Αγάπες, τα απογευματάκια του Σαββάτου, όταν καφεδιάζετε με τις κολλητές σας σε μέρη με πολύ κόσμο, να μιλάτε χαμηλόφωνα.
Καθίστε σε μια γωνιά, μακριά από τους μοναχικούς τύπους, που δήθεν αμέριμνοι διαβάζουν περιοδικά. Το πιο πιθανό είναι να έχουν στήσει αυτί και να καταγράφουν το πόνο ή τη χαρά σας, που μοιράζεστε με τη κολλητή σας.
Ρε ξέρω τι σας λέω, θα την πάθετε τη ζημιά.
Ο μεγάλος Μανιτού βέβαια μπορεί να έχει κέφια. Να χαμογελάσει στέλνοντας τον αγγελιαφόρο του για το σχετικό τζέρτζελο. Οπότε μην παίρνετε τοις μετρητοίς την προηγούμενη συμβουλή.
Σας μπέρδεψα; Χαίρομαι, αυτό ήθελα.
Τις προάλλες σαν καλός φίδης, εντελώς αδιάκριτα έστησα αυτί στο διπλανό τραπέζι. Χωρίς να με πάρουν είδηση, ρούφαγα τις λεπτομέρειες της ιστορίας, που αράδιαζε μια Ανδριάνα στην κολλητή της με το όνομα Σούλα.
Για μια ώρα και δώδεκα λεπτά, περίπου, δεν έκλεισε το στόμα της. Καταφανώς πληγωμένη, με φωνή που πρόδιδε θυμό και θλίψη, μιλούσε για τον Γιάννη.
Μην περιμένετε να σας αραδιάσω όλες τις λεπτομέρειες, δεν χωράνε ούτε σε πέντε άρθρα.
Η Ανδριάνα, είχε γνωρίσει τον Γιάννη εντελώς τυχαία.
Στην αρχή δεν τον πολυγούσταρε, κλασσικά πράγματα. «Εγώ με αυτόν, σιγά να μη…». Ο Γιαννάκης όμως, εκτός από φασαριόζος, ήταν επίμονος και έκρυβε μια χρυσή καρδιά. Σε διάσταση με την «σκύλα στο σπίτι», είχε αποφάσισε να αλλάξει πορεία, συνήθειες και μέγεθος υποδημάτων.
Για μήνες ολόκληρους γυρόφερνε την Ανδριάνα και την κανάκευε. Το χρειαζόταν το κανάκεμα η Ανδριάνα.
Είχε περάσει ένα άσχημο διαζύγιο, ο πρώην της είχε φάει την επιχείρηση που έτρεχαν από κοινού και γενικά δεν ήταν στα καλύτερα της. Αφέθηκε στην κρυφή γοητεία του λεγάμενου, διασκεδάζοντας μαζί του σχεδόν καθημερινά.
Τον ερωτεύθηκε τελικά… ναι αυτόν τον «σιγά να μη…». Το έκρυψε όμως, περίτεχνα, ακόμη και όταν το μονοπάτι έφτασε στο κρεβάτι.
Eνθουσιασμένος o Γιαννάκης ανέβαζε τον πήχη όλο και πιο ψηλά. Στον ουρανό τον έφτασε. Την πήρε αγκαζέ και συστήθηκε στους γονείς της, σαν ο νέος άνδρας της ζωής της μοναχοκόρης τους. Αυτός που την λατρεύει και θα την προσέχει για πάντα.
Γονείς και Ανδριάνα τον φίλησαν πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.
Όλα τέλεια.
Όλα;
Αμ δε, υπήρχε και μαμά δράκαινα στο έργο, να παρακολουθεί τις εξελίξεις από το παρασκήνιο.
Όταν ο Γιαννάκης περιχαρής της ανακοίνωσε την απόφαση του και την ρώτησε πότε θέλει να γνωρίσει την Ανδριάνα, κόντεψε να χάσει και τους δυο αδένες που κρέμονται κάτω από το πουλί του.
Δεν εννοώ τα αρχίδια του, αυτά τα είχε χάσει από τότε που άρχισε να λέει «μαμά».
«Αν θες να την κρατήσεις για γκόμενα, κανένα πρόβλημα. Η επανάσταση σου όμως τελείωσε. Γυρνάς σπίτι, στη γυναίκα σου και στο παιδί σου. Ζητάς συγγνώμη που τσιλημπούρδιζες τόσο καιρό και συνεχίζεις. Αν δεν τα καταφέρεις να σε δεχτεί πίσω, άστο πάνω μου. Τελείωσε η συζήτηση μας.»
Σούζα ο Γιαννάκης.
Σε συντομία αυτά άκουγε η Σούλα από την Ανδριάνα τόση ώρα.
Θύμωσε, έριξε δυο μπινελίκια στη κολλητή της, για το πόσο ηλίθια είναι και ξεκίνησε το δικό της τροπάριο επί του θέματος.
Η διακριτικότητα μου πήγε περίπατο.
Γύρισα προς το μέρος τους, μύρισα τη μικροατμόσφαιρα του καναπέ που φιλοξενούσε τις δυο φιλενάδες και πλασαρίστηκα στο τοπίο.
«Γεια σας… Ρομπέρτο. Αδιάκριτος μεν, αλλά ειλικρινής κυρίες μου. Δεν έχασα λέξη από την ιστορία. Συγχύστηκα και θέλω να δεχτείτε τη γνώμη μου και την συγγνώμη μου. Ελπίζω να μη μου λιμάρετε τη μύτη και τα αυτιά»
Περιέργως το τασάκι δεν έφυγε από το τραπέζι με στόχο το κεφάλι μου. Με απορημένη φωνή η Ανδριάνα με κάλεσε να καθίσω.
«Η γνώμη σας δεν με ενδιαφέρει, αλλά θα ήθελα να ακούσω τη συγγνώμη σας. Ίσως κρύψω τη λίμα και δε σας περιλάβω.»
«Θέλω να ζητήσω συγγνώμη εκ μέρους του αρσενικού γένους» ανταποκρίθηκα «Δεν φταίει η μαμά του Γιάννη αλλά ο ίδιος. Αν σας αγαπούσε πραγματικά θα είχε κάνει τα λόγια του πράξη . Η μόνιμη δικαιολογία των δειλών είναι πως πρέπει να ακούσουν τη «μητέρα» ή τον «πατέρα». Μαλακίες και να με συγχωρείτε που εκφράζομαι έτσι, μόλις γνωριστήκαμε. Όσο δε για την χρυσή καρδιά του, παπαριές λυράτες.»
Δεν γνωρίζω αν η παρέμβαση επηρέασε θετικά την παθούσα. Ίσως ναι, αν κρίνω από το ύφος της. Πάντως ο Μανιτού είχε κέφια εκείνη τη στιγμή. Γέλαγε ασταμάτητα σε μια γωνιά του ταβανιού. Αλήθεια σας λέω.
Πριν αποχωρήσω, έδωσα στη Σούλα την κάρτα μου και την κάλεσα σε γεύμα. Στη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε, ανακαλύψαμε κοινά επαγγελματικά ενδιαφέροντα.
Δέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. Χαμογέλασα και εγώ, ευχαριστημένος.
Είχα ήδη αποφασίσει, πως η Ανδριάνα είναι πολύ τσαχπίνα και του γούστου μου.