Παρασκέφτομαι ίσως. Όταν κινδυνεύει η ζωή σου περνάνε πολλά και γρήγορα. Σταμάτησα λίγο να τα κλωσησω. Για αυτό χαίρομαι που είμαι ποιητής. Αν ψάχνεις την καλή την παρομοίωση, δεν φοβάσαι το αναπάντεχο. Εκεί που δεν τολμάει ο επιστήμονας ή ο ιστορικός, με μια καλή μεταφορά περνάω εγώ γελώντας. Παίζω μπάλα με την πύρινη μπάλα του μεσημεριανού ήλιου όσο εσύ καίγεσαι. Ένας καλός στίχος είναι σαν φωτογραφία χαρούμενης παιδικής ανάμνησης, από αυτές που σε καθορίζουν. Όταν καταρρέει το θεώρημα, όταν γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω σου, μόνο η φαντασία και η ποίηση σταματάνε τις σφαίρες.
Σφαίρα. Δίπλα μου ακριβώς. Άσε την ποίηση και σκύψε!
Δεν σταματούσε όμως. Ο ρυθμός από το αυτόματο όπλο μου θύμιζε τροβαδούρους του δρόμου. Έτρεχα ανάμεσα στα βράχια όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν η ποίηση δεν θέλει να σώσει τον κόσμο καταντάει ομιλία πολιτικού. Κάποιος μου έριχνε με καραμπίνα κάθε τόσο, σαν φωνή ράπερ οι εκρήξεις όπου έσκαγε. Σα τραγούδι μεθυσμένου που θα του κόψουν το λαρύγγι. Δεν ήξερα ότι χρειάζομαι τόσο πολύ την ποίηση. Ηρέμησα μέσα μου τώρα που το κατάλαβα. Σταμάτησαν τα όπλα.
Λαχανιασμένος όσο δεν πάει κόλλησα στον μεγάλο βράχο. Προφανώς δεν με έβλεπαν εδώ. Ούτε κι εγώ βέβαια. Προσπάθησα να θυμηθώ το τοπίο, να μαντέψω πως θα κινηθούν. Μερικές φορές το πως φαίνονται τα πράγματα είναι σχεδόν ίδιο με το πως είναι. Αν το φτάνει πλήρως η φαντασία είναι θέμα για φιλόσοφους. Αυτοί ξέρουν πράγματα με τρόπους που δεν ξέρουμε οι άλλοι αν και τελικά αυτά τα πράγματα είναι σχεδόν ακριβώς ίδια με αυτά που ξέρουμε κι εμείς. Εγώ απλά ξέρω ότι δυο λεπτά τώρα που δεν σκάνε σφαίρες δίπλα μου και ξελαχάνιασα πάλι χάθηκα σε σκέψεις και θα πεθάνω αν δεν συμμαζευτώ κάπως. Είναι καλό να είσαι πρακτικός. Αν το αντέχεις. Σα να σε άφησαν έξω στη βροχή ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι είσαι βρεγμένος, πρακτικός και παρατημένος στην μοίρα σου. Και μόλις το καταλάβεις, είσαι ξαφνικά σίγουρος ότι μπορείς να είσαι μόνο πρακτικός και κανείς ποιητής του μέλλοντος δεν θα ασχοληθεί μαζί σου.
Αποφάσισα να κατεβώ ακόμα πιο χαμηλά στο φαράγγι. Έτσι κι αλλιώς αυτοί είχαν το πλεονέκτημα ύψους, δύσκολα θα τους το έπαιρνα χωρίς να με δούνε. Και αυτοί είχαν όπλα. Ίσως είμαι καλύτερος στην καταρρίχηση, ίσως εκεί κάτω έχει κάτι καλό να κρυφτώ.
Βέβαια μπορεί να είναι και αδιέξοδο και να με σκοτώσουν σαν παγιδευμένο ζώο.
Προσεκτικά, μην ξανασκιστώ από την φόρα μου, αλλά όσο πιο γρήγορα μπορούσα, άρχισα την κατάβαση. Το μυαλό μου γύρισε σε αυτήν. Ήταν λαμπερή με έναν τρόπο που ήξερα ότι ποτέ δεν θα ήμουν εγώ. Έβαζε μάσκαρα, έβαζε ζώνη σε ρούχα που δεν την χρειάζονται για να μην πέσουν. Είχε πάντα ένα μικρό κραγιόν όπου κι αν πηγαίναμε και ένα καθαρό χαρτομάντηλο για να διορθώνει μικροατέλειες στο μακιγιάζ της ήταν σχεδόν μόνιμα κολλημένο στο πρόσωπο, τόσο συχνά διόρθωνε ατέλειες που δεν βλέπαμε οι υπόλοιποι. Λίγες θα τολμούσαν να φορέσουν τα ρούχα που επέλεγε, τα σημεία που αποκάλυπτε, σαν ταχυδακτυλουργός, σα χορεύτρια οι κινήσεις της φρόντιζαν ακόμα και από πίσω της να βλέπεις ότι ήθελε αυτή κάθε στιγμή. Αν ήταν μάχη, καμία άλλη γυναίκα δεν θα έμπαινε καν στο ρινγκ. Ρίχνει αόρατα αγκίστρια ερωτικά στον αέρα γύρω της. Καταλαβαίνει καλύτερα από όλους ότι οι άντρες θέλουν πολλές γυναίκες και μεταμορφώνεται διαρκώς. Εκεί που την έχεις αγκαλιά σου, την βλέπεις δίπλα σου, μπροστά σου, πίσω σου. Την μια είναι, την άλλη δεν είναι, μόνο φαίνεται.
Από κάτω μου στο σκοτάδι ένας βράχος μου την θύμισε. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν χάσμα, αιχμηρές πέτρες στον πάτο ή ιδιαίτερα βολική σπηλιά. Η προσέγγιση ήταν λεία επιφάνεια, στρογγυλεμένη από αρχαία νερά και τον χρόνο. Ότι πιο επικίνδυνο αλλά πιθανώς και σωτηρία μου. Ακόμα κι αν με ακολουθήσει κάποιος εδώ κάτω, δύσκολα θα το ρισκάρει. Ξεκινάω πριν το σκεφτώ πολύ και φοβηθώ, αρχίζω να το περάσω στα τέσσερα, γρήγορα καταλήγω να έχω καβαλήσει τον γλιστερό βράχο και να προχωράω πόντο πόντο. Πολύ κουραστικό. Κάπου στη μέση σταμάτησα. Αν ήμουν σε παιδικό παραμύθι κάπου εδώ θα πεταγόταν ξωτικό να μου θέσει γρίφο για να με αφήσει να περάσω. Η απάντηση σχεδόν πάντα είναι “ο άνθρωπος” αλλά τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν λυγίζει τον χωροχρόνο, η σιωπή εδώ κάτω είναι λευκή σαν τον ήλιο, με ηλιακό πανί στο διάστημα κινούμαι στην απόγνωση σε χαλασμένο πλοίο που το επισκευάζει η ελπίδα, το μπαλώνει ένα δάχτυλό μου που δείχνει το κεφάλι μου και απαντάει στο ερώτημα “τι δεν είναι παντού;”
Κι επειδή δεν είμαι παντού, μόνο εδώ, μόνο τώρα, ρουφάω ανάσα σα να βγήκα από βαθιά νερά ξαφνικά και ξεκουνιέμαι. Εδώ, τώρα κι ας πονάω ολόκληρος θα φτάσω απέναντι και θα κρυφτώ. Τρέμουν οι τετρακέφαλοι και τρέμω από το κρύο καθώς ψάχνω με τα χέρια στη σκοτεινή σπηλιά. Βάφω με το μικρότερο πινέλο του κόσμου σταδιακά τον χώρο. Μια τριχιά φως, δυο μόρια πλάτος μπροστά μου. Μια φαρδιά πινελιά ήχου από κάτι που πάτησα, ήταν ασταθής βράχος, πιτσιλιστηκαν τα τοιχώματα της σπηλιάς από τον θόρυβο και κατάλαβα περίπου πόσο μεγάλος χώρος είναι. Τόσο κοντά μου που το σκοτάδι με φοβήθηκε για λίγο. Κάνω γρήγορες κινήσεις με τα χέρια να βεβαιωθώ ότι καλύφθηκε αυτή η πλευρά, σαν μπογιατζής που βγάζει το ρολό γιατί θέλει να τελειώσει για να πάει σπίτι του μια ώρα αρχύτερα. Κρύος αέρας στάζει εδώ αριστερά, μου θυμίζει ένα παράθυρο στο σπίτι μου. Κανένα σπίτι δεν είναι πραγματικά δικό μας αν και όλα θα μπορούσαν να είναι. Όλα εξίσου σε επιστρέφουν στη μονάδα που είσαι, στη μικρότητα που νιώθω εδώ όσο ποτέ άλλοτε.
Βράχια στο νέο σπίτι μου, τοίχοι που κάνουν το φως διστακτικό, σούρουπο που προκαλεί τα αστέρια.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας, ποιητής και σπηλαιολόγος. Έχει και πολλά πινέλα.