πόρνη: αρχική σημασία ‘αυτή που έχει πουληθεί για σκλάβα’, < por-na, από το ρ. πέρνημι ‘πουλώ’, άρα ‘πουλημένη’ ή ‘προς πώληση’], «γυναίκα που κατ’ επάγγελμα και με αμοιβή εκτελεί τη σεξουαλική πράξη, που προσφέρει το σώμα της για τη σεξουαλική ικανοποίηση άλλων» — εξού και η φρ. η επί χρήμασι εκδιδομένη γυνή. Πρόκειται για αρχαία λέξη-ορθοφημισμό, η οποία περιγράφει το κατά πολλούς αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Ήδη, η λεπτομερής νομοθεσία του Σόλωνα για την πορνεία την παρουσιάζει ως μέτρο δημόσιας υγιεινής, με πρώτιστο στόχο να διαφυλαχθεί η καθαρότητα της φυλής. Ο Αθηναίος νομοθέτης προβλέπει την προμήθεια νεαρών σκλάβων και την τοποθέτησή τους σε σπίτια σκορπισμένα σε διάφορες συνοικίες της πόλης, για να εκτονώνουν τις ορμές των νεαρών αντρών, έτσι ώστε να προστατεύεται η αγνότητα των ελεύθερων γυναικών και να εξασφαλίζεται η καθαρότητα των απογόνων των πολιτών: «Οι νέοι της πόλης μας μπορούν να βρούν στο πορνείο όμορφες κοπέλες στη σειρά, να λιάζονται με γυμνωμένα τα στήθη. Ο καθένας μπορεί να διαλέξει εκείνη που ταιριάζει στα γούστα του: λεπτή ή χοντρή, παχουλή, ψηλή, ξερακιανή, νέα, γριά, φρέσκια ακόμα ή πολύ σιτεμένη… Σε καλούν να μπεις και σε φωνάζουν ‘παππούλη’ αν είσαι γέρος, ‘πατερούλη’, αν είσαι νέος. Μπορείς να πας να δεις την καθεμιά τους άφοβα, χωρίς να ξοδέψεις πολλά λεφτά, μέρα ή νύχτα, κατά πώς θέλεις» (Αθήν. Δειπν. ιγ, 568). Μάλιστα, στην αρχαία Αθήνα οι πόρνες, ως αγορασμένες σκλάβες, αντιδιαστέλλονται προς τις εταίρες, γυναίκες που προσέφεραν ανάλογες υπηρεσίες κυρίως στους συνδαιτημόνες των συμποσίων, αλλά διέθεταν συνήθως υψηλότερη μόρφωση — με διασημότερη εταίρα την Ασπασία. Στη Ν.Ε.Κ. απαντούν και το αρνητικά σεσημασμένο υποκορ. πορνίδιο, το παράγωγο καλντεριμιτζον (< καλντερίμι ‘λιθόστρωτος δρόμος’) και η περίφρασητου πεζοδρομίου από την πρακτική της πιάτσας, καθώς και ο λαϊκός δυσφημισμο; πουτάνα (μσν. πουτάνα < ιταλ. puttand), με μεγεθυντ. πουτανάρα και πουτανος κα: υποκορ. πουτανάκι και πουτανίτσα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με θαυμασμό ή έκπληξη για κάποια — ή και κάποιον – που είναι καταφερτζής ή επιτήδειο; («Σε αυτές τις δουλειές είναι μεγάλη πουτάναΐ»). Ακόμη, ο λαϊκός, προφορικό; περιεκτικός όρος πουταναριό χρησιμοποιείται για την πόρνη με επίταση, για τον μεγάλο αριθμό πορνών ή τον χώρο του πορνείου. Επίσης, υπάρχουν οι φράσεις γίνεται της πουτάνας ή της πουτάνας το κάγκελο (ή λογιοποιημένα της επί χρήμα*: εκδιδομένης γυναικός το σιδηρουν κιγκλίδωμά*), επί μεγάλης αναστάτωσης ή χαοτικής κατάστασης. Η φράση ίσως σχετίζεται με το γεγονός ότι, λίγο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο συμμαχικός στόλος άραζε στον φαληρικό όρμο, ο: πόρνες συνωστίζονταν στα κάγκελα της παραλίας του Νέου Φαλήρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ευφημισμός ιερόδουλη, «νεαρή γυναίκα που υπηρετούσε σε ναό, αφιερωμένη στον πάνδημο έρωτα (στο πλαίσιο της αρχαία; μιμητικής μαγείας που αποσκοπούσε στη γονιμοποίηση της Γης από τον Ουρανό)» [ΛΝΕΓ]. Η ιερή πορνεία, ως ιεροτελεστία, συνδέεται πιθανότατα με τη γονιμότητα και την τεκνοποίηση. Κατά τον Ηρόδοτο, στην αρχαία Εγγύς Ανατολή λειτουργούσαν πολλά θρησκευτικά ιερά και ναοί αφιερωμένα σε διάφορε; θεότητες, γνωστά και ως «σπίτια του ουρανού». Ταυτόχρονα, παρόμοια ιερά λειτουργούσαν πρακτικά ως κανονικοί οίκοι ανοχής ή σεξουαλικής διασκέδασης κα. μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πολλοί ναοί και κέντρα λατρείας πλούτιζαν από παρόμοιες δραστηριότητες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στην αρχαία Αθήνα, ο Σόλων έχτισε και ναό αφιερωμένο στην «Πάνδημο Αφροδίτη», δηλαδή στην «κοινή σε όλους» Αφροδίτη, προστάτιδα του αγοραίου έρωτα. Εκτός από touc ιερείς και τις ιέρειες, στα ιερά αυτά ζούσαν δούλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που παρείχαν «σεξουαλικές υπηρεσίες», άγνωστο ακριβώς υπό ποιες συνθήκες και προϋποθέσεις. Τα αφιερωμένα αυτά άτομα ανήκαν στον διαρκή «κλήρο της θεότητας και ασκούσαν σε όλη τους τη ζωή το επάγγελμά τους στον περίβολο του ναού της θεάς: π.χ. στη Βαβυλώνα, οι ιερόδουλες συνιστούσαν έμψυχα αναθήματα στη θεά Ιστάρ (εξού και η φρ. πόρνη της Βαβυλώνας). Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, περιπτώσεις «ιερής πορνείας» αναφέρονται στη Σικελία, τον Πόντο, την Κύπρο, την Καππαδοκία, και βεβαίως την Κόρινθο, διάσημη για την ακολασία της. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι διάσημες εταίρες της αρχαίας Αθήνας φέρεται να προέρχονται από το ιερό της Κορίνθου, είναι πιθανόν να γίνονταν και αγοραπωλησίες δούλων – εξού και οι ιερές σκλάβες είναι πασίγνωστες σ’ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο και, όπως αναφέρει ο Στράβων, προσφέρονταν από τους πιστούς στη θεά ως ζωντανά τάματα. Π.χ. κάποιος Ξενοφών ο Κορίν- θιος, αθλητής που νίκησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 464 π.Χ., αφιέρωσε σε ένδειξη ευχαριστίας προς την Αφροδίτη της Κορίνθου πενήντα πόρνες και ο ποιητής Πίνδαρος (Πίνδ. Α π. 122*, 17*-20*) μνημονεύει το γεγονός: «ώ Κύπρου δέσποινα, τεόν δεΰτ’ ές άλσος φορβάδων κόράν άγέλαν έκατόγγυιον Ξενοφών τε- λέαις έπόγαγ’ εύχωλαΐς ιανθείς» (Ω δέσποινα της Κύπρου, να που στο ιερό σου ο Ξενοφών οδήγησε μια ομάδα νεαρών γυναικών, πενήντα σώματα στην υπηρεσία σου, από τη χαρά του που είδε όλες του τις ευχές να πραγματοποιούνται). Άλλες ονομασίες για την πόρνη είναι κοινή, εύκολη, κοκότα (< γαλλ. cacotte), τροτέζα (< γαλλ. trotteuse), Ααΐς, από το όνομα της περίφημης Κορινθίας εταίρας, καθώς και κόφα (‘μεγάλο κοφίνι’) και κονφάλα, προφανώς από το σχήμα του αιδοίου μετά τη συνεχή και επί χρόνια χρήση. Ως ευφημισμοί λειτουργούν και ο έμ- φυλος προσδιορισμός τα κορίτσια, καθώς και οι παστρικιές, όρος κατάλοιπο μιας παραδοσιακής αντίληψης, που συνέδεε την προσωπική υγιεινή και τον καλλωπισμό των γυναικών με τη σεξουαλική ακράτεια (πβ. «Η Βλαχοπούλα», Παπαδιαμάντης (20052: Β’, 366): «Την ξέρετε, τί παστρικιά είναι ή κόρη της; Ή πομπιωμένη πού κυλιότανε στά ξένα σπίτια, μες στην Αθήνα, και ποιες ξέρεις τί μπομπές, τι ρεζιλίκια έπαθε, πού την έκαναν και την έδειχναν τ’ άφεντικά της, ως πού την έδιωξαν άπ’ τό σπίτι»). Αν και αρχικά η λέξη, ήδη μεσαίων. (πάστρα, παστρεύω < σπαστρενω < σπαρτεύω (αμάρτ.) < σπάρτο ‘φυτό που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα’), ήταν εύσημη και σήμαινε την ‘καθαρή και καλλωπισμένη’, τελικά υπέστη σημασιολογική μετατόπιση επί τα χείρω, πιθανόν γιατί οι περιποιημένες γυναίκες προκαλούσαν ερωτικά τους άνδρες και επέσυραν τον φθόνο των άλλων γυναικών. Τέλος, νέοι όροι έχουν σχηματιστεί τα τελευταία χρόνια λόγω: α) των πρόσφατων ιστορικών εξελίξεων μετά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (πρώην ανατολικό μπλοκ) και τη μαζική έλευση στην Ελλάδα γυναικών από τα Βαλκάνια και την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., οι οποίες «δραστηριοποιήθηκαν» (ή εξαναγκάστηκαν να δραστηριοποιηθούν, μέσω κυκλωμάτων σωματεμπορίας) στον συγκεκριμένο χώρο: έτσι, όροι όπως Ρωσίδες, Βονλγάρες, Ουκρανές κ.λπ., από εθνωνύμια, έχουν καταλήξει, σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, να είναι συνώνυμοι της εκπόρνευσης (πβ. στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου οι πόρνες αποκαλούνταν Ρουμάνες, ενώ λέχες, οι Πολωνές και οι Ουγγαρέζες, < leh ‘Πολωνός’), β) των σύγχρονων συνθηκών ζωής στα αστικά κέντρα, με τις επαγγελ- ματίες να παρέχουν κατ’ οίκον (ή στον επαγγελματικό χώρο του πελάτη) σεξουαλικές υπηρεσίες, συνήθως έναντι αδράς αμοιβής: έχουμε, λοιπόν, τις ποντάνες πολυτελείας, γνωστές και ως βιζιτούδες (βίζιτα < ιταλ. visitα ‘επίσκεψη’) ή με το . ξενόγλωσσο όρο call girls, λόγω του τηλεφωνικού καλέσματος τους. Ο χώρος ενάσκησης του αρχαιότερου επαγγέλματος παλαιότερα λεγόταν κερ- χανέςή κερχανάς (< τουρκ. kerhane) ή και κωλοχανείο (αν και η λέξη σήμερα σημαίνει τον υπερβολικά βρόμικο και ακατάστατο χώρο). Παραδοσιακά αποκαλείται πορνείο και ευφημιστικά οίκος ανοχής, που αποτελεί μεταφραστικό δάνειο (πβ. αγγλ house of tolerance, ιταλ. casa di tolleranza, γαλλ. maison de tolerance), ή σπίτι, καθώ; και λαϊκότερα μπονρδέλο ή μπορντέλο (< μσν. μπονρδέλο < *μπορδέλο < βεν. bordelo < υαλλ. bordelr\ το ιταλ. bordello, με τροπή του /ο/ σε [u] υπό την επίδραση του [b — εξού και η μπονρδελότσαρκα, η ομαδική επίσκεψη (νεανικής συνήθως) ανδρικής παρέας στους οίκους ανοχής μιας περιοχής. Η λέξη μεταφορικά χρησιμοποιείται και για μεγάλη αναστάτωση ή ακαταστασία: «Το σπίτι μου είναι μπονρδέλο. Πρέπει να το τακτοποιήσω». Προσφάτως έχουν εισαχθεί οι όροι studio και massage, προκει- μένου να δηλωθεί πιο «κόσμια» και ουγκεκαλυμμένα η παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών. Ακόμη, η συμφραση κόκκινο φωτάκι σηματοδοτεί μετωνυμικά έναν χώρο ως πορνείο (βλ. και την ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), σε σκηνοθεσία Β. Γεωργιάδη, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1964). Τέλος, η εξώθηση μιας γυναίκας στην πορνεία δηλώνεται με τον αρχ. όρο μαστροπεία, εξου και μαστροπός, αμφότερες λ. κακόσημες ήδη από την αρχαιότητα. Η μαστροπεία συνιστά ποινικά κολάσιμη πράξη, σύμφωνα με τα άρθρα του Π.Κ. 349 («Μαστροπεία»), 350 («Εκμετάλλευση πόρνης»), 351 («Σωματεμπορία») και 352 (Μέτρα ασφαλείας»). Όταν δε η μαστροπεία αποκτά υπερεθνικές διαστάσεις, κατονομάζεται με τον συσκοτιστικό ευφημισμό εμπόριο λευκής σαρκάς (ακόμη και αν δεν πρόκειται για λευκές γυναίκες), καθώς και με τον διεθνισμό trafficking. Συνώνυμο του μαστροπον αποτελεί το νεότερο λαϊκό νταβατζής, που απαντά στην ελληνική υπό τον τύπο νταουγοντζή κατά τον 17° αι. (< τουρκ. davaci ‘συνήγορος, υποστηριχτής’), αλλά και το συντετμημένο νταβάς. Σημειωτέον ότι ο μοναδικός όρος που αναφέρεται σε άνδρα, ο οποίος συνάπτει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, συνήθως μεγαλυτερές του σε ηλικία, έναντι χρηματικής αμοιβής είναι ο ζιγκολό (< γαλλ. gigolo).