Συχνά αναπολώ τα παιδικά μας καλοκαίρια. Παιχνίδι, ξεγνοιασιά και ατέλειωτες βόλτες με τα ποδήλατα. Στην αρχή προσπαθούσαμε να μάθουμε να τα οδηγούμε. Τα πρώτα μας ποδηλατάκια ήταν κοριτσίστικα ροζ με καλαθάκι μπροστά, κουδουνάκι ντριν – ντριν και απαραίτητα βοηθητικές ρόδες. Αφού πλέον κατείχαμε το άθλημα με τις βοηθητικές το επόμενο βήμα ήταν να τις αφαιρέσουμε. Ανεβαίναμε στη σέλα και ο μπαμπάς μας κρατούσε στην αρχή από το τιμόνι και τη σχάρα, έπειτα μόνο από την σχάρα και τέλος μας άφηνε και αυτό μας έδινε μια φοβερή υπερηφάνεια. Ώσπου να γυρίσουμε να κοιτάξουμε πίσω τον μπαμπά που μας φώναζε μπράβο και να νιώσουμε μόνοι μας, αβοήθητοι.
Εκεί ερχόταν και η πρώτη τούμπα. Οι μέρες περνούσαν και νιώθαμε όλο και πιο σίγουροι πως μπορούσαμε να τα καταφέρουμε μόνοι. Κάναμε πλέον πιο μακρινές αποστάσεις, στον ίδιο δρόμο του σπιτιού μας πάντα, μια ευθεία χωρίς στροφές. Όταν η ευθεία έφτανε στο τέλος της κατεβαίναμε κάτω, γυρίζαμε το ποδήλατο από την άλλη και ξανά η ίδια ευθεία προς τα πίσω.
Τα πρωινά πηγαίναμε για ψωμί στο φούρνο της γωνίας. Σιγά σιγά ξεθαρρεύαμε, τώρα πια το είχαμε και στις στροφές, πηγαίναμε και για μπάνιο και βόλτες τα βράδια με τους φίλους χρησιμοποιώντας το φωτάκι με δυναμό. Όσο πιο γρήγορα κάναμε πετάλι τόσο πιο δυνατά άναβε το φωτάκι. Τα αγαπούσαμε πολύ τα ποδήλατά μας, τα πλέναμε με το λάστιχο και σαπουνάδα για να γυαλίζουν και να είναι πιο όμορφα από των άλλων και κάθε χρόνο όσο ψηλώναμε ζητούσαμε και καινούργια.
Εμείς ως τρία αδέλφια παίρναμε κάθε καλοκαίρι αυτό του προηγούμενου, εγώ όμως, ως η μεγαλύτερη, είχα πάντα το καινούργιο. Θυμάμαι που είχαν βγει στην μόδα τότε τα bmx και βέβαια είχα κι εγώ ένα. Κάναμε αγώνες και δικάβαλα, μερικές φορές και τρικάβαλα. Τσακιζόμασταν στα γόνατα και ανοίγαμε μύτες. Δεν σταματούσαμε ποτέ όμως. Τα βράδια μετά τις βόλτες κλειδώναμε στο δέντρο τα ποδήλατα με αλυσίδα λες και θα μας τα έκλεβε κανείς μέσα στην αυλή του σπιτιού. Θέλαμε όμως να είμαστε σίγουροι.
Τώρα, κοιτώντας πίσω νιώθω πως τα ποδήλατά μας ήταν οι πρώτοι μας έρωτες. Αγνοί και ανέπαφοι, μας έδιναν ζωή και χαρά. Μας πίκραιναν όταν γέμιζαν γρατζουνιές ή όταν έσκαγαν τα λάστιχα, μας απογείωναν όταν τα καβαλούσαμε και τρέχαμε με τον αέρα να μας φυσάει τα μαλλιά και το πρόσωπο. Και το κυριότερο: μας έδιναν μια απίστευτη αίσθηση ελευθερίας, μια ικανοποίηση πως μπορούσαμε να τα καταφέρουμε μόνοι και όταν κουραστούμε να μας περιμένουν την επόμενη μέρα για να μας προσφέρουν νέες εμπειρίες.
Στο σήμερα, το σκληρό, το δύσκολο, με τα τόσα εμπόδια και αντιξοότητες θα έλεγα πως απλά η ζωή μας είναι ποδήλατο, τι κι αν κάποιοι μας έχουμε ν’ ανέβουμε χρόνια πάνω του. Τρώμε τούμπες καθημερινά, προδιδόμαστε, απογοητευόμαστε, πληγωνόμαστε σαν να οδηγούμε σ ένα δρομάκι δύσβατο με πολλές πέτρες και λασπόνερα. Πρέπει να έχουμε συνέχεια το νου μας, τα μάτια ορθάνοιχτα, τα αυτιά τεντωμένα. Μη χάσουμε την ισορροπία μας, μην πέσουμε και χτυπήσουμε, μην μας κυνηγήσουν σκυλιά. Στα σκοτεινά το φωτάκι έχει χαλάσει και φοβόμαστε, για το που πηγαίνουμε, μήπως χαθούμε. Ανησυχούμε συχνά αν ο δρόμος που πήραμε είναι ο σωστός, αν θα μας οδηγήσει σε γκρεμό ή σε ένα γαλήνιο δάσος.
Πολλές φορές κρυώνουμε, βρεχόμαστε, γλιστράμε και πέφτουμε στα νερά. Αργά ή γρήγορα, εύκολα ή δύσκολα, σηκωνόμαστε και πάλι. Και συνεχίζουμε χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε που πάμε, απλά γιατί πρέπει να συνεχίσουμε γιατί έτσι είναι η ζωή. Κουρασμένοι ή μη, πάνω στο ποδήλατο ή κουβαλώντας το, με τα χέρια στο τιμόνι ή χωρίς χέρια, ασθμαίνοντας στις ανηφόρες ή ηρεμώντας στις κατηφόρες. Γύρω μας τα τοπία συνεχώς αλλάζουν, μια είναι συννεφιασμένα και μουντά προκαλώντας μας θλίψη, μια ηλιόλουστα και πράσινα γαληνεύοντάς τις ψυχές μας. Και προχωράμε, ο καθένας με το δικό του ρυθμό, άλλοι αργά, χαλαρά και σίγουρα και άλλοι πιο επικίνδυνα με σούζες, ορθοπεταλιές, απότομα φρεναρίσματα.
Στην πραγματική ζωή, εκεί έξω, δεν υπάρχουν βοηθητικές ρόδες, είμαστε μόνοι και πρέπει να καταφέρνουμε να ισορροπούμε σταθερά και σίγουρα. Χωρίς το χέρι του μπαμπά να μας στηρίζει, χωρίς το τσιρότο που θα μας κολλήσει η μαμά στα πληγωμένα γόνατα. Το παρήγορο είναι πως στην πορεία μας συναντάμε κι άλλους πολλούς καβαλάρηδες της ζωής. Και εν τέλει δεν νιώθουμε τόσο μόνοι. Τους χαιρετάμε μ’ ένα νεύμα ή με το κλείσιμο του ματιού και συνεχίζουμε το δρόμο μας. Άλλοι μας προσπερνάνε αλλά γυρίζουν πίσω να κοιτάξουν αν είμαστε εντάξει, άλλοι μας πετούν στην άκρη του μονοπατιού, άλλοι σταματούν να μας βοηθήσουν και άλλοι μας γεμίζουν λασπόνερα πέφτοντας στις λακκούβες…
Είναι κι αυτοί όμως που οδηγούν παράλληλά μας. Μπορεί λίγο πίσω ή λίγο μπρος, σημασία έχει πως είναι πάντα εκεί. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει οπτική επαφή τους νιώθουμε κοντά μας κι έτσι παίρνουμε κουράγιο να συνεχίσουμε. Στις πέτρες, στο γρασίδι ή στην άσφαλτο, δεν έχει σημασία. Αρκεί να υπάρχουν συνοδοιπόροι. Σύντροφοι στο δρόμο που λέμε ζωή.