-Νομίζω σας έπεσε αυτό.
Η ηλικιωμένη γυναίκα με κοίταξε παραξενεμένη.
“Ναι, ναι, τώρα το κρατούσα…θα το πήρε ο αέρας.”
-Κανένα πρόβλημα! Χαίρομαι που βοήθησα.
Μέχρι να κοιτάξει σε ποια τσέπη να βάλει το χαρτί, εγώ είχα εξαφανιστεί.
“Μα, που πήγε;” Η γριούλα κοίταξε τον άντρα της σαν να περιέγραφε τον Σούπερμαν.
“Να’τος! Εκεί, πίσω από το παρκαρισμένο φορτηγό βρε τυφλή!” Προφανώς ζήλευε ο γέρος. “Δεν είναι ο Σούπερμαν, ένας βλάκας και μισός αλήτης είναι. Και τι την θες την απόδειξη από το περίπτερο έτσι κι αλλιώς;”
“Τι την θέλω; Τι θέλω την απόδειξη;”
Εγώ κοιτούσα ακόμα μισοκρυμμένος πίσω από το φορτηγό. Ναι μεν με είχε δει ο γέρος, αλλά τώρα πλακώνονταν μεταξύ τους. Η γριά μάλλον είναι από αυτές που πιστεύουν στην φορολόγηση φαντάζομαι και έχει μανία με αποδείξεις. Ή ίσως και όχι. Συνέχισε τον μονόλογό της σαν από Θέατρο της Δευτέρας. Ήταν και Δευτέρα.
“Δεν είναι η απόδειξη το θέμα. Η φίλη μου η Μαιρηκαίτη μια φορά έφυγε και έχασε την απόδειξη. Κι έρχεται τρέχοντας ο περιπτεράς και της λέει ‘δεν έχεις απόδειξη, άρα δεν τον πλήρωσες τον αναπτήρα ρε!’ Και η Μαιρούλα τρελαίνεται, τι να του πει; ‘Μα πλήρωσα, να λείπουν τα λεφτά; Χθες πήρα τη σύνταξη, τώρα το χάλασα το εικοσάρικο πρώτη φορά. Δέκα μέρες ανυπομονώ να κάνω τσιγαράκι, λες να μην ξέρω;’ Αλλά ο αλήτης ήταν επαγγελματίας και επέμενε. Στο τέλος αρπάχτηκαν. ‘Πλήρωσα’ ‘Δεν πλήρωσες’ του έχωσε τον αναπτήρα στη μύτη και τον γέμισε αέριο, όταν χτύπησε το πεζοδρόμιο έπιασε και το τσακμάκι, ανατινάχτηκε ο άνθρωπος, έμεινε ακέφαλος.”
Ο γέρος προφανώς δεν την είχε ξανακούσει αυτή την ιστορία, είχε μείνει παγωτό. Εγώ ήθελα να φύγω τώρα που δεν με πρόσεχαν, αλλά δεν μπορούσα. Είχα κολλήσει πια. Ο γέρος τρέκλισε, νόμιζα θα πέσει κάτω, βαριανάσαινε.
“Ώστε έτσι πέθανε ο Μανώλης;”
“Ποιος Μανώλης μωρέ; Τον ήξερες εσύ αυτόν τον απατεώνα;”
“Στο πόλεμο μαζί. Ήξερα ότι είχε πάρει άδεια ως ανάπηρος πολέμου για περίπτερο και μια δυο φορές περνώντας κάτι μου θύμισε. Μετά στο ΚΑΠΗ μου είπαν ότι τον έθαψαν χωρίς κεφάλι, ήταν λίγο περίεργο το φέρετρο, κοντό. Δεν είχαν λεφτά οι δικοί του και πήραν παιδικό που κάνει 50 ευρώ λιγότερα.”
“Αγάπη μου δεν το’ξερα, συγνώμη!” Η γριά γλύκανε και πήρε το πρόσωπό του στα χέρια, σκούπισε τα δάκρυά του και τον φίλησε παθιάρικα.
“Ρε τον πούστη, τελικά δεν ήταν ανάπηρος, ε;”
“Όχι, τι λέμε τώρα, έκανε σπριντ κανονικό για να την πιάσει σου λέω.”
“Καλά του’κανε τότε.”
“Δεν το έκανε επίτηδες. Έτυχε να αδειάσει ο αναπτήρας μέσα στο κεφάλι του και έτσι όπως έπεσε να πάρει μπρος το τσακμάκι.”
“Ναι, καλά! Και με τον προηγούμενο περιπτερά τα ίδια έλεγες!”
Έφυγαν πιασμένοι χεράκι χεράκι σαν έφηβοι. Νομίζω τον είδα να της χουφτώνει και τον κώλο. Λέω να αρχίσω το κάπνισμα. Λες να είναι ελεύθερη αυτή η Μαιρηκαίτη;