Θέλω να μιλήσω για σένα που με φορτίζεις αρνητικά.
Που δεν σε μπορώ.
Που μου πειράζεις περίεργες χορδές στο μυαλό μου. Που μου προκαλείς θλίψη, μου καταστρέφεις την διάθεση και συχνά πιάνω τον εαυτό μου να μην μπορώ να σου χαρίσω μια «χαμογελαστή καλημέρα».
Πόσο όμορφες Θεέ μου οι «χαμογελαστές καλημέρες» που ξεπηδούν από μέσα σου τόσο απρόσμενα.
Σε συναντώ παντού πια. Στην δουλειά, στον κοινωνικό περίγυρο, στην βόλτα μου, παντού. Όταν ήμουν πιο μικρή δεν με ενοχλούσες. Σχεδόν σε θαύμαζα, δυστυχώς όχι πια. Δυστυχώς για σένα, γιατί διαπιστώνεις σιγά σιγά πως δεν ακούνε όλοι με ευλάβεια το μικρό σου καθημερινό παραμυθάκι. Μα τι σημασία έχει; Αφού δεν πρόκειται να αλλάξεις. Απολαμβάνεις πολύ να πλέεις σε πελάγη ψεύτικης χαράς όσο και αν σε βγάζουν εκτός πορείας οι φουρτούνες. Οι καλά κρυμμένες καθημερινές φουρτούνες σου.
Μιλάω για σένα που είσαι τέλειος. Που δεν τσαλακώνεις την τέλεια εικόνα σου και δεν αφήνεις ποτέ και κανέναν να δει πως έχεις προβλήματα και ανασφάλειες.
Σιχάθηκα να βλέπω γύρω μου τέτοιους ανθρώπους.
Δηλώνεις τόσο ευτυχισμένος, ενώ αν παρατηρήσει κανείς την ματιά σου θα δει πολύ εύκολα τα γκρίζα σύννεφα μέσα σου. Υποκλίνομαι σε όσους δεν αφήνουν αυτά τα γκρίζα σύννεφα να τους κρύβουν την αλήθεια. Για τους περισσότερους αυτά τα συννεφάκια είναι μιάσματα και τα καλύπτουν με μανία, χάνοντας έτσι κάτι πολύ σπουδαίο. Χάνουν την αλήθεια τους . Για άλλους, πιο θαρραλέους, είναι διαμαντάκια, που καθόλου δεν τα καλύπτουν, κερδίζοντας έτσι κάτι πολύ σπουδαίο.
Κερδίζουν τη γαλήνη στην ψυχή τους.
Πόσο αντιπαθής γίνεσαι όταν πασχίζεις να προβάλλεις μια τελειότητα που είναι από την κορυφή ως τα νύχια χάρτινη. Πόσο ανόητος όταν πιστεύεις πώς δεν γίνεσαι αντιληπτός. Είναι κρίμα που έπεσες σε αυτή την ύπουλη παγίδα της γυάλινης εικόνας σου, που θρυμματίζεται σε χίλια κομμάτια με το πρώτο μελτεμάκι.
Και κάθε φορά μαζεύεις ένα – ένα τα κομματάκια σου και συναρμολογείς την ψεύτικη εικόνα σου. Θωρακίζεσαι με προστατευτικά και πανοπλίες, μα αυτά τα ύπουλα μελτεμάκια σε βάζουν όλο σε μπελάδες και όλο θρύψαλα, και πάλι συμμάζεμα, θρύψαλα και πάλι συμμάζεμα. Δεν κουράστηκες ;
Είναι στιγμές που σε κοιτώ με συμπόνια, σε λυπάμαι και σε συμπαθώ. Μετά κάτι λες, κάτι κάνεις και θυμώνω μαζί σου. Με θυμώνει η ψεύτικη τελειότητα σου, με θυμώνει το δυνατό βλέμμα σου και η αδύναμη ματιά σου. Όταν γελάς, δεν γελούν τα μάτια σου. Μόνο τα χείλια σου. Γι’αυτό σε φοβάμαι και σε θέλω μακρυά μου. Θέλω αληθινά γέλια με μάτια που διαγράφουν μικρές αγαπημένες ρυτίδες γύρω γύρω.
Υπόσχεση:
Δεν θα σε αντιμετωπίζω πια με συμπόνια. Θα σε διαγράψω από τον χάρτη της ζωής μου, γιατί θέλω γύρω μου ανθρώπους που εκτός από χαρές, έχουν και αληθινά προβλήματα.
Προβλήματα που τα λύνουμε παρέα.
Με τα γέλια μας, τις κουβέντες μας, τα δάκρυα μας, και δεν χορταίνουμε ο ένας την παρέα του άλλου. Κι άμα αυτά τα ύπουλα γκρι συννεφάκια εμφανιστούν πάλι απ’το πουθενά, εμείς θα τους κλείσουμε πονηρά το μάτι και θα τα κάνουμε φίλους μας. Θα τα βάλουμε στο παρεάκι μας και θα μας βρει το ξημέρωμα με κουβέντες και ζεστές καρδιές.