Από μικρο παιδί βλέπω κατ’ επανάληψη, σε τακτά διαστήματα το ίδιο όνειρο.
Στέκομαι με πλάτη στο σκοτάδι και βλέπω έξω από ένα μεγάλο παράθυρο ένα φωτισμένο τοπίο. Έχω τα χέρια στις τσέπες και γέρνω προς την μια πλευρά το κεφάλι μου και αγναντεύω. Απ’ το παράθυρο φαίνεται χειμωνιάτικη θάλασσα σε νησί, απ’ αυτούς τους χειμώνες με τους αέρηδες και την βροχή που έρχονται και τα σαρώνουν και τα ξεπλένουν και τα ξεβράζουν όλα. Λυσσασμένα κύματα σκάνε με μανία επάνω σ’ έναν φάρο που δέχεται την ανελέητη επίθεση της θάλασσας. Μέσα στο σκοτάδι κάνει ζέστη, είναι στεγνά, έχει ασφάλεια, μα απ’ έξω… απ’ έξω είναι η περιπέτεια. Την πλήρη ακινησία μου στο σκοτάδι την σπάει μια γυναικεία φιγούρα που έρχεται αργά προς τα μένα, μα εγώ δεν στρίβω να την κοιτάξω στα μάτια. Ξέρω πως είναι εκεί, πως έχει έρθει κοντά μου, πίσω μου ακριβώς, και την νιώθω που αγκαλιάζει την πλάτη μου και τα χέρια της έρχονται σιγά-σιγά και με τυλίγουν και ακουμπάει το κεφάλι της με ηρεμία απάνω μου. Και έξω η θάλασσα που ωρύεται, σωπαίνει και σταματά, και αρχινάει μια καλοκαιρινή νηνεμία.
Ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο. Και είναι πάντα ένας φάρος, και είναι πάντα η θάλασσα, και είναι πάντα μια γυναίκα.
Θ’ ανεβώ στον ουρανό να ρωτήξω το Θεό
πού ‘σαι τση μηλίτσας μήλο α που θάμπωσες τον ήλιο
πού ‘σαι πετροπερδικά μου που πετάς στα όνειρά μου
Ανέκαθεν, στους φίλους μου ακουγόταν χαζό το όνειρο μου. Μα είναι το δικό μου χαζό όνειρο, και νιώθω περήφανος για αυτό.
Για πολλά χρόνια, ωστόσο, είχα ξεχάσει το όνειρο μου. Είχε σταματήσει, φαίνεται, να με επισκέπτεται. Ίσως πλέον να μην το είχα ανάγκη, κι ίσως πάλι να το ‘χα, απλά, λησμονήσει. Και το θυμήθηκα σε μια διαδρομή στην Κρήτη, στον δρόμο από το Ρέθυμνο προς τα Χανιά. Είχε διασκορπιστεί και αυτό το χρυσό και διάχυτο φως του Ελληνικού καλοκαιρινού πρωινού. Ξέρεις ποιο λέω; Αυτό το σα μαγικό χάδι που ό,τι αγγίζει – δέντρα, βουνά, ανθρώπους – τα κάνει πιο όμορφα, πιο ζεστά, πιο φωτεινά. Τόσο πολύ πιο όμορφα. Με συγκίνησε η βαθιά ριζωμένη αντίθεση μεταξύ βουνού και θάλασσας στην καρδιά αυτού του τόπου. Από την μια η γη και τα ψηλά, γερά, δυνατά βουνά και από την άλλη το νερό, η θάλασσα αυτό το άλλοτε πράσινο, άλλοτε γαλάζιο, άλλοτε ήρεμο, άλλοτε άγριο στοιχείο που όλους τους αγαπάει και θέλει να τους πνίξει συγχρόνως. Κάτι μου μίλησε, κάτι μου ψιθύρισε, κάτι μου είπε, πως κάπου εδώ γεννήθηκε το όνειρο, λίγο πιο κάτω από ΄κει που γεννήθηκε κι ο Δίας.
Χρόνους ψάχνω, δε σε βρίσκω, χρόνους ψάχνω, δε σε βρίσκω
χρόνους ψάχνω, δε σε βρίσκω χρυσοσκάλιστό μου ρίσκο
χρυσοσκάλιστό μου ρίσκο, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.
Και τι σχέση έχω γω με Κάτω για να μου μιλά έτσι;
Φαινομενικά καμία.
Μα κι όμως. Μα κι όμως. Γεννημένος κάτω από Ηπειρώτικο βουνό σε άμεση σύγκρουση με το Αιγαίο των Δωδεκανήσων, σε μόνιμη σύγκρουση και τα δυο αυτά στο μέσα μου. Ένα γλαρόπουλο που θέλει να είναι και αετός, κι ένας αετός που θέλει να πετά με τους γλάρους. Γη και νερό, κύμα κι ακτή, βουνό και θάλασσα – μαζί. Έχει πλάκα ωστόσο, γιατί κάπου εκεί σε κάτι ψηλά, ξερά, χρυσά χωράφια βρήκα τον Πατέρα μου να κάθεται κι να με περιμένει κάτω από μια ελιά.
— “Έχω ξανάρθει”, μου λέει με ένα μικρό χαμόγελο. “Κάποτε πριν πολλά χρόνια, πριν πολλά κιλά – όταν ακόμη χόρευα. Ήταν μια χρονιά αξέχαστη.”
Και έτσι φαίνεται να ήταν. Το έψαξα. Όντως με τον σύλλογο χορού της μακρινής Αυστραλίας χόρεψε σε χώμα Κρητικό, πεντοζάλη, και θεωρούταν κορυφαίος στο είδος, και χτυπούσε τις φτέρνες του συνοδευμένος από λύρα Ψαραντώνη. Κοίτα να δεις. Τώρα, όμως, δεν χορεύει πλέον. Πράμα. Ποτές του. Μου φαίνεται και πως πλέον δύσκολα χαμογελάει. Ίσα που θυμάμαι την τελευταία φορά που χορέψαμε μαζί, την τελευταία φορά που φώτισε το χαμόγελο του, καθώς λαχανιάζαμε και κλωτσούσαμε τα πόδια στον αέρα και τα χτυπούσαμε κάτω με δύναμη. Είχα γενέθλια και ήθελα τόσο να χορέψω, μα δεν χόρευε κανείς και είδε στα μάτια μου πόσο μεγάλη ανάγκη το είχα, διότι πνιγόμουν, και έπρεπε επειγόντως να πετάξω. Και πήρε τα εκατόν κάτι κιλά του, και την επίφοβη καρδία του, και χόρεψε πλάι στον γιο του Κρητικά, ο Ηπειρώτης.
Σήμερα, πια, μαθαίνω να χορεύω μόνος μου. Χορεύοντας βρίσκω πολλά, μα πιο πολύτιμο απ’ όλα είναι αυτό το όνειρο μου που ξαναβρήκα, αυτό το φως, αυτό το καλοκαίρι βαθιά μέσα μου. Και τα μαθαίνω γρήγορα, μάτια μου. Μαθαίνω γρήγορα να πετώ, καρδιά μου. Κι θέλω να βγούμε απ’ την σκιά, ψυχή μου, και στα χρυσοφωτισμένα από το φως χείλη σου θέλω να δώσω ένα φιλί, να με δεις να απλώνω φτερά και να απογειώνομαι κι εσύ να ξέρεις με απόλυτη σιγουριά ότι θα γυρίσω, ότι θα με ξαναδείς, και θα σε ξαναδώ – ότι σε σένα θα γυρίσω, στον φάρο, στο φως, στο λιμάνι.
Όπου κι αν είσαι, όπως κι αν έχει, να λάμπεις, όνειρο μου.
Να λάμπεις, και να ξέρεις πως αν λάμπεις όνειρο μου, όνειρο μου, θα σε βρω.
Θα σε βρω.
Πού ‘σαι πετροπέρδικά μου, πού ‘σαι πετροπέρδικά μου
πού ‘σαι πετροπέρδικά μου, που πετάς στα όνειρά μου
που πετάς στα όνειρά μου, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.