Φόραγε σκουρόχρωμο μαντήλι στο γλυκό της κεφάλι και ζούσε σε ένα χωριό, σε ένα σπίτι με λίγες ανέσεις αλλά πολλές ζεστές γωνιές. Σε κάθε τραπεζάκι και ραφάκι του κουκλόσπιτου, κρέμονταν ένα ολόλευκο φωτεινό, πεντακάθαρο και με λεπτομέρεια φτιαγμένο, διακοσμητικό τραπεζομαντηλάκι που για ώρες, μήνες έφτιαχνε περίτεχνα.
“Κάποια από αυτά τα έχω στο σπίτι μου και δεν σου κρύβω πως σε πολλούς δεν είναι πολύ αρεστά. Μου λένε πως είναι τόσο μοντέρνο το σπίτι, να μην το κάνω “γιαγιουλίστικο”. Αλλά που να καταλάβουν αυτοί ε ;”
Ζούσε μόνη της τα τελευταία χρόνια καθώς η μοίρα δεν ήτανε πολύ γενναιόδωρη μαζί της . Της στέρησε αγαπημένα της πρόσωπα πολύ νωρίς και πολύ άγαρμπα. Διέκρινες εύκολα την πικρία στα μάτια της αλλά ποτέ δεν έχανε το χαμόγελό της. Ζούσε μόνη της και πάντα μας περίμενε με χαρά και ανοιχτές αγκαλιές όταν πηγαίναμε στο σπίτι της. Μόνη της, αλλά κάθε μέρα έπινε το καφεδάκι της στην αυλή του σπιτιού της με φίλες και την αδελφή της που την επισκέπτονταν. Το σπίτι της ήτανε ανοιχτό, αλλά η καρδιά της περισσότερο.
Θυμάμαι με πολύ αγάπη τα φαγητά της. Ότι μαγείρευε έσταζε μέλι –ακόμα δεν έχω δοκιμάσει φαγητά σαν τα δικά της. Τα έφτιαχνε με αγάπη και όταν σε μια κουζίνα τα υλικά ανακατεύονται με αγάπη, τα αποτελέσματα είναι μαγικά.
Πάντα με περίμενε το αγαπημένο μου πιάτο, όταν έφτανα στο σπίτι της και δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της όταν καθότανε απέναντί μου και με χάζευε να τρώω. Μια μικρή ιεροτελεστία. Μπουκιά, παύση, νερό, σαλάτα και πάλι από την αρχή. Με παρατηρούσε με τόση ευλάβεια και χαρά.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγκαλιά της. Δεν θα ξεχάσω τα βράδια που κουλουριαζόμουνα πάνω της και το κορμί της ήτανε για μένα μια ζεστή φωλιά που ανάβλυζε αγάπη, ασφάλεια και ανεμελιά. Έζησα τα πιο ανέμελα καλοκαίρια μου κοντά της .
Μια γυναίκα καθόλου μορφωμένη αλλά με απίστευτη παιδεία. Μια γυναίκα που δεν είχε δει πολλά μέρη αλλά είχε σεργιανίσει η καρδιά της και το μυαλό της τόσο πολύ που ένιωθες πως μπορείς να συζητήσεις μαζί της τα πάντα. Είχε χιούμορ και ήτανε πολύ έξυπνη. Πολύ νοικοκυρά και πολύ φιλόξενη. Το βασικό της ελάττωμα, ήτανε η τεράστια επιρροή που είχε πάνω της η γνώμη του κόσμου. Της το συγχωρώ, όμως, γιατί αυτά ήτανε τα βιώματά της, έτσι είχε μάθει. Δεν είχε την ευκαιρία να βγει «έξω από αυτό το κουτάκι».
Αυτή ήτανε η γιαγιά μου, που μου λείπει ακόμη πολύ. Έφυγε όταν ήμουν έφηβη και δεν πρόλαβε να με δει να ενηλικιώνομαι.
« Τώρα γιαγιά είμαι παντρεμένη και έχω δική μου οικογένεια. Θα ήθελα πολύ να έρθεις στον γάμο μου. Θα ήσουν πολύ περήφανη για όλους μας. Απέκτησα και ένα αγοράκι και θα χαιρόσουν πολύ να παίζεις μαζί του. Τώρα πια καταλαβαίνω πως ένιωθες για τα παιδιά σου. Μένω πια σε δικό μου σπίτι και μαθαίνω κι εγώ να μαγειρεύω. Όχι σαν εσένα, αλλά κάνω ότι μπορώ. Κάνω και δουλειές που και που. Ευτυχώς ο άντρας μου με βοηθάει πολύ. Έχω μεγαλώσει πια. Είμαι 33, αλλά ακόμη νιώθω 12. Σαν τότε που έπαιζα ώρες ατελείωτες στην αυλή σου. Έχω αγαπήσει, έχω αγαπηθεί, έχω πληγωθεί και πήρα πολλά μαθήματα απ τους ανθρώπους. Οδηγώ πια και έτσι θα ήτανε πιο εύκολο να σε φιλοξενώ στο σπίτι μου αφού δεν θα παίρναμε πια το τραίνο όπως παλιά.
Ζω με αξιοπρέπεια και δεν προσβάλλω την ζωή στο πέρασμά μου. Σαν εσένα. Δουλεύω σε μια εταιρία και η καθημερινότητα μου έχει πολύ κούραση τώρα με το μωρό, αλλά η καρδιά μου είναι γεμάτη. Εύχομαι κάπου να ξαναβρεθούμε γιατί θα έχω πολλά να σου πω. Δεν σε ξεχνώ ποτέ και ξέρω καλά πως κι εσύ με σκέφτεσαι. »