Κι όταν φτάσαμε κορφή, κοιτούσαμε για ώρα.
Εδώ που ανεβήκαμε δεν έχουν τελειωμό.
Σαν τις σκοτούρες και τις ελπίδες.
Πας να κοιτάξεις μια κορυφή και σε γλυκαίνει η άλλη.
Νομίζεις ότι σκοτείνιασε κόψη απότομη, τρομαχτική
και λαμπυρίζει δίπλα της καλύτερη,
ψηλότερη,
περίεργη,
γλυκάδα.
Σα να σου λέει “έλα ‘δώ”.
Σαν τις Σειρήνες με καλούν
σαν Ερινύες με καίνε.
Μαρμαρωμένος τις κοιτώ,
Μέδουσα οι πλαγιές τους.
Και δεν τελείωνε το άτιμο, δεν έσβηνε ο ήλιος.
Παρέα εδώ παντοτεινή,
εγώ και τα αδέλφια μου,
εγώ και τα βουνά μου.