Σε ηλικία 83 ετών, απο καρδιακή προσβολή
Θλίψη σε όλο τον κόσμο έχει προκαλέσει η είδηση του θανάτου του σπουδαίου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ, σε ηλικία 83 ετών. Την είδηση επιβεβαίωσε ο ατζέντης του, Steve Kenis: «Υπέστη καρδιακή προσβολή, σε νοσοκομείο στο Κάιρο».
Χτυπημένος από τη νόσο Αλτσχάιμερ, ο ηθοποιός που συνδέθηκε με εμβληματικούς ρόλους σε κλασικές ταινίες, όπως ο «Λώρενς της Αραβίας», ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και «Ένα Αστείο Κορίτσι», άφησε την τελευταία του πνοή.
Η μάχη του με νόσο Αλτσχάιμερ
Τον περασμένο Μάιο, ο γιος του αξέχαστου ηθοποιού, Ταρέκ Ελ Σαρίφ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ισπανική εφημερίδα «El Mundo», μίλησε για το πρόβλημα υγείας που βασάνιζε τον πατέρα του τα τελευταία τρία χρόνια.
«Ο πατέρας μου πάσχει από Αλτσχάιμερ. Είναι δύσκολο να καθορίσουμε σε ποιο στάδιο βρίσκεται. Είναι προφανές ότι η κατάσταση του δεν θα βελτιωθεί ποτέ, αντιθέτως, μόνο θα επιδεινώνεται», είχε αποκαλύψει ο Ταρέκ Ελ Σαρίφ.
Πρόσθεσε μάλιστα ότι, ενώ ο Σαρίφ ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ήταν διάσημος ηθοποιός, όταν τον πλησιάζουν θαυμαστές του στον δρόμο, αισθανόταν σύγχυση.
Ο Ομάρ Σαρίφ – το πραγματικό όνομά του ήταν Μισέλ Ντεμίτρι Χαλούμπ- γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 193 Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν γιος της Κλαιρ και του Ιωσήφ Χαλούμπ, ενός εμπόρου ξυλείας. Στην οικογένειά του ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα. Ο Σαρίφ αποφοίτησε από το Κολλέγιο Βικτωρία της Αλεξάνδρειας και κατόπιν από το Πανεπιστήμιο του Καΐρου, όπου σπούδασε φυσική και μαθηματικά. Κατόπιν εργάστηκε με τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση ξυλείας.
Το 1953, ο Σαρίφ ξεκίνησε την καριέρα του σε μία αιγυπτιακή ταινία, με τίτλο «Ο Φλογερός Ήλιος ή Μάχη στην Κοιλάδα». Ακολούθησαν πολυάριθμες αιγυπτιακές παραγωγές. Πρωταγωνίστησε στο πλάι της πρώην συζύγου του, Φατέν Χαμαμά, σε αρκετές ρομαντικές ταινίες. Ανάμεσα στις ταινίες της φιλμογραφίας του περιλαμβάνονται: Οι Καλύτερες μας Μέρες (1955), Δεν Κοιμάμαι (1958), Η Κυρία του Κάστρου (1959) και η διασκευή της Άννα Καρένινα με τίτλο Ο Ποταμός της Αγάπης (1961).
Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Σαρίφ ήταν ο «Λώρενς της Αραβίας» το 1962 όπου υποδύθηκε τον Σαρίφ Άλι. Η ερμηνεία του αυτή του εξασφάλισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, μια βράβευση με Χρυσή Σφαίρα Β’ Ανδρικής Ερμηνείας σε Κινηματογραφική Ταινία και Πολλά Υποσχόμενου Άνδρα Ηθοποιού και παγκόσμια φήμη ως ο δημοφιλέστερος Γαλλοάραβας ηθοποιός.
Ο Σαρίφ επίσης υποδύθηκε τον ομώνυμο ρόλο στην ταινία του 1965 «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λην. Μετά από μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας έμπαινε στους τίτλους των εφημερίδων για τις επιδόσεις του στο επαγγελματικό μπριτζ, έκανε την επάνοδό του το 2003 στη διασκευή του μυθιστορήματος «Ο Κύριος Ιμπραήμ και τα Λουλούδια του Κορανίου». Για την ερμηνεία του βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και με Βραβείο Σεζάρ.
Το Νοέμβριο του 2005 τιμήθηκε με μετάλλιο από την UNESCO ως αναγνώριση της αξιοπρόσεκτης προσφοράς του στην ποικιλότητα του παγκόσμιου κινηματογράφου και του πολιτισμού. Το μετάλλιο – το οποίο αποδίδεται πολύ σπάνια – φέρει το όνομα του Ρώσου σκηνοθέτη Σεργκέι Άιζενσταϊν και μπορεί να απονεμηθεί συνολικά 25 φορές από τη Mosfilm της Ρωσίας.
Ο Σαρίφ προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ ώστε να παντρευτεί τη διάσημη Αιγύπτια ηθοποιό Φατέν Χαμαμά το 1955, οπότε και πήρε το όνομα Ομάρ αλ-Σαρίφ. Ο γάμος τους κράτησε περίπου 20 χρόνια και έλαβε τέλος το 1974. Καρπός του ήταν ένα παιδί, ο Ταρέκ Σαρίφ, που εμφανίστηκε στο Δόκτωρ Ζιβάγκο σε ηλικία 8 ετών, στο ρόλο του μικρού Γιούρι. Φήμες που ήθελαν το Σαρίφ να παντρεύεται την ηθοποιό Σοχαΐρ Ραμζί το 1977, αποδείχτηκαν αναληθείς.
Ήταν μανιακός καπνιστής. Το 1992, υπεβλήθη σε εγχείρηση τριπλού μπαϊπάς και υπέφερε από ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο το 1994. Μέχρι το μπαϊπάς, ο Σαρίφ κάπνιζε πενήντα τσιγάρα την ημέρα, αλλά έπειτα από την περιπέτειά του το έκοψε εύκολα.
Το 2006, ο Σαρίφ αποχώρησε από το χώρo της υποκριτικής. Είχε δηλώσει σε συνέντευξή του: «Σταμάτησα εντελώς. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να ήμουν σκλάβος πια κανενός πάθους εκτός από τη δουλειά μου. Είχα πολλά πάθη, μπριτζ, άλογα, τζόγο. Επιθυμώ να ζήσω ένα άλλο είδος ζωής, να είμαι περισσότερο με την οικογένειά μου γιατί δεν της αφιέρωσα αρκετό χρόνο».
Πηγή: Πρώτο Θέμα