Ήταν οι εποχές που δεν είχαμε κινητά, 4G, Mpeg4, HDMI, ΔΝΤ και μια ολόκληρη ζωή GTP.
Ιδέα δεν είχαμε για το Instagram, τα selfies ούτε κουβέντα, γυρίζαμε φορτωμένοι με ρολά φιλμ, για τις χριτς-κλατς-κλικ Kodak μας.
Απλώναμε πετσέτα σε μέγεθος επαρχιακού αεροδρομίου στην αμμουδιά, διότι το Βeach και το Bar ήταν δυο εντελώς ξεχωριστά πράγματα μέχρι τη στιγμή που τα μπητσόμπαρα άρχισαν να ξεφυτρώνουν αυθορμήτως πάνω στο κύμα. Για αντηλιακό ούτε λόγος, αποκτούσαμε στο κορμί μας ένα κατακόκκινο, του εγκαύματος, μπατίκ και να μετά κατάπλασμα τα γιαούρτια.
Κι είχαμε ζωή. Γελούσαμε με ήχο, όχι πληκτρολογώντας LOL. Σήμερα σου λένε πως είσαι δυσκολόλ άνθρωπος, που δεν κάνεις Like και RT στο ηλιοβασίλεμα που το έχεις εκεί μπροστά σου. Δεν προσαρμόζεσαι.
Θέση Γ΄Τουιστική, με όλα τα μπαγκάζια αραδιασμένα στο κατάστρωμα. Ταξίδι στο Αιγαίο, με καράβι τόσο γρήγορο που μερικές ώρες αργότερα προσφέρεσαι εθελοντικά να τραβάς κουπί, να προφτάσεις να πατήσεις πόδι στη στεριά τον ίδιο αιώνα με αυτόν που ξεκίνησες.
Ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Με κοινόχρηστο μπάνιο, σειρά προτεραιότητας, χωρίς ποτέ να προλαβαίνεις μια στάλα χλιαρό νερό.
Κι αν ήσουν από τους τυχερούς, έκλεινες κλιματιζόμενο. Και να κάνει τόσο θόρυβο το air condition που κάθε τόσο ρωτούσες αν φτάσαμε ή ζητούσες να σε βάλουν σε άλλη θέση κι όχι καβάλα στην τουρμπίνα…
Γύρω-γύρω στα γραφικά δρομάκια, όλα με άσπρα σπιτάκια και μπλε πορτοπαράθυρα κι ήξερες με βεβαιότητα πως πάλι τα ίδια και πάλι χάθηκες. Πάλι φταίω εγώ;
Μυρωδιές τόσες από αρώματα, after suntan, τηγανητό καλαμάρι που ευγνωμονούσες που δεν γεννήθηκες λαγωνικό να πάθεις οσφρητικό βέρτιγκο.
Βόλτες χεράκι-χεράκι οι ερωτευμένοι. Να μοιράζονται την καρδιά του καρπουζιού, ένα για σένα και για εμένα αγάπη μου, γιατί αφήνεις τα κουκούτσια και τις φλούδες;
Και μετά, πω-πω φωνές και γέλια και δυνατή μουσική, κοιλιά αδειανή αφού τα καταβρόχθισε όλα τα λιγόφαγο “μωλάκι”. Φιγούρες στον χορό, που έτσι και τις κάνεις τώρα προδίδεσαι εάν και εφόσον μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.
Και πίσω στο δωμάτιο. Κρεβάτι να τρίζει, στρώμα που έχει πάρει το σχήμα όλων των σωμάτων που κοιμήθηκαν εκεί, πριν από σένα. Και να θέλει και σεξ, που ακόμη δεν έκαψε ούτε το μισό από όσο σαβούρωσε το “άει στον διάολο μωλάκι“. Πήγαινε να παίξεις σε άλλο φυστικοχώραφο.
Και το πρωί, με το που θα σκάσει μύτη ο ήλιος να τα έντομα μες τις φυλλωσιές, να μη βγάζουν το σκασμό, ενώ το ζώο μέσα συνεχίζει την ολοκληρωτική κατάληψη του κρεβατιού, που δεν άφησε πόντο να ξαποστάσεις παΐδι, ροχαλίζοντας ως το μεσημέρι. Που δε σκέφτηκα ούτε μια φορά πως οι διακοπές θα ήταν ξεκούραστες πραγματικά, δίχως εσένα. Διπλό φορτίο ακόμη και στις βαλίτσες. Τριπλό σπάσιμο νεύρων, καθώς έτρωγα παρατηρήσεις, ενώ οδηγούσα, που ούτε δίπλωμα οδήγησης ποδηλάτου δεν είχες.
Και μια και το έφερε η κουβέντα, εγώ γύρισα από εκεί, πάνε χρόνια τώρα, αλήθεια πες μου να ολοκληρωθεί το ανέκδοτο: εσύ, πώς και πότε γύρισες;
Φωτογραφία: Sean Yoro