Σάββατο πρωί σε κεντρικό καφέ, περιμένω τον κολλητό. Χαζεύω ένα ζογκλέρ στην πλατεία γιατί είναι πολύ καλός. Ή έχω καιρό να παρατηρήσω με προσοχή ζογκλέρ. Αργεί ο καφές μου, αργεί και ο κολλητός, σηκώνομαι και πάω προς τα εκεί. “Θέλω να σου μιλήσω επειγόντως”, τον διακόπτω. Του πέφτει μια κορίνα πάνω σε ένα καρότσι, ευτυχώς το παιδάκι ήταν δίπλα στον μπαμπά του και δεν χτύπησε. Συνεχίζω με σιγουριά:
“Είδα το νούμερό σου και πιστεύω ότι χαραμίζεσαι εδώ. Θέλω να αναλάβω σαν μάνατζέρ σου.”
Το παιδί δεν ήταν Έλληνας αλλά του είπα ότι είναι καλό αυτό για την διεθνή μας καριέρα μαζί. Κράτησε το νούμερό μου και έφυγα γιατί είδα ότι το γκαρσόνι κοντοστεκόταν στο τραπέζι μου με τον καφέ. Όλα εγώ πρέπει να τα κανονίζω επιτέλους;
“Καλά είσαι τρελός;” Ε, κολλητός είναι, τι θα έλεγε; “Καταρχάς δεν έχεις ιδέα από ζογκλέρ, κατά δεύτερο δεν έχεις κάνει ποτέ τον μάνατζερ!”
Έκανα μια σύντομη αναδρομή στην παιδική του ηλικία. Εκείνη την φορά που τον άφησαν κατά λάθος στο ψυγείο της ταβέρνας, την άλλη που γέλαγαν μαζί του όλα τα παιδιά στο σχολείο επειδή πήγε φορώντας τις πυτζάμες. “Βλέπεις λοιπόν ότι δεν μπορείς να κρίνεις γιατί έχεις τραυματικές εμπειρίες και είσαι εκ φύσεως αρνητικός στην επιχειρηματικότητα και το ρίσκο” κατέληξα με ύφος. Σηκώθηκα να βρω κι άλλους συνεργάτες.
Στον πεζόδρομο είχε από όλα. Μια που έκανε ακροβατικά, ένας που έπαιζε λατέρνα και ένα τρίτο άτομο που δεν ξέρω αν ήταν άντρας ή γυναίκα γιατί έκανε το άγαλμα πολύ πειστικά. Όλοι ήταν πολύ θετικοί στην ιδέα μου και σημείωσαν το κινητό μου. Το άγαλμα δεν μιλούσε οπότε το έγραψα στο χαρτόκουτο που είχε εκεί και μάζευε ψιλά από τους περαστικούς.
“Δεν πας καλά!” ήταν το πόρισμα του κολλητού. Του θύμισα ότι οι πυτζάμες που φορούσε στο σχολείο εκείνη τη μέρα στο δημοτικό ήταν της αδελφής του και μαζεύτηκε λίγο. Αλλά είχε ένα δίκιο. Έπρεπε να ετοιμάσω την επόμενη φάση.
Πριν καν φτάσω σπίτι, είχε γεμίσει από SMS το κινητό μου. Πήρε και ένας που ήθελε να παραγγείλει πέντε χιλιάδες χαρτόκουτα. Ήρθε η ώρα μου! Πάμε μπροστά δυνατά! Απάντησα σε όλους να έρθουν την Τρίτη στο σπίτι μου για να τους εξηγήσω το επιχειρηματικό σχέδιο. Πρώτα βέβαια έπρεπε να το εξηγήσω στην μάνα μου.
Ευτυχώς η πυλωτή εδώ και καιρό ήθελε ένα καθάρισμα. “Θα σου την κάνω λαμπίκο ΚΑΙ θα γίνω εκατομμυριούχος ταυτόχρονα μαμά!” εξήγησα σηκώνοντας τα μανίκια. Το παλιό μου ποδήλατο έπρεπε επιτέλους να φύγει. Τσοπερίνες δεν έχει κανείς πια, αποκλείεται να το θέλει ο ανηψιός μου όταν μεγαλώσει. Εκείνα τα βαρέλια με το κρασί που υποτίθεται ότι έφτιαχνε ο μπαμπάς κι αυτά πέταμα. Δεν θα το καταλάβει ποτέ. Σε δυο ώρες είχε αδειάσει ο χώρος. Φώναξα έναν περαστικό και βάλαμε μέσα έναν καναπέ που ήταν μέρες τώρα δίπλα στα σκουπίδια και δεν τον μάζευαν. Η ρεσεψιόν μου ήταν έτοιμη.
Για να είμαι δίκαιος η μητέρα μου τελικά έκανε πολύ δουλειά την τελευταία στιγμή πριν έρθουν. Έστρωσε με τραπεζομάντηλο ένα παλιό τραπέζι και έβαλε ένα σωρό πίτες και κεφτεδάκια. Εγώ της έλεγα ότι δεν κάνουν έτσι στα start up, να βάζαμε σούσι ή κάτι κουλτουριάρικο. Αλλά είπε ότι στην Τατιάνα είδε ότι αυτά είναι τα σύγχρονα φίνγκερ φουντ λέει.
Έφτασε Τρίτη και όλοι οι νέοι μου συνεργάτες ήταν στην ώρα τους. Είχα λίγο άγχος. Κοιτούσα από πίσω από την κουρτίνα πάνω στο σπίτι που ήμουν. “Άντε κατέβα να τους υποδεχτείς!” επέμενε η μάνα μου. Κοίταξα την παρουσίαση στον υπολογιστή μου. Βασικά ένα έτοιμο ήταν που βρήκα, απλά άλλαξα τους τίτλους λίγο και έβαλα γραφήματα που μου φάνηκαν εντυπωσιακά. Τα δυο ήταν σε γιεν τα έσοδα αλλά έτσι κι αλλιώς έχει μικρή οθόνη το tablet μου και αποκλείεται να το διαβάσουν από μακριά που θα κάθονται.
Στο τέλος η μάνα μου κατέβηκε μόνη της να τους φροντίσει. Εγώ είχα κοκαλώσει από τον φόβο. Δεν είχα ιδέα τι έκανα! Ο Deepak Chopra με κοιτούσε υποτιμητικά από το εξώφυλλο του βιβλίου του. Όλα τα βαθυστόχαστα σλόγκαν του θα πήγαιναν στράφι. Έπρεπε επιτέλους να ταυτιστώ με την καρμική μου συνείδηση και να ταιριάξω με τον συμπαντικό μου σκοπό.
Δεν πόνεσε πολύ γιατί κρεμάστηκα από το μπαλκόνι της πυλωτής πριν πέσω. Φρόντισα να βογγάω δυνατά για να είμαι πειστικός όμως. Είχα σπάσει το πόδι. Καθώς με έπαιρνε το νοσοκομειακό, έκανα ότι κοιτούσα την παρουσίαση στο τάμπλετ.
“Να ξαναπρογραμματίσουμε αυτή την παρουσίαση!” φώναξα με κάπως ταλαιπωρημένο ύφος πολύ ηρωικό. “Πιστεύω σε εσάς!”
Άλλαξα κινητό. Ευτυχώς δεν με αναζήτησαν μετά οι άνθρωποι. Μόνο αυτός που έκανε το άγαλμα έμεινε στην ζωή μας γιατί τα έφτιαξε με την μάνα μου. Του άρεσε λέει που αυτή μίλαγε και για τους δυο τους. Βρήκα έτσι την μάρκα από το χαρτόκουτό του και πήρα τηλέφωνο αυτόν που είχε παραγγείλει.
“Ναι, δεν είμαι από εκείνη την εταιρεία, αλλά από ένα νέο start up που επαναστατεί διεθνώς στα χαρτόκουτα….”
(Αντίστοιχου στυλ ιστορίες τις έχω μαντρώσει με το tag “σουρεαλ” γιατί είμαι διαζευγμένος και μπορεί να τα φέρει στο δικαστήριο ως πειστήρια αν δεν ξεκαθαρίσω ότι πρόκειται για χιούμορ.)