την είχε δει να φεύγει, της έδωσε ένα χαστούκι κι έπειτα την κλότσησε τόσο δυνατά που εκείνη έπεσε και χτύπησε στην ραπτομηχανή.
Τον επόμενο χειμώνα η αδελφή της πωλήτριας την σύστησε στην φράου Λεβαντόφσκυ, μια ηλικιωμένη, ευτραφή γυναίκα με ευγενικούς τρόπους και μια πλατιά μωβ κηλίδα στο μάγουλο, διαστάσεων μιας παλάμης: έλεγε ότι το ’χε απ’ την μητέρα της που τρόμαξε από μια πυρκαγιά ενώ ήταν έγκυος σ’ αυτήν. Η Μαργκότ μετακόμισε σ’ ένα μικρό δωμάτιο υπηρεσίας στο διαμέρισμά της και οι γονείς της ήταν ικανοποιημένοι που απαλλάχτηκαν απ’ το βάρος της. Θεωρούσαν οποιαδήποτε δουλειά αξιότιμη, αρκεί να έφερνε χρήματα. Ο αδελφός της, που δεν έπαυε να μιλά απειλητικά για τους καπιταλιστές, ότι αγοράζουν τις κόρες των φτωχών, ευτυχώς απούσιαζε αυτήν την φορά, δουλεύοντας στο Μπρέσλαου.
Αρχικά η Μαργκότ ποζάρισε σ’ ένα σχολείο για κορίτσια, έπειτα, λίγο αργότερα, σ’ ένα πραγματικό ατελιέ όπου την ζωγράφιζαν όχι μόνο γυναίκες αλλά και άντρες, οι περισσότεροι απ’ αυτούς αρκετά νεαροί. Με καλοκομ- μένα τα στιλπνά μαύρα της μαλλιά, καθόταν σ’ ένα μικρό χαλί, γυμνή, με τα πόδια διπλωμένα, ακουμπισμένη στο μυώδες μπράτσο της, η αδύνατη πλάτη της (με μια γυαλάδα από λεπτό χνούδι ανάμεσα στους χαριτωμένους της ώμους) ελαφρώς γερμένη μπροστά, σε μια στοχαστική, νωχελική στάση– κοίταζε κλεφτά τους φοιτητές που σήκωναν και χαμήλωναν τα μάτια τους και άκουγε το σούρσιμο του πινέλου και το γρατζούνισμα απ’ το κάρβουνο που σκίαζε τις διάφορες καμπύλες. Εξουθενωμένη απ’ την απόλυτη ανία, πολλές φορές διάλεγε τον πιο ωραίο και του έριχνε ένα σκοτεινό υγρό βλέμμα, όποτε εκείνος σήκωνε το κεφάλι του με τα χείλια μισάνοιχτα και το μέτωπο ζαρωμένο απ’ την προσπάθεια. Ποτέ της δεν κατάφερε ν’ αποσπάσει την προσοχή του κι αυτό την εξόργιζε. Πριν, όταν φανταζόταν τον εαυτό της να κάθεται έτσι, μόνη μέσα σε μια λίμνη από φως, μπροστά σε τόσα μάτια, σκεφτόταν ότι θα ντρεπόταν κάπως αλλά και θα της άρεσε. Τώρα όμως, διαπίστωνε ότι απλώς πιανόταν απ’ την ακινησία και αυτό ήταν όλο. Για να διασκεδάζει την ανία της, πολλές φορές μακιγιαριζόταν για το ποζάρισμα, έβαφε το ζεστό στόμα της, τα ήδη κατάμαυρα ματόκλαδά της και μια φορά πέρασε και τις ρώγες της ακόμα με το κραγιόν των χειλιών. Γι’ αυτό το τελευταίο πήρε μια γερή κατσάδα απ’ την Λεβαντόφσκυ.
Έτσι, οι μέρες περνούσαν, και η Μαργκότ είχε μια τελείως ασαφή ιδέα για το πού ακριβώς στόχευε. Πέρα μακριά υπήρχε το όραμα του εαυτού της· ντυμένη με πανάκριβες γούνες να κατεβαίνει από ένα πολυτελές αμάξι, βοηθούμενη από έναν μεγαλόπρεπο θυρωρό ξενοδοχείου που κρατούσε μιά τεράστια ομπρέλα. Ενώ ακόμα αναρωτιόταν με ποιον τρόπο θα μπορούσε να πηδήξει κατευθείαν απ’ το ξεθωριασμένο χαλί του ατελιέ μέσα στον αστραφτερό εκείνο κόσμο, η φράου Λεβαντόφσκυ τής μίλησε για έναν ερωτοχτυπημένο μαζί της νεαρό επαρχιώτη.
«Δεν μπορείς να ζεις χωρίς κάποιον φίλο», δήλωσε αυτή η γυναίκα ρουφώντας μ’ ευχαρίστηση τον καφέ της. «Είσαι πολύ ζωηρή κι απερίσκεπτη, χρειάζεσαι κάποιον να σε συντροφεύει, και ο σεμνός αυτός νεαρός ψάχνει για μια αγνή ψυχή μέσα σ’ αυτήν την διεφθαρμένη πόλη».
Η Μαργκότ κρατούσε στην αγκαλιά της το χοντρό, γερμανικό κυνηγόσκυλο της Λεβαντόφσκυ. Χάιδεψε τα μαλακά μεταξένια αυτιά του ζώου, και δίχως να την κοιτάξει της είπε:
«Δεν είναι ακόμα ανάγκη για μένα. Είμαι μόνο δε- κάξι χρονών. Άλλωστε ποιο το όφελος; Μήπως αυτό σε οδηγεί πουθενά; Τους ξέρω αυτούς τους κυρίους».
«Είσαι βλάκας», της είπε ήρεμα η Λεβαντόφσκυ.
«Δεν σου μιλώ γι’ αυτούς τους απατεώνες αλλά για έναν γενναιόδωρο, αξιοπρεπέστατο κύριο, που σε είδε στον δρόμο και από τότε ονειρεύεται συνέχεια μόνο εσένα».
«Κάποιος τρεμουλιάρης γεροντάκος, υποθέτω», απάντησε η Μαργκότ, φιλώντας την κρεατοελιά στο μάγουλο του σκύλου.
«Βλάκα», επανέλαβε η Λεβαντόφσκυ. «Είναι μόνο τριάντα χρονών, φρεσκοξυρισμένος, διάσημος, με μεταξωτή γραβάτα και χρυσή ταμπακιέρα».
«Έλα, πήγαινε μια βόλτα», είπε η Μαργκότ στο σκυλί, που γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της, έσκασε στο πάτωμα και έπειτα τρικλίζοντας προχώρησε στον διάδρομο.
Για ν’ ακριβολογούμε, ο ευγενικός κύριος που ανέφερε η φράου Λεβαντόφσκυ, ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ντροπαλός επαρχιώτης.Είχε γνωρίσει την Λεβαντόφσκυ από δύο γλεντζέδες περιοδεύοντες εμπορικούς αντιπροσώπους· τους είχε συναντήσει σ’ ένα τραίνο πηγαίνοντας απ’ την Βρέμη στο Βερολίνο και έπαιζαν πόκερ σ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής. Στην αρχή, δεν συζήτησαν τίποτα για την τιμή· η μαστροπός τού είχε δείξει απλά την φωτογραφία ενός χαμογελαστού κοριτσιού, με φωτεινά μάτια, που κρατούσε ένα σκύλο στην αγκαλιά της, και ο Μίλερ (αυτό το όνομα έδωσε) απλώς δέχτηκε. Την ημέρα του ραντεβού η Λεβαντόφσκυ αγόρασε μερικά γλυκά και ετοίμασε άπειρο καφέ. Επίσης πρότεινε πολύ πονηρά στην Μαργκότ να φορέσει το κόκκινο φουστάνι της. Γύρω στις 6 χτύπησε το κουδούνι.
«Δεν έχω να διακινδυνέψω τίποτα», συλλογίστηκε η Μαργκότ· «αν μου είναι αντιπαθητικός, θα της το πω απ’ την αρχή, και αν όχι τότε το ξανασκέφτομαι».
Ατυχώς δεν ήταν και τόσο εύκολο να αποφασίσεις για την εμφάνιση του Μίλερ. Κατ’ αρχήν είχε πολύ περίεργο πρόσωπο· τα θαμπά μαύρα του μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω, παράξενα σκληρά έμοιαζαν κάπως με περούκα. Τα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα με προεξέχοντα ζυγωματικά και ήταν τόσο λευκά λες και τα ’χε καλύψει ένα λευκό σύννεφο πούντρας. Τα σκληρά, λαμπερά αεικίνητα μάτια του και τα τριγωνικά του ρουθούνια, που βρίσκονταν επίσης σε διαρκή κίνηση, του έδιναν την όψη λυγκός· αντίθετα, το κάτω μέρος του προσώπου του ήταν ακίνητο, παγωμένο, και δυο βαθιά αυλάκια χαράκωναν την μια και την άλλη μεριά του στόματος. Το ντύσιμό του έμοιαζε κάπως ξενικό· φορούσε ένα γαλάζιο στο χρώμα του ουρανού πουκάμισο, με μια επίσης γαλάζια φωτεινή γραβάτα και κοστούμι μπλε νουάρ με υπερβολικά φαρδύ παντελόνι. Ήταν αδύνατος, ψηλός, με τετράγωνους τονισμένους ώμους και είχε καταπληκτική άνεση στις κινήσεις του. Η Μαργκότ τον είχε φανταστεί εντελώς διαφορετικά, και τώρα καθόταν με τα χέρια δεμένα σφιχτά και αισθανόταν μάλλον έκπληκτη και δυστυχισμένη, ενώ ο Μίλερ την καταβρόχθιζε με τα μάτια. Με συριχτή φωνή ρώτησε πώς την λένε· του απάντησε. «Κι εμένα Αξελούλι», έκανε μ’ ένα μικρό γελάκι και απότομα της γύρισε την πλάτη και ξανάρχισε την κουβέντα με την φράου Λεβαντόφσκυ. Συζητούσαν ψιθυριστά για βερολινέζικα θέματα κι εκείνος ήταν προσποιητά ευγενικός με την οικοδέσποινα.
Μετά ξαφνικά σώπασε, άναψε τσιγάρο και βγάζοντας ένα κομματάκι από τσιγαρόχαρτο που είχε κολλήσει στα παχιά ξαναμμένα χείλια του, είπε: «Έχω μια ιδέα αγαπητή κυρία! Υπάρχει μία θέση στην όπερα κρατημένη στ’ όνομά μου, παίζουν Βάγκνερ. Είμαι σίγουρος πως θα σας αρέσει. Γι’ αυτό, βάλτε το καπέλο σας και τρέξτε· πάρτε ένα ταξί, θα το πληρώσω εγώ».
Η Λεβαντόφσκυ τον ευχαρίστησε και ευγενικά του είπε ότι προτιμούσε να παραμείνει στο σπίτι.
«Μπορώ να σας πω δυο λόγια;» έκανε ο Μίλερ φανερά δυσαρεστημένος και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Πάρτε ακόμα λίγο καφέ», είπε ήρεμα εκείνη.
Ο Μίλερ κάθισε πάλι κάτω, σαν δαρμένος σκύλος. Έπειτα χαμογέλασε καλόκαρδα και άρχισε να λέει κάποια ιστορία για έναν φίλο του, τραγουδιστή της όπερας, που όντας μεθυσμένος απέτυχε να καβαλήσει έγκαιρα τον κύκνο του, και περίμενε ελπίζοντας να καβαλήσει τον επόμενο. Η Μαργκότ δάγκωνε τα χείλια, και έπειτα έσκυβε το κεφάλι σκάζοντας στα γέλια, ενώ το τεράστιο στήθος της Λεβαντόφσκυ αναπηδούσε ελαφρά.
«Καλώς», συλλογίστηκε ο Μίλερ. «Αφού αυτή η γριά αγελάδα με θέλει να παίξω τον ερωτευμένο βλάκα, θα το κάνω — θα την εκδικηθώ όμως. Θα παίξω πολύ πιο τέλεια και με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι νομίζει».
Έτσι άρχισε τις καθημερινές επισκέψεις.
V.Nabokov