“Δεν είσαι νεκροθάφτης! Το ήξερα εγώ.”
To κοριτσάκι μου έκανε πάσα και το ξαναέβαλα από το τρίποντο. Άγγιχτο. Με κοίταξε με χαμόγελο.
“Είδες;”
Ούτε που το θυμόμουν καλά καλά το παιδί. Την άλλη φορά είχε αποφανθεί ότι είμαι επαγγελματίας μπασκετμπολίστας γιατί τα έβαζα πάλι όλα. Για κάποιο λόγο την λένε “Μάριο” αν και κορίτσι. Από τον Super Mario. Δεν το έβγαλα εγώ. Το έχω κόψει να βγάζω παρατσούκλια για πλάκα γιατί μετά τα ξεχνάω και έρχεται κάποιος άσχετος και με ρωτάει “τι κάνει ο Λένιν” κοιτώντας τον σκύλο μου. Την προηγούμενη φορά που την πέτυχα στο γήπεδο με είχε πρήξει να ρωτάει τι δουλειά κάνω. Είχα πει ένα σωρό άσχετα. Και τον νεκροθάφτη. Προφανώς αρκετά πειστικά γιατί τώρα το κουβαλούσε το θέμα, την απασχολούσε.
Είναι τρελή η εποχή μας. Φοβάσαι να πιάσεις κουβέντα με ένα κοριτσάκι μη και σου την πέσουν ότι είσαι παιδόφιλος. Η μαμά της κάπου γυρόφερνε, έψαχνε δικαιολογία να έρθει πιο κοντά να μάθει τι λέμε. Την είδα να πηγαίνει στο τζιπ και μετά να έρχεται με ένα κουτί. Καθώς έφτανε στην μπασκέτα η μπάλα από το λιγότερο πετυχημένο τρίποντό μου παραλίγο να την πετύχει. Έκανε ένα προσποιητό χαμόγελο, από αυτά που κάνουν οι άσχετοι γονείς που δεν έχουν επαφή με τα παιδιά όταν θέλουν να αποκτήσουν επαφή για λίγο πριν εξαφανιστούν πάλι.
“Αλκυοοοοόνη!” Ωπα. Μάριο την λέμε εμείς όλοι και η μάνα της Αλκυόνη και μάλιστα με τραγουδιστή φωνή. Έχουμε σοβαρή διαφορά φάσης. Το κοριτσάκι την αγνοούσε. Η μητέρα έφτασε κάτω από το στεφάνι με το κουτί για να μας αναγκάσει να σταματήσουμε. Συστήθηκα και κάναμε χειραψία. Κάπως ξενέρωτη βέβαια, το χέρι της ήταν σαν νεκρό και κρύο βατράχι. Ο Μάριο έσκαγε την μπάλα και είχε συγκεντρωθεί να το βάλει με ταμπλό όπως του έδειξα πριν λίγο. Η μητέρα ακάθεκτη. Πρέπει να προστατέψω εγώ λοιπόν. Ότι χαζοφαγητό κι αν μας έφερε, δεν πρέπει να διακόψουμε την προπόνησή μας.
“Σου έφερα ένα μικρό…”
Καθώς άνοιγε το κουτί, έβαλα μέσα το χέρι και άρπαξα ότι βρήκα. Έπρεπε να την βγάλουμε από το γήπεδό μας. Το έβαλα στο στόμα και άρχισα να μασάω.
“…κυκλάμινο!” Η μαμά του Μάριο έμεινε με ανοιχτό στόμα. Εγώ αναγκαστικά μασούσα, μπας και καταπιώ το φυτό. Ευτυχώς ήταν φρέσκο και το χώμα είχε κάτι πρόσθετα και όχι κοπριά. Αυτή νόμιζε ότι θα βρούμε συναρπαστικό το δώρο, εγώ νόμιζα ότι είχε φέρει γλυκά. Αμάν πια αυτά τα κυριλέ λουλουδάδικα με τις παραπλανητικές συσκευασίες τους. Την κοίταξα άφοβα. Αφού το άρχισα έτσι, έτσι θα το τελειώσω, με τσαμπουκά. Αλλά ακάθεκτη, χωρίς να κλείσει το στόμα, ολοκλήρωσε την πρόταση της με στυλ.
“…είναι και καλό για χορτοφάγους ίσως.”
-Δεν ειμβαι χορδτοφαγκος, προσπάθησα να πω με γεμάτο στόμα. Ένα κλαδάκι μου πετάχτηκε από το δόντι που είχε πιαστεί και την χτύπησε στο μάτι.
“Ε, καλά δεν πειράζει!” Χαζογέλασε και γύρισε να φύγει. Κατάπια επιτέλους. Λίγο γρατζούνισα τον λαιμό μου αλλά άξιζε. Ώρα για το κερασάκι:
-Νόστιμο ήταν! Μήπως έχετε κι άλλο;
Έκανε ότι δεν με άκουγε. Πήρα την μπάλα: “Μάριο, έλα πιο κοντά στο καλάθι. Από τόσο μακριά κάνεις λάθος σουτ.”
Ο Μάριο έπιασε την μπάλα και με κοίταξε. Έχει μια αυθάδεια που το λες και θάρρος. Το θαυμάζω στα παιδιά αυτό αρκεί να μην είναι δικά μου.
“Εγώ πάντως την λέω Μπου την μαμά μου.”
-Σε ενοχλεί που σε λέει Αλκυόνη, ε; Μπου την λες από την ταινία; Στο Monsters το κοριτσάκι;
“Όχι, Μπου από το μπούμερανγκ. Ότι και να της κάνεις πάλι γυρνάει η καριόλα.”
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης κατά 99% την πήδηξε την μαμά στην ιστορία αυτή. Βέβαια την κατασκεύασε κιόλα από το μυαλό του. Το τζιπ δεν είμαι σίγουρος αν το πήρε μετά και σπίτι του, ακόμα και στα όνειρα ή τις φανταστικές ιστορίες φορολογείσαι πιο πολύ στα μεγάλα κυβικά.)