Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουμε περισσότερα φαστφουντάδικα που περνάς με το αμάξι. Στα λίγα που παρέχουν αυτήν την εξυπηρέτηση υπάρχει πάντα ολόκληρη ουρά από οχήματα που περιμένουν. Τα λένε φαστφουντάδικα αλλά όλοι που τρώνε συχνά εδώ γίνονται αρκετά αργοί τελικά μου φαίνεται. Και είμαι σίγουρος ότι αν σκάσω μύτη με κοντό άσπρο πουκάμισο καλά σιδερωμένο και γραβάτα θα μπορώ να απολύσω δυο τρεις εκεί μέσα και ούτε θα καταλάβουν ότι δεν είμαι διευθυντής τους.
Δυνάμωσα τη μουσική. Είναι ωραίος τρόπος να εντυπωσιάσω τους άλλους στην ουρά και να καταλάβουν τι κουλτουριάρης είμαι. Έβαλα στην διαπασσών τρίτο πρόγραμμα αλλά δυστυχώς έπεσα πάνω στην στιγμή που διαφήμιζε Ρώσικα μπαλέτα στο Ηρώδειο. Γαμώτο θα με παρεξηγήσουν.
“Δεν είμαι γκέι!” φώναξα δυνατά, έτσι για να ξεκαθαρίσω το τοπίο καθώς έκλεινα το ραδιόφωνο.
Μπροστά ένας καθυστερούσε.
“Τι διάολο σκέφτεσαι ρε μπάμια;” του φώναξα. “Το μενού είναι ίδιο εδώ και μισό αιώνα ρε τσίρκο!”
Με κοίταξε τσαντισμένος. Είχε και γκόμενα μαζί και δεν ήξερε πιο πρωτόκολλο θα την κάλυπτε ως προς την τιμή της.
“Ρε, εδώ είναι ΦΑΣΤφουντάδικο” συνέχισα από την ασφάλεια του αυτοκινήτου μου εγώ. “Αν ήταν να κάνεις τόση ώρα να πήγαινες σε ΣΛΟΟΥφουντάδικο ρε!” Άφησα την φοβερή μου ατάκα να χωνευτεί από τον βαρύμαγκα γκομενιάρη.
Πιο μπροστά ένα αυτοκίνητο πήρε το φαγητό του αλλά μετά κοκκίνησαν τα φώτα των φρένων και γύρισε με τα πόδια στο γκισέ με την παραγγελία αγκαζέ. Θα έπρεπε να έχουν τρία παράθυρα σε αυτά τα drive through. Ένα για την παραγγελία, ένα που παραλαμβάνεις το φαγητό σου και ένα τρίτο που διορθώνει τα λάθη σε αυτά που σου έδωσαν τελικά.
-Τι θέλεις αγάπη μου;
Αυτό είναι! Παρατάω την παραγγελία, πάω σπίτι και λέω στην γυναίκα μου ότι χωρίζουμε. Με γουστάρει σίγουρα, με είπε αγάπη της. Το ξανασκέφτηκα. Μήπως είπε τα ίδια και στους άλλους; Ας παραγγείλω καλού κακού, να το αναγγείλω χορτάτος το διαζύγιο τουλάχιστον. Ο πιο γρήγορος δρόμος στην καρδιά ενός άντρα είναι από το στομάχι του. Ειδικά αν είσαι πιο κοντή από αυτόν και τον καρφώνεις με μεγάλο μαχαίρι από κάτω προς τα πάνω.
“Δουλεύεις καιρό εδώ;” της λέω, έτσι για να σπάσει ο πάγος.
-Ναι, έναν χρόνο.
“Α, κατάλαβα”. Δεν ξέρω τι υποτίθεται ότι είχα καταλάβει. Ίσως ήταν μεταμφιεσμένος μυστικός πράκτορας ο οποίος έχασε τις υπερδυνάμεις του και τώρα δούλευε εδώ όσο σχεδίαζε την εκδίκησή του. Δεν ήμουν σίγουρος πως να το συνεχίσω.
“Να ρωτήσω κάτι;”
-Ότι θέλετε!
Α, όχι πληθυντικό τώρα που το πάω καλά! Έβαλε την κασέτα από την εκπαίδευσή της στα κεντρικά της αλυσίδας μου φαίνεται. Πρέπει να σκεφτώ κάτι για να της κάνω εντύπωση, κάπως να ξεχωρίσω.
“Αληθεύει ότι βάζετε στα χάμπουργκερ ανθρώπινο κρέας για να μας προετοιμάζετε για την εποχή των ζόμπι;”
Δούλεψε. Έμεινε παγωτό. Και όχι από αυτά τα παγωτά κρέμα του ενός ευρώ που πουλάνε εδώ. Παγοκολώνα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα.
-Θέλετε κάτι ακόμα;
“Ώπα κοπελιά, μόλις γνωριστήκαμε!” χαχάνισα μόνος μου αν και το είπα αρκετά δυνατά για να το ακούσουν όλοι ως και το διπλανό φαστφουντάδικο.
“Βάλε δυοτσιζχωριςκετσαπμιαμεγαληπατατεςκαικοκακολααπότομηχάνηματεραστια”. Να’ταν εδώ ο βλάκας με την γκόμενα να έπαιρνε σημειώσεις, ΕΤΣΙ μπαίνουν ρε οι παραγγελίες!
“Και με αυτό, ολοκληρώθηκε η παραγγελία μου” είπα με στόμφο πριν προλάβει να μου το πει αυτή. Είναι σημαντικό να ξέρει ότι εγώ είμαι το αφεντικό εδώ πέρα.
Στο αμάξι μπροστά μου στην ουρά που περίμενε στο γκισέ να παραλάβει ο οδηγός έκανε κάτι περίεργους σπασμούς. Βγήκα από το αμάξι, άρπαξα από την κοπέλα το μολύβι που κρατούσε και έτρεξα προς τα εκεί. Τον πέταξα στην άσφαλτο, έχωσα το μολύβι στην καρδιά του και το συνέδεσα με την μπαταρία του αυτοκινήτου του. Ευτυχώς συνήλθε.
Δεν αντέχω να περιμένω στο φαστφουντάδικο.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας που τρώει μπουρίτο και έχει μεγάλο μπουρί. Αλήθεια. Το έχω δει.