Πολλές φορές με ρωτάνε φίλοι ή συνεργάτες: “Γιατί υπάρχει το Twitter; Δεν το καταλαβαίνω! Γίνεται χαμός!” Έτσι σκέφτηκα να επικοινωνήσω μια παραβολή που μου χρησιμεύει σε αυτές τις περιπτώσεις:
Ένας πλούσιος άνθρωπος (στις παραβολές οι άνθρωποι είναι είτε πλούσιοι άρχοντες ή φτωχοί – μεσαία τάξη δεν υπάρχει) είχε ένα υπέροχο σπίτι με όλα τα καλά. Πισίνα, playroom για τα παιδιά, walk in cupboard για τα ρούχα του, σαλόνια, κουζίνες, safe room, δωμάτιο για μπιλιάρδο, χώρο γυμναστικής και όλα τα άλλα καλά. Αλλά σε ότι iPad, iPhone ή MacBook και αν έβλεπε τον κόσμο στο διαδίκτυο του φαινόταν πλέον βαρετό.
Στο χωράφι δίπλα στην βιλάρα αυτού του ανθρώπου όμως υπήρχε μια παράγκα. Με ένα δωμάτιο μόνο (τουαλέτα έξω!) και έναν υπολογιστή.
Μια μέρα, πάνω που ήταν έτοιμος να πετάξει το iPad του στον δερμάτινο καναπέ εκνευρισμένος ο πλούσιος, είδε στην timeline ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που είχε κοινοποιήσει ο φτωχός. Με την ευκαιρία, κοίταξε το προφίλ και βρήκε δεκάδες αντίστοιχα συναρπαστικά θέματα κάθε λογής. Έκατσε ώρα διαβάζοντας. Όταν σήκωσε το κεφάλι από την υπέροχη οθονάρα του, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, έστειλε μήνυμα στον φτωχό γείτονα: “Καταπληκτικά αυτά που ανεβάζεις!” Μετά από πολύ καιρό, είχε ενθουσιασμό, όρεξη να μάθει και ένα κεφάλι γεμάτο νέες ιδέες.
Την επόμενη μέρα καθώς έβγαινε από το σπίτι του, είδε να του γνέφει κάποιος από το διπλανό χωράφι. Κατέβασε το φιμέ τζάμι της υβριδικής τζιπάρας του και κοίταξε καχύποπτα.
“Ευχαριστώ για τα καλά λόγια!” Ήταν ο φτωχός του γείτονας αλλά τόσες λίγες φορές που τον είχε δει από κοντά δεν τον γνώρισε βέβαια. “Δεν πρόλαβα να σου απαντήσω πιο πριν γιατί κλέβω wifi από ένα σπίτι λίγο πιο μακριά και πιάνει μόνο όταν φυσάει βοριάς” του εξήγησε απολογητικά.
– Καλά, ε, δεν πειράζει.
“Να έρθεις όποτε μπορείς από το σπίτι μου να τα πούμε!” συνέχισε ο φτωχός καλωσυνάτα.
– Ναι, βέβαια. Και σήμερα μάλιστα μάλλον θα γυρίσω νωρίς.
Πάτησε γκάζι και έφυγε για την δουλειά. Ήταν αλήθεια ότι είχε βάλει σκοπό να γυρίσει νωρίς, αλλά ένας από τους βασικούς λόγους ήταν γιατί ανυπομονούσε να ξαναμπεί στο διαδίκτυο να πάρει έμπνευση από την timeline του γείτονα. Τώρα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένος που θα τα έλεγαν από κοντά. Ίσως να του έδειχνε 2-3 ιστοσελίδες από τις οποίες βρίσκει όλα αυτά τα ενδιαφέροντα θέματα που ανεβάζει.
Γύρισε νωρίς το απόγευμα, πάρκαρε και κατευθύνθηκε προς την παράγκα του φτωχού. Αυτός ήταν έξω, όπως πάντα, και φρόντιζε το μποστάνι του. Άφησε κάτω το λάστιχο και ήρθε να του σφίξει το χέρι. “Πέρνα, πέρνα, να σου φτιάξω έναν καφέ!”
“Ξέρεις, το σπίτι μου έχει μια πόρτα και δυο παράθυρα“, του εξήγησε καθώς έμπαιναν στον πολύ στοιχειωδώς επιπλωμένο χώρο. Αλλά αυτό εδώ είναι η πιο μεγάλη πόρτα μου.” Σήκωσε το καπάκι από έναν αρχαίο φορητό υπολογιστή και τον έβαλε μπρος. Με πολύ θόρυβο και σιγά σιγά άρχισαν να φορτώνουν τα Windows XP.
“Όταν πρωτομπήκα στο Twitter το είδα κάτι σαν ειδησεογραφικό πρακτορείο. Είχα ακολουθήσει κάποιους από αυτούς που μου πρότεινε όταν γράφτηκα και έβλεπα αντίστοιχα πράγματα. Όταν πρόσθεσα και μερικούς γνωστούς, ήταν σαν να έβλεπα μπερδεμένο σε αυτό το πράγμα και ένα μικρό Facebook με τις μικροειδήσεις της καθημερινότητάς τους. Ήμουν έτοιμος να την κλείσω την πόρτα. Σαν να έμπαινα σε πολύβουο ειδησεογραφικό στούντιο και να περνάνε ημίγυμνοι από το μπάνιο οι γνωστοί μου με τα κους κους τους.”
Κοιτούσε το μπρίκι του καφέ με το ένα μάτι και τον υπολογιστή με το άλλο. Το ένα να πάρει βράσει και το άλλο να τελειώσει να φορτώνει στην εκκίνηση.
“Μετά όμως παρατήρησα ότι σε αυτή την πόρτα που άνοιξα υπάρχουν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Διάσημοι άνθρωποι που μοιράζονται την καθημερινότητά τους. Έχει αξία αν σε ενδιαφέρει αυτό που κάνουν. Άνθρωποι που ξέρουν καλά ένα αντικείμενο και μοιράζονται τους προβληματισμούς τους. Είναι σαν να μαθητεύεις με έναν γκουρού. Δεν σε βάζει να διαβάσεις δέκα κεφάλαια κάθε μέρα. Απλά με μια ατάκα κάθε τόσο σε βάζει σε σκέψεις και καταλήγεις να διαβάσεις είκοσι κεφάλαια για να τον παρακολουθήσεις καλύτερα.”
Ο πλούσιος μετακινήθηκε για πρώτη φορά στην μισοδιαλυμένη καρέκλα του. Τόσο είχε απορροφηθεί από αυτά που άκουγε. Ο φτωχός ήταν όμως χαλαρός και με μαεστρία άδειασε το μπρίκι στην κούπα.
“Μερικοί έχουν πει ότι το Twitter είναι σαν να πηγαίνεις σε πάρτυ. Δεν έχουν δίκιο. Δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο πρόσκλησης και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται όποτε και όπως θέλουν. Όπως έχω ανοίξει εγώ τώρα την πόρτα (ο φτωχός έδειξε προς τον υπολογιστή που μάλλον είχε μπει επιτέλους) έτσι και άλλοι ανοιγοκλείνουν κατά βούληση, ρίχνουν κλεφτές ματιές από το κινητό ή απλά σκέφτονται κοιτώντας με κενό βλέμμα την οθόνη.”
“Καλά,” τον διέκοψε επιτέλους ο πλούσιος, “αλλά πως βγάζεις άκρη με την timeline του Twitter; Είναι ακριβώς σαν να σε βομβαρδίζουν με ίδια ακριβώς δύναμη όλες οι απόψεις! Έχω γραφτεί παλιότερα αλλά όποτε και να μπω, ζαλίζομαι!”
Ο φτωχός μετέφερε την γεμάτη κούπα σε ένα καφάσι δίπλα στην καρέκλα του πλούσιου και την ακούμπησε προσεκτικά. “Μάλλον έχεις την ψευδαίσθηση ότι ελέγχεις τα πράγματα. Όπως νομίζεις ότι ο ψηλός τοίχος του σπιτιού σου ή ο συναγερμός και οι κάμερες σε προστατεύουν από τους κλέφτες. Μάλλον απλά δεν έχεις στόχο.”
Σε αυτό το σημείο ο πλούσιος βγήκε από τον λήθαργο. Ξαφνικά θυμήθηκε πόσο χλευαστικά έβλεπε τόσα χρόνια τον γείτονά του, πόσο γελοίος και αδύναμος του φαινόταν. Προσβλήθηκε μεν αλλά ταυτόχρονα το θεωρούσε γελοίο να μετράει καν η γνώμη ενός ανθρώπου σαν τον φτωχό αυτόν άνθρωπο. Είχε τσαντιστεί. Πως μπορούσε να τον έχει θίξει κάτι που λέει αυτός ο άνθρωπος;
“Μην το πάρεις προσωπικά”, εξήγησε ο φτωχός. “Δεν είναι διαγωνισμός, ούτε διαπραγμάτευση σαν αυτές που κάνεις στις επιχειρήσεις σου το θέμα μας εδώ. Δικός μου στόχος κάθε μέρα είναι να κατανοήσω λίγο καλύτερα τον κόσμο. Είμαι φτωχός γιατί πριν έρθω εδώ ταξίδευα τον κόσμο. Μετά προσπάθησα να μάθω από την ακινησία των φυτών στο μποστάνι μου, την υπομονή των δέντρων και την καλοσύνη των αδέσποτων. Τώρα με αυτό το παράθυρο που ανοίγω με τον υπολογιστή προσπαθώ να τα συνδυάσω κάπως. Αλλά όσο μπορώ, δεν αποφασίζω προκαταβολικά από ποιον θα μάθω σήμερα. Όπως και στα ταξίδια.”
Ο πλούσιος τέλειωσε τον καφέ του χωρίς να βγάλει λέξη. Είδε πως μπήκε στο διαδίκτυο και πως χρησιμοποίησε το Twitter για λίγη ώρα. Δεν είχε 2-3 “μαγικά” portal από τα οποία ξεσήκωνε τις ενδιαφέρουσες ειδήσεις. Του φαινόταν ασυνάρτητος ο τρόπος που σέρφαρε. Σηκώθηκε να φύγει. Ο φτωχός ήταν συνεπαρμένος και πληκτρολογούσε μανιωδώς. Ούτε που τον κατάλαβε όταν βγήκε από την παράγκα.
“Σαν να ανοίγεις μια πόρτα” σκέφτηκε, κρατώντας το πόμολο. Το γύρισε προσεκτικά για να μην κάνει θόρυβο και έκλεισε την πόρτα. “Άσε, μάλλον δεν είναι για εμένα το Twitter τελικά.”