Όταν ο πατέρας αποφάσιζε να βάλει καινούργιο σκιάχτρο στο χωράφι, εγώ και αδέλφια μου χαιρόμασταν πολύ. Γιατί σήμαινε ότι θα αγοράσουμε επιτέλους καινούργια ρούχα. Βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε την μητέρα μας να τελειώσει με το σκιάχτρο και πλασάραμε τα δικά μας ρούχα. «Το δικό μου παντελόνι πάντως του κάνει καλύτερα νομίζω», πετάχτηκε η αδελφή μου. «Όχι, νομίζω αν βάλει το δικό μου πουκάμισο, επειδή του είναι λίγο μεγάλο, θα ανεμίζει στον αέρα περισσότερο και θα διώχνει καλύτερα τα πουλιά.»
Έτσι μας πήγαινε η αγροτική ζωή στον Θεσσαλικό κάμπο.
Ευτυχώς που ασχοληθήκαμε με αυτό γιατί το πρωί ξανάτυχε το ατύχημα της κρέπας. Η μητέρα την παραζέστανε μάλλον. Από ένα μπέρδεμα στην μικρή μας κουζίνα, η αδελφή μου βρέθηκε στην πορεία της. Κόλλησε στο πρόσωπό της. Όταν είναι έτσι ζεστή από το τηγάνι, δεν βγαίνει με τίποτα. Η μητέρα λέει ότι είναι επειδή την φτιάχνει με τα φρέσκα αυγά, τα σημερινά. Μπορεί να φταίει και το βούτυρο το κατσικίσιο μας. Πάντως μιας και κολλήσει, πρέπει αμέσως να κόψεις τρύπες για να αναπνέει. Και δυο για τα μάτια.
Η μητέρα αισθάνθηκε τύψεις που δεν είδε την αδελφή μου. Στην επόμενη κρέπα, αυτή με την λίγη σοκολάτα που μας έχει μείνει τώρα με την κρίση, της την σέρβιρε σαν να της λέει συγνώμη. Τρύπα για το στόμα της άνοιξα εγώ.
Γιατί δεν κουρεύουμε τις κατσίκες; Μην μου πεις επιστημονικές θεωρίες για τρίχες. Αν ήξεραν πως να κάνουν τις τρίχες να μένουν περισσότερο θα το είχαν βγάλει ήδη σε σαμπουάν και δεν θα έτρεχε ο θείος στην Θεσσαλονίκη για εμφύτευση. Εγώ λέω να τις κουρεύουμε λίγο. Όχι γουλί σαν τα πρόβατα, αν και το καλοκαίρι δεν πιστεύω να τις πειράζει καθόλου. Να το κάνουμε καινούργιο πανηγύρι στο χωριό κάθε χρόνο, θα έρχεται και κόσμος, θα πουλάμε προϊόντα από τρίχα κατσίκας. Να φωνάξουμε και διάσημους κομμωτές ή να ανοίξουμε εμείς μια σχολή κατσικοκομμωτικής. Ύστερα είναι και αυτή η εταιρεία που μας έχει πρήξει να τις ταϊζουμε ζωοτροφές αντί να τις αφήνουμε όπου να’ναι στο βουνό. Θα μπορεί τώρα βάλει το λογότυπο στα γίδια σαν τατουάζ ή το σήμα της στο κούρεμα.
Και μετά σου λένε ότι δεν έχει ψωμί να φας στην επαρχία.
«Το έλαβες το δέμα;” Η φωνή της θείας από την Αθήνα ήταν καμπάνα στο τηλέφωνο. «Ποιό δέμα θειούλα μου;” απάντησα. «Το δέμα με το λίπασμα βέβαια!» βροντοφώναξε.
-«Θεία εμάς μας ήρθε μια άδεια σακούλα μόνο.»
«Α, τους άτιμους στα ΕΛΤΑ!» τσίριξε η θεία. «Έτσι έκαναν και την άλλη φορά. Ανοίγουν μια τρυπούλα στην γωνία και τσοοουπ! Κλέβει λίγο αυτός στο δικό μου ταχυδρομείο για την γλάστρα του. Τσαααακ! Κλέβει λίγο και ο άλλος στα κεντρικά για τα φυτά στο μπαλκόνι του που μαραζώνουν. Ε, θα παίρνει λίγο και ο δικός σας ταχυδρόμος για το μποστάνι και πάει!»
Εγώ πάντως νομίζω ότι αφού ήταν για προσωπική χρήση δεν πειράζει.
Όταν ξεκολλήσουμε την κρέπα από το πρόσωπο της αδελφής μου, αφού δεν θα τρώγεται πια, θα την βάλουμε αυτή για λίπασμα.
.
Αυτό το άρθρο έχει ιστορική σημασία, αφού πρόκειται για το πρώτο κείμενο του Αλέκου Γκονζαλεζίδη, άγνωστου τότε συγγραφέα, τώρα βέβαια Νομπελίστας και δεινός κατσικοκουρευτής.