Απόγευμα ο ήλιος έμπαινε μέχρι την πολυθρόνα του γραφείου. Ήταν ένας ήλιος γεμάτος, εκείνος που με τις αχτίνες του είναι έτοιμος να σε ταξιδέψει. Ένας ήλιος που σου γεμίζει την κόρη του ματιού χρώματα και αναμνήσεις. Ένας ήλιος που στα ξαφνικά μπαίνει στην αποθήκη της μνήμης σου και την φωτίζει. Χρόνια κλειστή. Οι σκιές από τους αραχνοϊστούς πάνω στην σκόνη άρχισαν να χορεύουν. Κουτιά στοιβαγμένα σε άτακτη τάξη, μνήμες, στιγμές, πίκρες, χαρές, πρόσωπα όλα εκεί, όλα. Δεν λείπει τίποτα… τίποτα.
Μια ηλιαχτίδα λοξοδρόμησε έπεσε πάνω στα κουτιά με τα πρόσωπα, εκείνα που κάποτε μπήκαν ή έβαλα στη ζωή μου. Ήταν εκεί μαζεμένα, πρόθυμα και έτοιμα σαν βαμπίρ, να ρουφήξουν φρέσκο αίμα. Πρόσωπα που πήραν κομμάτια από μένα, κομμάτια ζωής που προσφέρθηκαν από μένα. Κάποιες φορές, στα πεταχτά περνούν από τη σκέψη μου. Μου προκαλούν πόνο, θυμό, θλίψη, ίσως για αυτό δεν τα σκέφτομαι και συχνά. Η ηλιαχτίδα επέμενε να τα φωτίζει σαδιστικά.
Πρόσωπα που για εκείνα δεν ήμουν παρά ένα σκαλοπάτι για να ανέβουν ή μια σχεδία για να σωθούν ή ένα υπόστεγο για να μην βραχούν ή ένα καλό κρεβάτι με εγγυημένο οργασμό.
Πήραν… έδωσα.
Έδωσα απλόχερα αγάπη, τρυφερότητα, κατανόηση. Έδωσα πίστη, σκέψη, λατρεία. Έδωσα ότι είχα. Πήραν την αισιοδοξία για το δικό τους σκοπό. Πήραν αγάπη, τρυφεράδα, έρωτα που δεν γνώριζαν τι θα πει. Πήραν σιγουριά, σεβασμό. Πήραν ένα κόσμο υπέροχο, άγνωστο. Πήραν ορίζοντα.
Άφησαν πίσω το επισκεπτήριο τους …”εγκέλαδος”.
Και εγώ πήρα. Ναι πήρα… στιγμές που ήμουν στους εφτά ουρανούς και την ελεύθερη πτώση. Ναι πήρα… ό,τι μπορώ, τα πάντα για σένα… όποια εσένα. Ναι πήρα… το να σηκώνομαι ξανά. Ναι πήρα… να προχωρώ μόνο μπροστά.
Έμαθα; Δεν ξέρω .
Ψευδαίσθηση είναι να ζητάς το δικό σου; Τα δικά σου θέλω; Το μισό σου; Να μην συμβιβάζεσαι με υποκατάστατα; Να κοιτάς πίσω από την βιτρίνα;
Να ψάχνεις την “μία”; Την “μοναδική”; Αν είναι έτσι τότε δεν έμαθα τίποτα… λυπάμαι, θα συνεχίσω να ψάχνω την “ψευδαίσθησή” μου.
Ο ήλιος σιωπηλά έδυσε. Η ηλιαχτίδα έσβησε χάθηκε. Η πόρτα της αποθήκης έκλεισε. Ποιος ξέρει πότε θα ξανανοίξει…