Αγαπητέ παππού με την κόκκινη στολή,
Ξέρω πως δεν υπάρχεις, παρά ταύτα θα σου γράψω άλλη μια χρονιά, όπως συνηθίζω να κάνω τα τελευταία τριάντα-κάτι χρόνια της ζωής μου (άντε κάτι λιγότερα, μιας και δεν γεννήθηκα με το επιστολόχαρτο στο χέρι…).
Σε απομυθοποίησα, καθότι τσογλάνι, από την ηλικία των έξι, όταν προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν στον καναπέ του σαλονιού, απέναντι από το φωτισμένο δέντρο και είδα τον πατέρα μου να κουβαλάει τα δώρα και να τα τοποθετεί κάτω από το δέντρο. Δεν του το είπα ποτέ, καθώς μέχρι και την εφηβεία μου (όπου τα δώρα αντικαταστάθηκαν με μετρητά), η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον στενοχωρήσω.
Κατά καιρούς, σου έχω ζητήσει διάφορα πράγματα. Πιο μικρός, η ευτυχία μου ολοκληρωνόταν με μια κασέτα GAMEBOY, λίγο αργότερα με κάτι πιο ακριβό, όπως ένα ηχοσύστημα για το δωμάτιό μου ή με εκείνο το ποδήλατο που είχα δει να καβαλάει το βλαμμένο του γείτονα και το ήθελα κι εγώ.
Μετά, εκεί στο τέλος του σχολείου, οι επιθυμίες γινόντουσαν λίγο πιο μεγαλεπήβολες. Εναπόθετα (και στη δική σου βοήθεια) τις ελπίδες μου να περάσω σε μια σχολή, κάπου εκτός Αθήνας, μόνο και μόνο για να μπορέσω να ζήσω το όνειρο του Αθηναίου φοιτητή που σκάει σε μια επαρχιακή πόλη και τα κάνει όλα μπουρδέλο.
Με τα χρόνια, θυμάμαι ότι το main project του γράμματος συσχετιζόταν με κάτι που ταυτιζόταν χρονικά με τις γιορτινές ημέρες και αφορούσε άυλα θέματα. Έτσι π.χ. μια χρονιά σου ζήτησα να κάνεις καλά τη γιαγιά μου, που ήταν στο κρεβάτι του πόνου. Δεν το έκανες –και λογικό το βρίσκω – αφού δεν υπάρχεις. Δεν σου κράτησα κακία. Τουναντίον.
Ακόμα και τώρα, που έχω μάθει, όπως όλοι μας (με καλό ή όχι τρόπο) ότι οι επιθυμίες, τα θέλω και οι προσδοκίες μας εξαρτώνται από εμάς τους ίδιους, δεν παύω να σου γράφω, όχι γιατί περιμένω να εμφανιστείς ξαφνικά και να κάνεις πράξη αυτό που ζητάω, αλλά γιατί όλοι οι άνθρωποι, πρώτος εγώ, θέλουμε κάπου να εναποθέσουμε μια κρυφή μας ελπίδα. Κάποιοι τα πάνε πιο καλά με το Θεό, εγώ τα πάω λίγο καλύτερα με σένα.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, για φέτος (και εξ όσων κρίνω και για πολλά χρόνια ακόμα), θα σου ζητάω ένα και μόνο:
Να φέρεις ζεστασιά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μη γελάς, είναι το πιο σημαντικό πράγμα κι έρχεται με διάφορους τρόπους: με μερικά ξύλα στη σόμπα, με λίγο πετρέλαιο στα καλοριφέρ, με μια αγκαλιά, μ’ ένα χαμόγελο, με μια όμορφη κουβέντα.
Αν τα πρώτα δύο δε θεωρούνται δεδομένα για πολύ κόσμο, είναι στο χέρι των υπολοίπων (που τα έχουμε εξασφαλίσει) να βοηθήσουμε αλλήλους. Ως πολλοί, μικροί, Santa Claus, στη θέση τη δικιά σου αντί για εσένα (πού να πρωτοσύρεις, στην ηλικία σου, τους τάρανδους;)
Για όσους, όμως, τα δύο πρώτα θεωρούνται δεδομένα, τα υπόλοιπα δεν ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Τουλάχιστον όχι πάντα. Μέρες που είναι, λοιπόν, εμφύσησε σε όλον τον κόσμο το πνεύμα των Χριστουγέννων υπό τη μορφή της χαμογελαστής φατσούλας.
Μου είναι αρκετό. Κι ας μην υπάρχεις…
🙂