(Πολύ παλιό κείμενο που θυμήθηκα τώρα που βράζει το λαϊκό αίσθημα)
Έβρεχε. Ήταν από τις αναποφάσιστες. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αρχίσει να κατεβάζει κανονικά ή να σταματήσει. Αν δεν άκουγες τα – καθόλου ρυθμικά – πιτσιλίσματά της μπορεί από εκεί μέσα στον υπνόσακο να υπέθετες ότι έληξε. Αλλά δεν σταμάταγε. Μπορεί να φανταζόσουν ότι είχαν ανοίξει τα σύννεφα και ερχόταν ήλιος. Αλλά δεν ερχόταν. Να πίστευες για λίγο ότι ήσουν σπίτι σου, δεν ήταν όπλο αλλά ένα βιβλίο αυτό που σου έμπαινε στην πλάτη, δεν ήταν καπνίλα αλλά άρωμα καφέ η μυρωδιά, δεν ήταν φερμουάρ αλλά μια σκληρή ρώγα αυτό στα χείλη.
Άνοιξα τα μάτια μου. Όπλο. Καπνίλα. Φερμουάρ.
Σαν τουβλάκια στο Tetris η πραγματικότητα συντάχθηκε στο μυαλό μου. Υπήρχαν και κάποια κενά. Έχω καιρό να παίξω Tetris. Χθες φτάσαμε εδώ στη Στυλίδα με αποστολή τη φύλαξη ενός πλοίου φορτωμένου με πυρομαχικά. Συγχρονίσαμε ρολόγια, παραλάβαμε σφαίρες, ήρθαν συνθηματικά, κάναμε αναγνώριση της περιοχής και…κυρίως κοιμομάστε συνέχεια από τότε.
Ήταν υπέροχα το απόγευμα. Έκατσα λίγο σε ένα ψυχεδελικό παγκάκι ανάμεσα σε τέσσερις φοίνικες καθώς ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει. «Πάμε βόλτα για τσιγάρα» μου λέει ο Κώστας. Περνάμε τον δρόμο. Περνάμε και το περίπτερο. Τον κοιτάω με ερωτηματικό. «Όχι ρε μαλάκα! Τι να τα κάνω τα τσιγάρα; Έχω δυο κούτες μέσα. Για να φύγουμε το είπα!» Παίρνουμε τα τηλέφωνά μας. Απόλαυση χωρίς ουρά, χτυπήματα στον θάλαμο από τον επόμενο και τις άλλες εξωτερικές πιέσεις της μονάδας. Γυρνάμε σιγά σιγά. Πολύ σιγά! Η μια αρβύλλα ξέχναγε την άλλη.
Το τοπίο ήταν πλέον ακόμα καλύτερο. Έκατσα στην άκρη της προβλήτας. Η θάλασσα γαλήνια σαν να είχε μόλις κάνει έρωτα…δώδεκα μποφώρ. Ασημένια σαν περιτύλιγμα σοκολάτας, από αυτές που με κρατάνε στην σκοπιά. Γαλήνεψε το μάτι μου κοιτώντας την λιμνοθάλασσα. Απέναντι οι λόφοι της Βόρειας Εύβοιας, βελουδένιοι γκριζογάλανοι όγκοι μέσ’τη θολούρα. Πιο εκεί η Οίτη, περήφανη μα γλυκιά με μια κάπα κάτασπρου χιονιού. Σε σημεία διέκρινα έλατα πουδρασιμένα με χιόνι.
Από την μια ο ουρναός ξεκάθαρος, μπλεπράσινος, μετά κίτρινος και πορτοκαλί, κόκκινο, ροζ, άτελειωτες αποχρώσεις ευτυχίας. Μικρά και μεγάλα σύννεφα. Σαν ομαδική έκθεση διάφορων ζωγράφων, σαν ιδέες και όνειρα άλλαζαν και περνούσαν άλλοτε νωχελικά, άλλοτε παιχνιδιάρικα. Ένα φεγγάρι σχεδόν γεμάτο περίμενε την σειρά του. Πίσω του μια ορφή βάρβαρων γκρι σύννεφων κάτι άσχημο ετοίμαζε. Δυο ψαρόβαρκες δίπλα μου κάνανε ότι δεν το βλέπανε. Με ελαφρά κουνήματα έκαναν καμάκι η μια στην άλλη.
Έκσταση. Κοιτούσα γύρω και πάνω κάτω θέλοντας να καταγράψω τα πάντα. Κάθε ψαροπούλι που περνούσε τόσο ονειρικά. Χαμογελούσα τόσο μέσα μου που πιάστηκαν οι βαλβίδες της καρδιάς μου. Ξεκίνησα να γράψω ένα γράμμα σε απάντηση ενός που μου είχε μόλις έρθει.
Αλλά δεν ήταν γραφτό. Ξαναήρθε ο Τάσος. Ήτανε λέει σκοπός. Οπότε κάτσαμε λίγο πιο εκεί για να βλέπει το φυλάκιο. Μπας και… Είπαμε δυο κουβέντες. Παίξαμε το «πέτα μια πέτρα στον αέρα και πέτυχέ την με μια άλλη». Σχεδόν αδύνατον. Φάνηκε ένα αμάξι. Έφυγε ο Τάσος ετοιμοπόλεμος. Ξανακατέβηκα στην προβλήτα.
«Που’σαι;” γύρισε πολύ σύντομα με κάτι χαρτόνια. Τα χρησιμοποιήσαμε για στόχο παίζοντας το «βύθισε το χαρτόνι με την πέτρα μέχρι να σου ξεραθεί το χέρι.» Ο Τάσος νίκησε 7-5 στο βύθισμα χαρτονιού. Δίναμε και μισούς πόντους από ευγένεια αν πλησιάζες αρκετά. Εγώ νίκησα 1-0 στο ξεραμένο χέρι. Κάθε τόσο κοιτούσαμε απειλητικά την σκοπιά σαν να είμασταν σοβαροί στρατιώτες. Ορθώναμε το παράστημά μας με το αγέρωχο βλέμμα του «όχι» του ’40, του «ζήτω η ελευθερία» του ’21 και του «ρε παιδιά, σαν πολλοί δεν είναι αυτοί οι Πέρσες;” των Θερμοπυλών.
«Άντε πάμε, νύχτωσε.» Κινηθήκαμε προς το φυλάκιο. Τι φυλάκιο δηλαδή, ένα δωμάτιο με παράθυρα ολόγυρα. Τρία στρώματα με υπνόσακους πεταμένους πάνω σε ένα ψυγείο το οποίο αφού δεν δούλευε το χρησιμοποιούσαμε για αποθήκη πυρομαχικών. Αν δεν τον πετύχεις με την σφαίρα, τουλάχιστον να κρυολογήσει. Ο λοχίας, ξαπλωμένος αλλά με ανοιχτά που και που τα μάτια, επέβαλλε και με την παρουσία του μόνο ατσάλινη πειθαρχία.
«Πάμε βόλτα ρε, αυτός κοιμάται.» Φύγαμε. Ακομβίοτοι, ασκεπής και αγυάλιστοι. Ρέκλα, χημείο και λοιπές φανταρομαγκιές.
Η Στυλίδα είναι μια πόλη με περισσότερα φροντιστήρια παρά κάτοικους. Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Πληροφορική, κοπτική/ραπτική..ίσως να ήταν από την αρχαιότητα κέντρο πολυμάθειας. Πας μη Έλλην βάρβαρος και η γλώσσα αυτού μελετάται εις Στυλίδαν. Κάπως έτσι, νομίζω Παυσανίας ήταν η βιβλιογραφική μου αναφορά. Εντοπίσαμε ουζερί.
«Να φάμε;” Στρατηγικές στρατιωτικές αποφάσεις. «Μπα, πάμε να πάρουμε και τον Κώστα.» Γυρνάμε από την κεντρική οδό που αντηχεί με τα φαντάσματα των σουλατσαδόρων του καλοκαιρού, τις ιαχές ενοχλητικών παιδιών, τις ορμόνες εφηβικών ρομάντζων και το αδικοχαμένο τζατζίκι από διπλόπιττα που φαγώθηκαν στο πόδι. Από ένα από τα φροντιστήρια μια ντουζίνα παιδιά, κυρίως κορίτσια, βγαίνουν στο μπαλκόνι και μας κοιτάνε. Γυρνάει προς τον θόρυβο ο Τάσος και εξαφανίζονται σαν ντροπαλές γκέισες, με γελάκια και γρήγορα μικρά βήματα.
Στο φυλάκιο ο λοχίας είχε ξυπνήσει και νιώσαμε την οργή του. «Άντε ρε παιδιά, θα χάσω το μπάσκετ!» Διατηρούμε την ψυχραιμία μας. «Καλά, εμείς να πάμε μια βόλτα;” Φαίνεται η εκπαίδευσή του ανώτερού μας σε τέτοια διλήμματα. «Ας πάει ένας να φέρει φαγητό για όλους.» Τον κοιτάμε επίμονα. «Καλά ας πάνε δυο.» Αντιπροτείνουμε να πάμε όλοι και να γυρίσουμε στις έντεκα. «Εντάξει. Αλλά μην μεθύσετε πολύ.» Φεύγει. Φεύγουμε. Συμφωνούμε όλοι να μην κάνουμε καθόλου σκοπιά. Ο ένας ψάχνει για μπουρδέλο και θα αργήσει. Δεν είναι δίκαιο για τους άλλους.
Ελλάς. Χώρα Ελλήνων. Με δεσοξιριβοζολουφαδόρικα γονίδια. Εδώ που και πατριωτικά αισθήματα να είχες τα χάνεις και τα ξαναβρίσκεις αραγμένα σε κάποιο καφενείο. Όπου γινόμαστε πιο παραγωγικοί και από τους Γερμανούς μόνο όταν έρχεται η ώρα να καταστρέψουμε τις ομορφιές της. Με εθνική περηφάνεια σα μια πίτσα και μια μπύρα: βοηθήματα απλώς για την καλύτερη απόλαυση ενός αγώνα μπάσκετ. Εδώ που χάνει η μάνα το παιδί και βγαίνει στον ANT1. Και που πάμε όλοι στρατό για να μάθουμε πως να γίνουμε δημόσιοι υπάλληλοι.
Για την Ελλάδα ρε. Παίρνω ντοπαρισμένη το μετάλλιο και γίνομαι και βουλευτής άμα λάχει.