Πέρασε τόσος καιρός από τότε που άρχισα να πηγαίνω στο γυμναστήριο και πλέον δε θυμάμαι το λόγο, μπορεί να ήταν μια ερωτική απογοήτευση. Η ουσία είναι μια, εξακολουθώ να πηγαίνω.
Κάθε απόγευμα φορτώνομαι το σάκο με όλα τα σέα και τα μέα στην πλάτη μου και ξεκινάω. Παρκάρω όσο πιο κοντά γίνεται, σβήνω το τσιγάρο πριν το κεφαλόσκαλο, καλώ το ασανσέρ και τσουπ έφτασα.
Αρχίζω τις χαιρετούρες, και σε κανά εικοσάλεπτο μετά κοιτάζω το ρολόι. Πανικόβλητος τρέχω στα αποδυτήρια. Πάλι θα αργήσω τα Πι-Αρ μου μέσα και θα μου βάλει η κυρία τις φωνές. Για να είμαι ειλικρινής αν δεν υπήρχε αυτή, θα έκανα καριέρα σε πάνελ μεσημεριανής εκπομπής και δε θα σταύρωνα ούτε μια πρόταση των χειρών.
Ετσι είμαι, αν με αφήσεις, εντελώς ατάσθαλος. Γι’ αυτό μπαίνω πάντα σε μια αίθουσα με κάποιο πρόγραμμα. Παράδειγμα τις προάλλες μπήκα στην αίθουσα της ζούμπα. Μου είπαν πως κάνουν κάτι λάτιν χορευτικά και μπούκαρα για ένα σπέσιαλ γκεστ. Τον έχω το ρυθμό μέσα μου λέω, άρα ένα κι ένα για μένα.
Ανοίγω την πόρτα και λαμβάνω θέση. Ωρε και που αρχίζουν να παίζουν τα κετελαπόνγκο κετελατόνγκο να προσπαθώ να λυγίσω το Δωρικού ρυθμού κορμί μου! Στο δεκάλεπτο πάνω, κετελαπόνγκο το ζερβό πόδι μου από τη μια μπάντα, κετελαπόνγκο το δεξί από την άλλη. Αστο λέω και αποχωρώ, καλύτερα να πάω σε αυτά που τα κατέχω.
Ανοίγω άλλη πόρτα, πιάνω ήσυχα-ήσυχα τη γωνίτσα που είναι όπως έγραφαν παλιά στα αστικά λεωφορεία “Δια άτομα ηλικιωμένα ή χρήζοντα βοηθείας.” Απλώνω στρώματα και τα ρέστα σύνεργα βασανιστηρίων καθώς η διπλανή στρώνει την υπέρδιπλη πετσέτα θαλάσσης, προσφορά από το τηλεμάρκετινγκ, με όλο το τροπικό δάσος απάνωθέ της και περιμένω να σκάσει μύτη το γκαρσόνι από το μπητσόμπαρο να του δώσω παραγγελιά μια καϊπίρινια.
Και τότε μπαίνει αυτή! Πατάει το πλέυ στο σύστημα και αρχίζουν να παίζουν τα σέηκ και άλλα τέτοια Αμερικάνικα.
– Τρέχουμε τώρα, προστάζει και δεν σηκώνει αντιρρήσεις! Ενα τσούρμο ταλαίπωροι αρχίζουμε το ποδοβολητό γύρω-γύρω όλοι κι εγώ στη μέση – μπράβο ρε Τόλη! – σα βλαμμένα χάμστερ. Ενίοτε έως σπανίως ακολουθώ το ρυθμό εκτός εάν προπορεύεται εν είδη λαγού ωραίο σφιχτό, κοσάρικο κωλαράκι.
Κι ύστερα κι ύστερα αρχίζουν τα πολύ δύσκολα. Να τα τζακς πάνω-κάτω τα χέρια, να οι λάντζες κοινώς σκύψε ευλογημένε, τα τσιζ κέηκ, ή όπως στα διάλα τα λένε και άλλα πολλά ακατανόμαστα.
Τα βογγητά δίνουν και παίρνουν λες και συμμετέχουμε σε Γερμανική τσόντα και να, η από πίσω αλληθώρισε, το ένα μάτι κοιτάζει το μπακλαβά, το άλλο το καταΐφι. Τι μας κετελαπόνγκο μάνα μου!
– Πως είμαστε; ρωτάει όλο συμπόνια η αφέντρα. Τι να σου πω τώρα, πριν καμιά ώρα θα σου απαντούσα: “Ψηλοί, ωραίοι και γοητευτικοί” για τώρα αμφιβάλλω γενικώς. Μην διανοηθείς και κάνεις κάτι στραβό, θα σου ρίξει βλέμμα υποτιμητικό σαν της Αγγλικού που είχα όταν της έλεγα λάθος τον Σίμπωλ Πάστ.
– Πάμε στα στεπ, λέει και σερνόμαστε σε κάτι σαν πεζοδρόμια καταμεσίς του χώρου. Το ξέρω το δράμα που θα ακολουθήσει. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Δε θα πετύχω μια φορά αυτό το διεστραμμένο μυαλό που σκέφτηκε όλες αυτές τις ασκήσεις για το σκαλοπάτι, μια φορά, αυτό μόνο λέω.
– Παίρνουμε αναπνοή και ανεβαίνουμε στα μποσού, είναι η νέα διαταγή. Οπου μποσού είναι κάτι σαν καρούμπαλα γίγαντα και μεις πάνω τους να ισορροπούμε λες και είμαστε κανίς σε τσίρκο. Ενα, δύο, τρία, μετράει τώρα ως το οκτώ. Που αυτό με το οκτώ είναι το αγαπημένο νούμερο των γυμναστών και του ψεύτη δεν το κατάλαβα ως τη στιγμή που πριν προλάβουμε να κατεβούμε ακούω: “Πάμε για άλλα οκτώ” κι όλα μονομιάς γίνονται ξεκάθαρα.
– Ακίνητοι, ένα, δύο τρία, τέσσερα, η δίπλα γκρεμίστηκε, πέντε, έξι, εφτά και το οκτώ έρχεται όταν της καπνίσει. Διότι παρατηρημένο, οι γυμναστές έχουν μια αίσθηση του χρόνου πολύ σαδιστική.
Το λεπτό που αρχίζουν οι διατάσεις επανακτώ την πίστη μου στο Θεό. Λίγο αργότερα εγκαταλείπουμε την αίθουσα και
Ουπς!
“Ρε παιδία κάποιος να ξυπνήσει την κυρία που αποκοιμήθηκε στην υπέρδιπλη!”
Αφιερωμένο στη Μαρία Ν
Για όσους έχασαν το πρώτο μέρος πατήστε το λινκ: Τι μαρτυράμε εμείς οι αθλούμενοι
Φωτογραφία: www.telegraph.co.uk