Ξεκινώ λοιπόν να γράφω, φαινομενικά ασύνδετες κουβέντες, χωρίς νόημα, στο laptop, μέσα στα άγρια χαράματα, ενώ σώμα και μυαλό κινούνται σε αργούς ρυθμούς, χασμουριούνται ράθυμα. Κάτι με «τρώει» αλλά δεν ξέρω τι. Έχω αρχίσει ήδη να βαριέμαι επικίνδυνα με τη μονότονη επανάληψη των σχεδόν μηχανικών κινήσεων που κάνω κάθε πρωί και αυτό με κάνει να νιώθω ταυτόχρονα ένα σωρό αρνητικά αισθήματα και σκέψεις που αφορούν την παγιωμένη ρουτίνα της ημέρας.
Όλοι οι άνθρωποι κάθε πρωί ξυπνάμε με την ίδια αίσθηση αδυναμίας στα χείλη και αναρωτιόμαστε «αυτό που ζούμε είναι ζωή ή ένα στρεβλό κακέκτυπό της;»
Φαινομενικά ζούμε, κινούμαστε σε ένα σύμπαν που είναι κομμάτι της Μεγαλύτερης Εικόνας του Δημιουργού: Κίνηση, αέναη κίνηση γύρω μας και μέσα μας. Όμως στην πραγματικότητα κατά πόσο αυτά που βιώνουμε είναι πηγαία, μέχρι ποιού βαθμού αυτενεργούμε και δεν λειτουργούμε σαν καλοκουρδισμένες μηχανές με αυτόματους πιλότους που λέγονται συνήθειες, απλά και μόνο εφαρμόζοντας αυστηρούς κοινωνικούς και επαγγελματικούς κώδικες που μας έχουν «κατσικωθεί» με το κομψό όρο «κοινωνικοποίηση»;
Αλήθεια πόσες και πόσοι από εμάς ενεργούν πηγαία, δημιουργούν οι ίδιοι τις συνθήκες της ζωής που ονειρεύονται να ζήσουν ή έστω παλεύουν με όλα τα κακώς κείμενα του χαρακτήρα τους για να απελευθερώσουν τα υγιή, τα όμορφα στοιχεία της προσωπικότητάς τους, για να φτάσουν στην αυτό έκφρασή τους με σκοπό το να αισθανθούν λυτρωτικά ελεύθεροι και παράλληλα να επικοινωνήσουν με τους άλλους ανθρώπους.
Τις περισσότερες φορές, βιώνουμε μικρές νίκες και το γιορτάζουμε ανάλογα αλλά συνήθως νιώθουμε την αδυναμία και την κούραση να μας καταβάλλει. Το θηρίο της καθημερινής τριβής με την βαρετή επανάληψη κινήσεων, συζητήσεων, απόψεων σε συνδυασμό με την δική μας φυγόπονη στάση όπου η φυσική οκνηρία μας αποτρέπει να κινηθούμε λίγο ανατρεπτικά σε όλο αυτό το δεδομένο, ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα του καλοβολεμένου εαυτούλη μας είναι απλά πανίσχυρο.
Τι ήττα, Θέε μου, περνάμε όλοι, όταν αναλογιζόμαστε πόσο διαφορετικά ήταν τα μεγέθη στο εφηβικό μας μυαλό, πόσο μεγάλα ήταν τα όνειρά μας, τόσο διογκωμένα στην υπερβολή τους, κι εμείς μεθούσαμε από αδημονία για την μελλοντική ευτυχία που – τέρμα και τελείωσε – μας άνηκε δικαιωματικά.
Στην πορεία το όνειρο «κόπηκε και ράφτηκε» στα μέτρα της λογικής του κόσμου, του διπλανού κυριούλη που μας κρυφοκοίταζε με ζήλεια, όταν ορμάγαμε τρέχοντας στο δρόμο με το αίμα μας να βράζει για το θαύμα της ενηλικίωσης που βιώναμε και που σίγουρα θα είχε τη δική μας σφραγίδα και μόνο «happy end”.
Έπρεπε να «κοινωνικοποιηθούμε», να παίξουμε σαν μέτριοι ηθοποιοί μια σειρά κοινωνικών ρόλων, να στηθούμε στητοί στο βάθρο του προκαθορισμένου κοινωνικού μας status, μπας κι έτσι οι υπόλοιποι με την καλύτερη ή χειρότερη διανομή ρόλων, μας θεωρήσουν υπολογίσιμη «δύναμη» πριν μας δεχτούν στους κόλπους τους… για να καταλάβουμε ότι τελικά όλα τα μεγάλα θα κατέληγαν μικρά: Μικρές στιγμές, μικρές καθημερινές σκηνές, σε μικρά σταυροδρόμια, σμίγουμε οι άνθρωποι για να γράψουμε τις μικρές μας ιστορίες, πολλές φορές με μια θλίψη κι αυτή μικρή γιατί νιώθουμε πως θα θέλαμε κάτι πιο μεγάλο από ότι χωρά η μικρή μας καρδιά.
Θα μου πεις, ότι στα μικρά πράγματα κρύβονται καμιά φορά τα μεγαλειώδη και ότι μια μικρή, απλή ιδέα είναι το ήμισυ του παντός, για κάτι τεράστιο.
Ναι, σύμφωνοι. Αλλά ας μην ξεχνούμε πως για να γίνει αυτό θα πρέπει απλά να αφήνουμε ανοιχτό το καπάκι του μυαλού και της καρδιάς για να πειραματιστούμε με τα πρωτογενή υλικά που υπάρχουν φυλαγμένα στα γονίδια μας, να ανοίξουμε το σεντούκι με το θησαυρό που μας κληροδότησε το ίδιο το γενετικό μας υλικό.
Είναι λίγο «ανέκδοτο» -το ξέρω- είμαστε ζάπλουτοι και δεν το αντιλαμβανόμαστε. Και επειδή όλα τελικά είναι θέμα φαντασίας (το είπε και ο Αινστάιν) μήπως να ρίξουμε στη χύτρα του Δρυίδη μια γενναία δόση από αυτό το παρεξηγημένο υβρίδιο το οποίο «φύεται» ευτυχώς για μας, σε κάθε ανθρώπινο εγκέφαλο;
Αν δημιουργούσαμε πρωτότυπες συνταγές για τα δικά μας γούστα, αν τολμούσαμε να ανακατέψουμε υλικά για να δούμε τι αποτέλεσμα θα βγει, τότε ακόμα και αν το «πιάτο» μας δεν «τρώγεται», εντάξει και τι με αυτό;
Την επόμενη φορά θα βγει ένα μικρό αριστούργημα και θα είναι δικό μας και θα το μοιραστούμε με τους αγαπημένους μας και αν είναι πολύ καυτερό θα βάλουμε το κεφάλι κάτω από την βρύση, αν πάλι πολύ αλατισμένο, θα το φτύσουμε σκασμένοι στα γέλια και κάπως έτσι θα «μαγειρεύουμε» γλυκειές, πικάντικες, ζουμερές αλχημείες δημιουργίας, έρωτα, ομορφιάς. Τρέφοντας εμάς και τους άλλους, δοτικοί και απορροφημένοι από την εξερεύνηση, με μια υγιή περιέργεια που είναι κοινή για όλους.
Με την βάσιμη υποψία πως τελικά απλοί άνθρωποι είμαστε, που ζητούμε απελπισμένα να απελευθερωθούμε, να νιώσουμε το είναι μας και να το εκφράσουμε πριν αυτό εκραγεί μέσα μας, πριν κάνει ζημιά σε μας και στους γύρω μας, πως χρηστικά μέσα και εργαλεία για αυτή τη διαδικασία είναι οι τέχνες, η άσκηση, το διάβασμα, η μουσική, μήπως τελικά είμαστε ίδιοι μέσα στην διαφορετικότητά μας;
Και αν ναι, μήπως είναι καιρός να σταματήσουμε τα παιδικά πείσματα και τις εφηβικές σπασμωδικές αντιδράσεις και να «δούμε» το αυτονόητο;
Πώς μικρές ή μεγάλες οι ιστορίες μας, μικροί ή μεγάλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια που επιλέγουμε , το «ταξίδι» γίνεται πάντα πιο συναρπαστικό με καλή παρέα;
Άιντε και καλό δρόμο…