Ο Χρήστος Νικ. Παπακώστας στο βιβλίο του “Ηπειρωτικά” έκδοση 1967 στις σελίδες 319-320 αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Αθαμανίας στους οποίους συγκαταλέγονταν και οι αρχαίοι κάτοικοι του χωριού μιλούσαν Πελασγική γλώσσα. Όταν στην Ελλάδα κατέβηκαν οι Δωριείς αφομοιώθηκαν οι γλώσσες και προέκυψε η πελασγοδωρική διάλεκτος η οποία διέφερε κατά τι από την Ελληνική, ήταν όμως καταληπτή από όλους τους Έλληνες και από τον 4ο π.Χ. αιώνα ομιλούσαν όπως όλοι οι Έλληνες την Αττική διάλεκτο. Με το πέρασμα των Ρωμαίων, των Ενετών και των Τούρκων από την Ήπειρο προστέθηκαν στο λεξιλόγιο και ξένες λέξεις οι οποίες αφομοιώθηκαν πλήρως. Στη σελίδα 188 του ιδίου βιβλίου αναφέρεται ότι οι κάτοικοι των Τζουμέρκων στην προφορική εκφορά του λόγου ομιλούν με ορμή, ένταση και γρηγοράδα, συγκόπτουν ή αποσιωπούν φθόγγους, διφθόγγους και μη τονιζόμενες συλλαβές με αποτέλεσμα την περικοπή συλλαβών και άρθρων. |
Πχ. σκ(υ)λί-σκλί, σ(ι)τάρι-στάρι, τ(ον) ανθρώπου-τ’ ανθρώπ, τ(ης) Ελένης-τσΛένς.
Ο φιλόλογος καθηγητής κ. Στέλιος Σουγλές στο περιοδικό “Σκουφάς” στη σελίδα 424 έτος Δ’ τεύχος 9ο γράφει: «Το πρώτο γλωσσικό φαινόμενο που κάνει εντύπωση σε όποιον επισκέπτεται τα Τζουμερκοχώρια, είναι η αποβολή τον -ς της κατάληξης σε μερικές περιπτώσεις και ολόκληρης της κατάληξης της γενικής των θηλυκών ουσιαστικών. Έτσι ακούει κανένας τους Τζουμερκιώτες να λένε διαφορετικά από τους άλλους Έλληνες της χαράς-τς χαρά, της αλήθειας-τς αλήθεια, τς παπαδιά κ.ο.κ.»
Για να γνωρίσουμε καλύτερα το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού μας, θα ήθελα να μεταφέρω μια συνομιλία που έγινε παλιά μεταξύ δύο γυναικών του χωριού και της οποίας υπήρξα ακροατής. Συνομιλούσαν η Κώσταινα του Καλατζή και η Αλέξαινα του Παπά. Το λόγο είχε η Κώσταινα και εξιστορούσε στην Αλέξαινα ένα περιστατικό της προηγούμενης μέρας:
«…Πλές Αλέξαινα ψές είχα πάει στον ΑϊΧστόφορου να μάσου δυό γίδες πούχαν ξικόψαπ’ τσάλλες κι είχαν ζουνιαστεί σ’ (τ)ζανάκα. Πήγαν απάν στ’ διαόλ τ’ μάνα στα τσιουγκριά και στάλ(ι)ζαν. Μ’ βγήκι η ψχή όσου να πάω να τς μάσω και να τσ’ φέρω πίσου. Όσπου να βγον στο Καραούλ κόπ’ καν κάτ’ παλιοτσάρχα πούχα πουδιμένα. Αϊ τώρα σύρε ξ’ πόλτ στ’ Ζανάκα. Τι νάκανα όμως; πάτα-πάτα έφτακα. Μ’ γίγκαν τα πουδάρια απ’ κάτ’ σα γρουνοτόμαρο. Τς ήβρα κι τσίφηρα πίσω ολ’ τ’ νύχτα. Είχα κακιά απουσταμάρα κ’ήθελα να κοιμθού. Τα πιδιά έσκζαν γιατί ήταν θεονήστκα, τσ’ έφκιασα νια κουρκούτ, ρούπουσαν και πέσα-μαν να κοιμθού με σμα του πρωί, γιαυτό σήμερα μ(ι)νστάζ και δεν μπουρού να πιρπατήσω.»