Κάθομαι κάμποση ώρα αποχαυνωμένη με την τιβί και τα τζιτζίκια στη διαπασών. Η βεράντα καίει, ενώ σιγά-σιγά αρχίζει να βραδιάζει.
Χαζεύω την απέναντι πολυκατοικία που ορθώθηκε και μπήκε ανώμαλα ανάμεσα στα μάτια μου και τη θέα στη φωτισμένη Ακρόπολη.
Πίσω από τα παράθυρα, το παράλληλο σύμπαν μαγειρεύει, στρώνει τραπέζια, κάνει έρωτα, τσακώνεται, χωρίζει, καθαρίζει, ιδρώνει, ανάβει κλιματιστικό, τσιγάρο, μάτι, θερμοσίφωνα.
Όταν ήμουν μικράκι, είχα ένα κάποιο ενδιαφέρον για σένα και τη γειτονιά μας. Πώς αναπνέεις, τι φοράς, πού πηγαίνεις, πώς μιλάς.
Τώρα, συχνά νομίζω πως δεν έχω ιδέα πια, ποιος είσαι.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου εξιστορεί λεπτομέρειες για σένα, το σπίτι σου, την κάθε πόρτα σου, που έκλεινε κάπου παραδίπλα μου.
Θυμάμαι εμένα να φοράω τσόκαρα και να τα σέρνω νωχελικά πάνω στα καλογυαλισμένα μάρμαρα του σπιτιού, αδιαφορώντας για τα απροκάλυπτα. Μοναδική μου έννοια να τραβολογάω ένα τηλέφωνο, με ένα καλώδιο all weather παντού στο σπίτι και να μιλάω ασταμάτητα για γκομενικά και άλλα.
Να ακούω μουσική ατελείωτη και να περιμένω το Μουσικόραμα για να κοζάρω κάνα video clip, για να χαλβαδιάσω τον αγαπημένο μου τραγουδιστή.
Ωστόσο, τα νέα της γειτονιάς τα κατείχα. Ήξερα τον πόνο σου, το δικό σου και του καθενός κι ας μη θυμόμουν τα ονόματά σας.
Τώρα, νομίζω πως δεν ξέρω τίποτα. Ούτε τους πόνους, ούτε τα ονόματα, ούτε τις ιστορίες, ούτε τους τίτλους.
Άσε που γίναμε πια πολλοί και δεν περπατάμε πολύ, για να συναντηθούμε στο δρόμο, να πούμε καλημέρα.
Τα καλοκαίρια ακόμα τα περνάμε στις βεράντες.
Κοιταζόμαστε, γελάμε με τα ίδια σήριαλ, κραυγάζουμε για τα ίδια χαμένα γκολ, ποτίζουμε τις γλάστρες μας, απλώνουμε τα ρούχα μας, αλλά δε γνωριζόμαστε αρκετά, ώστε να εμπιστευθούμε ένα χαμόγελο παραπάνω.
Κάπου εδώ πια, που έπιασε η νύχτα, σκέφτομαι ότι μοιάζουμε εμείς οι δυο.
Τα ίδια άγχη, οι ίδιες αγωνίες, κυκλοθυμικές προσεγγίσεις της γενιάς μας, που έζησε τα πάντα.
Περάσαμε από παντού και γευτήκαμε πολλά. Ανεβήκαμε γρήγορα λαχανιασμένοι και ζαλισμένοι κατρακυλήσαμε.
Αυτό ακριβώς το ανισόρροπο καρδιογράφημα, είναι το αποτύπωμά μας στη ζωή. Και καλώς ή κακώς, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.
Περπατήσαμε με τα μάτια μισάνοιχτα σε ένα χιλιοπατημένο μονοπάτι. Τα ίχνη έμοιαζαν με ένα υπνωτισμένο de ja vu, αλλά τα ακολουθήσαμε. Την περπατάμε ακόμα την πορεία κι όπου μας βγάλει.
Νοσταλγούμε πολλά, αλλά δεν πειράζει. Πρέπει να πιάσουμε πάτο, εσύ και εγώ, για να ξαναρχίσουμε να ζούμε.
Να συνεχίσουμε την προσπάθεια, να αρχίσουμε να δημιουργούμε.
Οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες, οι δικές σου κι οι δικές μου, νομίζω ότι λειτουργούν συχνά σαν δίχτυ ασφαλείας.
Ξέρουμε ότι πάντα θα είναι εκεί, όταν φλερτάρουμε με τα ακριανά σημεία και τους γκρεμούς της ζωής μας.
Ξέρουμε πως ακόμα κι αν πέσουμε, αυτό θα απλώνεται από κάτω να μας συγκρατήσει. Να πιαστούμε από ό,τι αγαπάμε και να σωθούμε. Γιατί προλάβαμε και ζήσαμε.
Το φως σου σβήνει κι εγώ έχω απομείνει με ελάχιστη μπαταρία στον υπολογιστή.
Τα σκοτάδια δεν τα φοβόμουνα ποτέ, μα είναι διαφορετικά να σε βλέπω να υπάρχεις κάπου απέναντι, δίπλα, παραδίπλα. Αισθάνομαι ότι δεν παλεύω μόνη.
Μην ψάχνεις πια αλλού, αφού το ξέρεις ήδη, εδώ είναι το ταξίδι.