“Θα του βάλει μια σειρά από σοκολατάκια στο πάτωμα.”
Την κοίταξα με απορία.
-Με τι κατεύθυνση;
“Φαντάζομαι την κρεβατοκάμαρα.”
-Και τι θα έχει εκεί;
“Φαντάζομαι την ίδια ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μάλλον με σέξυ εσώρουχα.”
-Θα τρώγονται κι αυτά;
“Α, δεν ξέρω, έλα τώρα Αλέκο, μην πεις τίποτα, η Ελένη μου τα είπε όλα αυτά εμπιστευτικά.”
-Μα αφού είναι κρύο το σπίτι τους.
“Ε, γι΄αυτό τα κάνει όλα αυτά, να αναθερμάνει την σχέση.”
-Άλλο λέω, είναι κρύο σε θερμοκρασία. Ο άνθρωπος αν κάτσει να τρώει κάθε σοκολατάκι θα έχει παγώσει μέχρι να φτάσει στο κρεβάτι. Δεν θα του σηκώνεται από το κρύο.
Η γυναίκα μου με κοίταξε με ένα ύφος που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ήταν. Απτόητος εγώ συνέχισα:
-Άσε που θα πάθει ζάχαρο. Ή τουλάχιστον θα τον πονέσει η κοιλιά του. Ξέρεις δεν τρώει συχνά γλυκά, εδώ όταν έρχονται ούτε παγωτό δεν ακουμπάει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποφύγεις έξοδα. Το συγκεκριμένο κόλπο, λίγες μέρες πριν την γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου το προτείνω μόνο σε ανθρώπους που δεν δίνουν μεγάλη αξία στη ζωή τους. Η γυναίκα μου είχε ήδη αποφασίσει. Δεν το έδειχνε γιατί είναι έμπειρη νίνζα συναισθημάτων. Μου χαμογέλασε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, αφού το άρχισα, τώρα ας το ευχαριστηθώ πριν το πληρώσω.
-Κι έπειτα το βρίσκω και αντιοικολογικό. Τα σοκολατάκια είναι το καθένα τυλιγμένο ξεχωριστά σε ασημόχαρτο. Κρίμα τόσο ασημόχαρτο. Αποκλείεται να το ανακυκλώσουν , μάλλον θα πατήσει μερικά, θα μπει και στο χαλί με την σοκολάτα, άντε μετά να τρέχεις στο καθαριστήριο.
Δεν ήμουν σίγουρος ότι την είχα τουμπάρει. Μια μόνο λύση υπήρχε αφού δεν συμμετείχε στην κουβέντα. Έπρεπε να το κάνω προσωπικό.
-Λέω να τους καλέσουμε για φαγητό κάποιο βράδυ. Με κοίταξε έκπληκτη.
“Ποιούς;”
-Την Ελένη και τον Δημήτρη. Τόσο καιρό γείτονες και μόνο ακούω από εσένα για όλα που κάνει η Ελένη να σώσει τον γάμο τους.
Η αντεπίθεση πήγαινε καλά. Είχε βραχυκυκλώσει, φαινόταν στα μάτια της. Σαν αυτές τις σουρεαλιστικές ιστορίες μου, δεν ήξερε από που θα της έρθει τώρα.
-Και ξέρεις τι; Άφησα κενό λίγο για να απολαύσω την πλήρη άγνοια στα μάτια της πριν συνεχίσω. Λέω να ανάψουμε και το μεγάλο κερί.
Αυτό ήταν. Λύγισε. Το μεγάλο κερί ήταν ένα αρωματικό που μας είχαν δώσει για δώρο γάμου. Υποτίθεται για ατμόσφαιρα όταν κάναμε έρωτα. Ε, το είχαμε χρησιμοποιήσει κάνα δυο φορές σε δεκάξι μήνες παντρεμένοι.
“Το κερί μας; Το κερί μας;” ρώτησε σαν την τρελή του χωριού, με ήσυχη τρεμάμενη φωνή. “Τι σχέση έχει το κερί μας;”
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί τι θα έλεγα οπότε το πήγα συντηρητικά.
-Αγάπη μου αυτό το κερί είναι που μας έχει ενώσει εμάς τόσο γερά. Γιατί να μην πάρουν κι αυτοί λίγη από την μαγεία του;
Την αγκάλιασα με πατρικό ύφος, η αλήθεια είναι ότι την λυπήθηκα λίγο έτσι που την είχα καταντήσει. Σα ζαλισμένος σκύλος που μόλις τον χτύπησε αμάξι λίγο μεν, αλλά αρκετά για να αποπροσανατολιστεί.
-Καλά, το αφήνω πάνω σου. Τα λέμε το βράδυ!
Στη δουλειά τα ξέχασα όλα αυτά. Τέτοια χαζοπαιχνίδια ισχύος σε παντρεμένα ζευγάρια είναι άλλωστε καθημερινότητα για να μην βαριόμαστε. Αλλά όταν έφτασα το βράδυ αργά και είδα το αυτοκίνητο των γειτόνων απέξω από το σπίτι, σαν κατακλυσμός με έπνιξε ξαφνικά. Τι είχα κάνει; Δυστυχώς είναι πολύ μικρή η απόσταση από το γκαράζ μας ως την είσοδο. Δεν καπνίζω οπότε δεν μπορούσα να προφασιστώ καθυστέρηση. Ούτε σκύλο έχουμε να πω ότι θα τον πάω βόλτα πριν μπω. Λίγα λεπτά για να συντάξω σχέδιο…
“Αγάπη μου γύρισες! Παιδιά ήρθε! Ελένη, Δημήτρη!”
Ίσιωσα την γραβάτα μου πριν με δούνε. Θα την χαλαρώσω όταν χρειαστεί. Γιατί ή παρτούζα ετοιμάζεται εδώ ή θα με σφάξουν τελετουργικά. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Κάτι μου μύρισε. Ναι, σίγουρα αυτό είναι. Το άρωμα από το κερί μας.
Έβγαλα την γραβάτα.
-Αλέκος Γκονζαλεζίδης