Ε, ννναι… Κάτι γίνεται εδώ.
Κάτι γίνεται εδώ παίδες – ώπα, ώπα. Πριν μόλις δυο λεπτά, σας το ορκίζομαι, ήταν Παρασκευή βράδυ και καθόμουν με κόντρα ξύρισμα στην πλατεία των Βριλησσίων και έπινα μπύρες και έλεγα ότι, ναι μωρέ προλαβαίνω να τελειώσω την εργασία μέχρι την Δευτέρα. Φταρνίστηκα, έκλεισα το μάτια για μισό δευτερόλεπτο και όταν τα άνοιξα κουρευόμουν γουλί και πήγαινα φαντάρος και έπινα τσίπουρα στο ΚΨΜ και έλεγα στον ΚΨΜτζί ότι αν έβγαλα το φανταριλίκη χωρίς να ξεκινήσω το κάπνισμα τότες δεν θα το ξεκινήσω ποτέ μου. Και τώρα, δυο λεπτά μετά μα τον Θεό, έχω μέρες να ξυριστώ, κάθομαι και καπνίζω, χαράματα, σε δωμάτιο προσωπικού στη Σαντορίνη και τα χέρια μου μυρίζουν αλκοόλ και γυαλιστικό υγρό ποτηριών. Στα μαλλιά μου, στα γένια μου, και από προχθές και στ’ αρχίδια μου, βγαίνουν άσπρες τρίχες. Άσπρες. Όχι γκρι.
Άσπρες.
Και η κοπελιά που μου βρήκε την πρώτη άσπρη τρίχα, στα είκοσι μου, την λέω πλέον “Κουμπάρα” και το πρώτο παιδί της (απ’ τα τρία) με λέει “Νονό”. Και την κολλητή μου θα την λένε σε λίγο “Μαμά”. Και τον κολλητό μου θα του λένε σε λίγο, “Να ζήσετε!”.
Εμ…
Ναι.
Χριστέ μου, είναι ο χορός του Ησαΐα ή του Ζαλόγγου – και, ε, συγνώμη αυτές εδώ οι γυναίκες, τι είναι, είναι απ’ το Σούλι;
Συγνώμη; Με συγχωρείτε; Η μουσική από πού κλείνει;
Μα εν τω μεταξύ, αγναντεύοντας την κατσαρή λευκή τριχούλα να πετάγεται σα χαλασμένη πετονιά απ’ τα αμελέτητα μου (Σ.Σ. λολ, ψέμα: αρκετά μελετημένα *self hi-five*) δεν είναι ότι με έπιασε η κρίση των πρώτων -άντα στα εικοσιοκτώ – ούτε ότι με έπιασε συγγραφική μελαγχολία για την ματαιότητα της ύπαρξης σε έναν σάπιο κόσμο όπου οι υποσχέσεις, τα συναισθήματα, και οι βέρες πετάγονται στον κάδο απόρριμάτων σα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό τυλιγμένο σε χαρτί υγείας μη δε το δει η μαμά ή η καμαριέρα ή ο/η σύζυγος.
Αυτό που με χτύπησε είναι ότι…νομίζω ότι γουστάρω να μεγαλώνω.
Ναι. Μεγαλώνω (λέμε τώρα) αλλά το γουστάρω γιατί το κάνω με τον τρόπο μου.
Το δωμάτιο μου εδώ το έχω σκουπίσει μόνο μια φορά, με σκούπα που δανείστηκα απ’ τον άλλον (Σ.Σ. ουσιαστικά τον μόνο) μπάρμαν της μικρής γιάφκας που ζούμε όλοι μαζί σα καλό εργατικό κοινόβιο. Όταν περπατάω το πάτωμα κάνει χράτς-χράτς απ’ την σκόνη. Το κομοδίνο μου είναι μια αναποδογυρισμένη άδεια κούτα, χρησιμοποιώ κερί για φως το βράδυ, και πλένω τα δυο μαύρα πουκάμισα που χρειάζομαι για την δουλεία στον νεροχύτη με το ίδιο σαπούνι με το οποίο πλένομαι εγώ. Το μαξιλάρι είναι γεμάτο τρίχες που πέφτουν απ’ το κεφάλι μου και υποψιάζομαι ότι απλά μεταναστεύουν προς την πλάτη, το στήθος, και τον κώλο μου. Μοιράζομαι ένα ψυγείο με το δίπλα δωμάτιο που μέχρι στιγμής έχω βάλει μέσα μονάχα τέσσερα κομμάτια πίτσα που το πρωί τα χλαπάκιασα. Οδηγώ ένα σκονισμένο Κορόλλα του ΄99 – φαντάσου με παράθυρα που ανοίγουν με μανιβέλα – που την έκανα γυναίκα και την βάφτισα “Σαπφώ” γιατί έτσι γουστάρω ρε.
Και μαλάκα. Μαλάκα… Ο άλλος πούλησε την μηχανή του και πήρε μονόπετρο. Αυτό θα πει δέσμευση παίδες. Αυτό κι αν θα πει αγάπη. Εγώ πάλι νομίζω πως η πιο επιτυχημένη σχέση που είχα ποτέ ήταν με μια ροζ ηυδρανγέα, που άντεξε εννιά μέρες μαζί μου μέχρι να μαραζωθεί επειδή ξέχασα να τη ποτίσω.
Ήταν, ωστόσο, εννιά υπέροχες μέρες…
Απ’ το ανοιχτό μου παράθυρο βλέπω ένα αεροπλάνο των Τουρκικών Αερογραμμών να απογειώνεται στο σκοτάδι και μου κόβει τον ειρμό. Το βλέπω που αναβοσβήνουν τα φώτα του στο σκοτάδι και πετάει προς το Άγνωστο (Σ.Σ. ή πιο ρεαλιστικά, στην Κωνσταντινούπολη) και θυμάμαι αυτό που ήθελα να πω:
Ότι το δωμάτιο μου μπορεί να είναι άδειο μα η καρδιά μου νιώθει γεμάτη, και ναι γκριζάρω με απαράδεκτη ταχύτητα σε περιοχές που δεν μπορούσα να με δω ποτέ να γκριζάρω, και οι φίλοι μου φαίνονται να κολλάνε συζυγικό βίο σα ιλαρά, και άλλοι πάλι περνούν τα πρώτα διαζύγια της δικιάς μου φουρνιάς, και κατά παράξενο τρόπο νιώθω καλά με όλο αυτό. Νιώθω ότι είμαι ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαι, την στιγμή που πρέπει να είμαι και βλέπω με αγάπη τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου να απογειώνονται στο σκοτάδι και να φεύγουν σε ταξίδια μακρινά, σε άλλες χώρες, με έναν συγκυβερνήτη δίπλα τους και κάνα δυο-τρια-τέσσερα νιάνιαρα να τους ακολουθούν σαν τα παπάκια στη σειρά.
Τους χαιρετώ καθώς απογειώνονται με όλη μου την καρδιά, και με δάκρυα στα μάτια, γιατί πούστη μου τους αγαπώ πάρα μα πάρα πολύ, τους νιώθω σαν οικογένεια: συγχρόνως αδέρφια μου, γονείς μου, παιδιά μου, ακόμα και άλλοτε εραστές μου – όλα αυτά μαζί σε ένα υπέροχα περίπλοκο και χιλιοτσακισμένο κουτί που λέγεται “Αληθινή Φιλία”. Ξέρετε ποια λέω; Απ’ αυτά τα δέματα με σπάγκο, που κάνουν το γύρω του κόσμου κι σκονίζονται κι βρομίζονται αλλά φτάνουν (ψιλό)ανέθικτα στον προορισμό τους. Κοιτάζω με χαρά τους ανθρώπους γύρω μου τώρα που είναι, πλέον, μικρότεροι μου, έτσι για αλλαγή. Δεν είμαι πια ο μπέμπης της παρέας – κι αυτό είναι καλό.
Διότι σκέφτομαι πόσα πράγματα, πόσες απόλυτες γραμμές και αποφάσεις, έχω αναιρέσει στην δεκαετία που έχει περάσει και παρά ταύτα δεν νιώθω σα κωλοτουμπάς. Νιώθω περισσότερο σα ακροβάτης, υπνοβάτης, τρουμπαδώρος, γελωτοποιός που καταλαβαίνει ότι την καλύτερη, πιο αστεία, ενδέχεται πιο σκληρή, φάρσα του την έκανε ο ίδιος στον εαυτό του όταν τον έπεισε ότι δεν θέλει ποτές του να μεγαλώσει. Ότι θέλει να μείνει για πάντα παιδί, κι ότι ο θάνατος είναι κάτι που πρέπει να φοβάσαι – και πως η δέσμευση είναι βαρετή, ανιαρή, και κάτι προς αποφυγή.
Πιστέψτε με, δεν είμαι κάνας Χάμφρι Μπόγκαρτ να σταθώ με τα χέρια στις τσέπες και με το αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη να πετάξω την τέλεια ατάκα που συνοψίζει το έργο, καθώς πέφτουν οι τίτλοι του τέλους και φεύγει ένα αεροπλάνο “για πάντα”. Δεν έχω τις απαντήσεις που ίσως να ψάχνετε ή να θέλετε να βρείτε σ’ αυτό το κείμενο. Σ’ αυτές τις τελευταίες γραμμές δεν αγγίζω ούτε την νιρβάνα ούτε το ζεν. Ακόμη το ψάχνω, και κάθε μέρα, και κάθε νύχτα ανακαλύπτω άλλο ένα κομμάτι και μερικές φορές θέλω να το μοιράζομαι μαζί σας.
Δεν είμαι προφήτης, ούτε φιλόσοφος, και σίγουρα όχι ποιητής. Δεν θα πάρω ποτέ Νόμπελ, δεν θα μου φτιάξουν ανδριάντα, ούτε θα με κάνουν όνομα οδού στα Εξάρχεια ή στάση του τραμ στη Νέα Σμύρνη.
Εγώ είμαι απλά ένα παιδί με κοινότυπα, βαρετά καφέ μάτια, που χαζεύει τα αστέρια απ’ το παράθυρο του, που παράλληλα όμως είναι ένας έφηβος που μαδάει μαργαρίτες, που συγχρόνως είναι άντρας και μετράει καμένες καρδιές, που την ίδια στιγμή είναι παππούς και μετράει λευκές τρίχες στα παπάρια του.
Είμαι όλα αυτά μαζί.
Ίσως πεθάνω αύριο, ίσως χορέψω Gangnam Style στα εκατοστά μου γενέθλια, ίσως κάνω δίδυμες κόρες, ίσως πάλι να είμαι και στείρος και να μην το ξέρω, ίσως με θάψουν με τις γάτες μου, ή ίσως με κάψουν στο κλίβανο με την γυναίκα της ζωής μου και απ’ της στάχτες μας σφυρηλατήσουν μια ασημένια καρδιά και ίσως την πουλήσουν τα δισέγγονα μας στο EBay.
Ίσως όλα αυτά τα ίσως μαζί.
Αλλά, να μην μεγαλώσω ποτέ και να μείνω για πάντα Πίτερ Παν;
Μπααα.
Ευχαριστώ πολύ, μα δεν θα πάρω – κράτα το εσύ, εγώ δεν το θέλω πλέον.
Γιατί έχει πάει πλέον πέντε κι ο ήλιος ανατέλλει σιγά-σιγά και φαίνεται η σκιά του επόμενου νησιού κόντρα σε ένα φόντο στο οποίο τα χρώματα μαλάκες είναι εξωπραγματικά: κάτι θεϊκές αποχρώσεις όλου του ουράνιου τόξου μέσα σε ένα βαθύ μπλε-μαύρο σκοτάδι που το πιπερίζουν ακόμη κάνα δυο ασημένια αστέρια και κάπως έτσι άλλη μια μέρα ξεκινά μέσα στην οποία μπορεί να συμβεί – στην κυριολεξία – το οτιδήποτε.
Η κάθε σωστή μα και λανθασμένη μου απόφαση με έχει φέρει σε τούτη εδώ την στιγμή.
Και αυτό, παίδες, είναι πραγματική μαγεία.
***
…Μα εγώ το ‘χω περάσει αυτό το στάδιο
Κι είναι το σπίτι μου άδειο
Βγαίνω νύχτα, κοιμάμαι πρωί…