Τα κείμενα του μοναδικά. Συνδέονταν με ολόκληρες γενιές αφού στα γραπτά του ζωντάνευαν τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας που εξελισσόταν στις αρχές του 20ου αιώνα και έδινε το δικό της ανεπανάληπτο στίγμα.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκε το 1867 στην Κωνσταντινούλη από το Ζακυνθινό Διονύσιο Ξενόπουλο και την Φαναριώτισσα Ευθαλία Θωμάδου και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Το 1883 μετέβη στην Αθήνα και γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή, την οποία εγκατέλειψε για ν’ αφοσιωθεί τελικά στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία.
Υπήρξε από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς της γενιάς του, αφού έγραψε πλήθος από άρθρα, κριτικές, χρονογραφήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Στα πρώτα κείμενά του («μυθιστορήματα επαρχιακών ηθών», όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος), τοποθετούσε τη δράση στη Ζάκυνθο. Το θέμα γύρω από το οποίο συνήθως περιστρέφονται τα κείμενα αυτά είναι οι διαμάχες ανάμεσα στους ευγενείς και τους αστούς της Ζακύνθου στα τέλη του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα την τελική επικράτηση των αστών. Αργότερα έγραψε «αθηναϊκά» μυθιστορήματα που είχαν ως βασικό θέμα τους τα προβλήματα του αστικού πληθυσμού. Είναι ο πρώτος λογοτέχνης που μετέφερε τις ιστορίες των έργων του από το χωριό στην πόλη, από τη ζωή της υπαίθρου στην αστική ζωή, γράφοντας τα πρώτα ελληνικά αστικά διηγήματα και μυθιστορήματα και θεωρήθηκε ο εισηγητής της αστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα.
Στα έργα του ενδιαφέρεται να παρουσιάσει με τρόπο ρεαλιστικό την κοινωνία και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις τάξεις. Ο έρωτας αποτελεί κεντρικό θέμα τους και τα κύρια πρόσωπα είναι συνήθως γυναίκες. Αυτό φαίνεται και από τους τίτλους αρκετών από αυτά: Μαργαρίτα Στέφα (1906), Λάουρα(1915), Αναδυομένη (1925), Τερέζα Βάρμα Δακόστα (1925).
Ο συγγραφέας, που ζούσε αποκλειστικά από την πένα του, έγραψε ένα πλήθος έργα, καθώς και άρθρα, κριτικές, χρονογραφήματα και πολλά θεατρικά έργα. Η πληθωρική παραγωγή του Ξενόπουλου, όπως παρατήρησαν οι κριτικοί, έβλαψε την ποιότητα του έργου του, το οποίο συχνά παρουσιάζει σημάδια προχειρότητας και μια εύκολη προσαρμογή στο γούστο του μέσου αναγνώστη. Οι κριτικοί όμως του αναγνώρισαν παράλληλα την αφηγηματική ευχέρεια, την παρατηρητικότητα και την άψογη συγγραφική τεχνική.
Ανάμεσα στα έργα του ξεχώρισε η τριλογία των μυθιστορημάτων Πλούσιοι και φτωχοί (1919), Τίμιοι και άτιμοι (1921) και Τυχεροί και άτυχοι (1924),όπου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω σε κοινωνικά θέματα και το κατορθώνει με επιτυχία. Γύρω στο 1900 επηρεασμένος από τον θεατρικό συγγραφέα Ερρίκο Ίψεν ο Ξενόπουλος έδωσε και τα πρώτα του δράματα.
Από το 1895, ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, το πιο μακρόβιο περιοδικό για παιδιά που άρχισε να εκδίδεται το 1879 και η έκδοσή του έφτασε μέχρι το 1948, όταν πλέον ο Ξενόπουλος έπαψε να είναι διευθυντής του. Η Διάπλασις φιλοξένησε στους κόλπους της εκτός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αθηναϊκής και της επτανησιακής σχολής, όλους τους σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’80 και βέβαια μεταγενέστερους, όπως τον Δημήτριο Καμπούρογλου, τον Γεώργιο Σουρή, τον Δροσίνη, αλλά και τον Παλαμά, τον Βιζυηνό, τον Προβελέγγιο, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Σωτήρη Σκίπη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα. Στο περιοδικό ο Ξενόπουλος με το ψευδώνυμο «Φαίδων» υπέγραφε τις «Αθηναϊκές επιστολές», οι οποίες απευθύνονταν σε μαθητές των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου ή σε φοιτητές και αντλούσαν τη θεματολογία τους από την επικαιρότητα (ιστορική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική). Οι «επιστολές» συνοδεύονταν από ένα συμπέρασμα σε μορφή διδάγματος, προτροπής ή προβολής ενός θετικού παραδείγματος.
Ο Ξενόπουλος, εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε θεατρικά έργα και αποτέλεσε το στυλοβάτη του νεότερου ελληνικού θεάτρου. Τα θεατρικά του έργα είναι απλά, με καλή κατασκευή και συνήθως με ενδιαφέρουσα πλοκή. Είναι ευκολονόητα και κατακτούν εύκολα όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα πρόσωπά του είναι κοινοί, μέτριοι άνθρωποι χωρίς καμιά εξαιρετική ιδιότητα ούτε βάθος ψυχικό, είναι όμως ζωντανοί, αληθινοί άνθρωποι. Οι πιο επιτυχημένες δημιουργίες του είναι τα πρόσωπα των συναισθηματικών κοριτσιών που τα έπλασε με ξεχωριστή στοργή και που γοήτεψαν το πανελλήνιο με την αυθορμησία τους, τη δροσιά τους, τη χάρη τους και, κάποτε, με τη νεανική περιπάθειά τους.
Ο Ξενόπουλος ξεκίνησε το 1895 με δράματα επηρεασμένα από τον Ίψεν και το 1904 έδωσε το αρτιότερο ίσως έργο του, Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας . Από τα θεατρικά του έργα, πολλά από τα οποία προήλθαν από τα μυθιστορήματά του, τα πιο αξιόλογα είναι Στέλλα Βιολάντη, Ψυχοπατέρας , Φωτεινή Σάντρη , Ο πειρασμός, Το φιόρο του Λεβάντε, Οι Φοιτηταί, Ο ποπολάρος. Τα έργα του παίζονται ακόμη και σήμερα, διότι εκτός των τεχνικών τους προτερημάτων, «μας δίνουν μια ζωηρή, με πολύ χρώμα, αναπαράσταση μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να κινεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον μας […] και γιατί η ηρεμία που την περιέβαλλε και μέσα στην οποία το κάθε ιδιωτικό περιστατικό έπαιρνε διαστάσεις κοσμοϊστορικού γεγονότος, μαζί μας διασκεδάζει και κάπως μας συγκινεί», σημειώνει ο Άλκης Θρύλος.
Σημαντικός τομέας δραστηριότητας του Ξενόπουλου υπήρξε επίσης η κριτική, την οποία άσκησε από την αρχή της σταδιοδρομίας του μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δημοσίευσε κριτικές μελέτες για παλαιότερους συγγραφείς (Λασκαράτος, Ροΐδης, Βικέλας) και συγχρόνους του (Παύλος Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), Έλληνες και ξένους (Ίψεν, Στρίντμπεργκ). Οι κριτικές αυτές, μαζί με μερικά παλαιότερα άρθρα (π.χ. «Αι περί Ζολά προλήψεις») και με μερικά μεταγενέστερα, ορισμένα από τα οποία δημοσιεύτηκαν στον Νουμά (π.χ. «Το διήγημα και ο κ. Βουτυράς»), αντιπροσωπεύουν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του «Τεχνικού της κριτικής», όπως τον αποκάλεσε ο Δημαράς.
Για το έργο του τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος το 1912, με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1922 και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1929. Επίσης το 1931 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέθανε το 1951, πικραμένος από θλιβερά γεγονότα που σημάδεψαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του, καθώς το 1944, κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών το σπίτι του ανατινάχτηκε, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοκληρωτικά και η πλουσιότατη βιβλιοθήκη του!