Αν και πολλά έχουν γραφτεί για την αυτοεκτίμηση και την καλλιέργειά της κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, λίγα είναι γνωστά για τις ψυχολογικές διεργασίες που συντελούνται μετά την ηλικία των 40 ετών. Είναι γνωστή σε όλους η “κρίση ηλικίας”, που ταλανίζει τους ανυποψίαστους μεσήλικες με τα συνοδευτικά καταθλιπτικά ή μεγαλομανιακά επεισόδια.
Όμως δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς η φόρτιση, που συνοδεύει τη συνειδητοποίηση του περάσματος μιας διχοτομικής γραμμής, που χωρίζει τη ζωή στα δύο και την κατανόηση πως τα υπολειπόμενα χρόνια είναι στατιστικώς λιγότερα από αυτά, που προηγήθηκαν.
Η σειρά των αναμμένων κεριών του Καβάφη αυξάνεται εξαιρετικά γρήγορα και ο αναστοχασμός είναι απαραίτητος για την ομαλή προσαρμογή του ατόμου.
Δυστυχώς οι άνθρωποι που προσεγγίζουν το κρίσιμο αυτό μεταίχμιο πρέπει να αντιμετωπίσουν αρκετές σκληρές παραδοχές:
Υπάρχουν χιλιάδες συνάνθρωποι, που δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν αυτή την ηλικία, και επομένως η δυνατότητα συνέχισης της ύπαρξής μας πρέπει να θεωρείται δώρο.
Ό,τι δεν έχει επιτευχθεί σε προηγούμενες ηλικίες, μπορεί να επαναληφθεί και να βιωθεί μόνο ως παρωδία. Κάθε εξελικτική περίοδος έχει τις δικές της ανάγκες και απαιτήσεις και η οπισθοδρόμηση για τη λύση καθηλώσεων και αγκυλώσεων του παρελθόντος, επιτυγχάνεται μόνο μέσω ψυχοθεραπείας.
Αν για παράδειγμα κάποιος δεν έχει ζήσει τους μεγάλους έρωτες κατά την εφηβεία και δεν έχει παραφρονήσει για την καρδιά μιας ή ενός ιδεατού συντρόφου, θα γελοιοποιηθεί, εάν το επιχειρήσει στα πενήντα.
Εάν δεν έχει επιτευχθεί η συμφιλίωση με τα φαντάσματα του παρελθόντος στα σαράντα, τα χρόνια που έπονται θα είναι οδυνηρά. Η συνέχιση της πορείας προϋποθέτει την εναργή ενατένιση των σχέσεων με τα πρόσωπα, που μας καθόρισαν κατά τα προηγούμενα στάδια, τη νοερή συνομιλία με αυτά, τον επαναπροσδιορισμό με καθαρή, απολογητική σκέψη των δεδομένων και τη συναισθηματική αποκατάστασή τους με αρωγό την εμπειρία και τον κριτικό λόγο.
Οι πράξεις του παρελθόντος δεν παραγράφονται, αλλά όσο υπάρχει η δυνατότητα, μπορούν να επαναδιαπραγματευθούν. Καθώς η ηλικία προχωρά, μειώνονται οι επιλογές, τα γνωστικά σχήματα γίνονται πιο άκαμπτα, και οι αυτοαξιολογήσεις δριμύτερες.
Οι πιθανότητες είναι πολωτικές: είτε αναμετρώντας τα πεπραγμένα, θεωρούμε ότι καλώς πολιτευθήκαμε και οδηγούμαστε ήρεμα προς την κορύφωση της ολοκλήρωσης, είτε διαπιστώνουμε ότι δράσαμε σαν να είμαστε κάποιοι άλλοι, οπότε η μέση ηλικία είναι η έσχατη ευκαιρία αλλαγής.
Μετά τα σαράντα οι κοινωνικοί ρόλοι έχουν παγιωθεί, η ταυτότητα του εγώ έχει σταθεροποιηθεί, οι σεξουαλικές επιλογές έχουν αποκτήσει ωριμότητα και η θέση στην κοινωνία έχει καθοριστεί. Συχνά, όμως, ανεξέλεγκτα γεγονότα αλλοιώνουν την αυτοαντίληψη και την κοσμοθεωρία γενικότερα: αρρώστιες αγαπημένων προσώπων, θάνατοι γονέων – για πολλούς η απώλεια της μητέρας ισοδυναμεί με την αναντικατάστατη έλλειψη του ανθρώπου, που περισσότερο από όλους τους είχε αγαπήσει- προβλήματα παιδιών, ξαφνικά διαζύγια, αποξένωση αγαπημένων φίλων κλπ.
Οι εσχατολογικές αυτές καταστάσεις είναι εκείνες, που καθορίζουν την αξία, που αποδίδουμε στον εαυτό, γιατί τελικά η αυτοεκτίμηση δεν είναι παρά η σχέση που έχουμε με το θάνατο.
Κατά τα χρόνια που ακολουθούν, το σώμα δεν θα έχει τις ίδιες βιολογικές δυνατότητες και η στωική αποδοχή αυτής της διαπίστωσης σε μια κοινωνία, που θέτει αξιακά πρότυπα ισχύος, ρώμης και επιθυμητής εξωτερικής εμφάνισης, είναι βασική.
Ο φόβος της επικείμενης γήρανσης συνδέεται με πλήθος ψυχολογικών προβλημάτων και κυρίως με την κατάθλιψη. Οι αλλαγές στον οργανισμό με την πάροδο της ηλικίας μπορούν να ταξινομηθούν σε μεταβολές στο γνωστικό τομέα, στην προσωπικότητα και στην προσαρμογή.
Όσον αφορά τον πρώτο, παρατηρείται αδυναμία πρόσκτησης νέας γνώσης, η οποία όμως δεν ισχύει, εφόσον τα καινούρια ερεθίσματα αναφέρονται σε δεξιότητες, που ήδη κατείχε το άτομο. Για παράδειγμα, μια νέα πληροφορία για το επάγγελμα αποθηκεύεται πολύ πιο άνετα σε σύγκριση με ένα εντελώς καινοφανές ερέθισμα.
Τελευταίες έρευνες έχουν αποδείξει ότι η απώλεια της μνήμης είναι επιλεκτική (τα άτομα ξεχνούν συμβάντα και πληροφορίες που δεν τους ενδιαφέρουν) και δεν αφορά τη μακροπρόθεσμη, αλλά τη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Τα νέα γι’ αυτούς ερεθίσματα πρέπει να παρουσιάζονται με ολοένα και πιο αργούς ρυθμούς, ενώ οι ασκήσεις απομνημόνευσης, το διάβασμα και η ενεργός συμμετοχή σε δραστηριότητες αποτρέπουν την εμφάνιση του φαινομένου.
Η απώλεια γνώσης είναι παθολογική κατάσταση και μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά στους νέους αποδίδεται στο άγχος και την κούραση, ενώ στους μεγαλύτερους στην ηλικία.
Αν και τα σημάδια της γήρανσης είναι ευκόλως διαπιστώσιμα (ρυτίδες, φθίση, απώλεια μνημονικής ικανότητας, κούραση) τα αντίδωρα της ενηλικίωσης δεν εκτιμώνται με την ίδια άνεση: Αυξημένη κρίση, παγιωμένοι και τελειοποιημένοι νοητικοί χάρτες για εκατοντάδες ενδεχόμενα, αυτοματοποιημένοι και αποτελεσματικοί χειρισμοί πιθανοτήτων, ικανότητα πρόβλεψης των μελλοντικών δράσεων, αυξημένη συναισθηματική νοημοσύνη, βαθεία επεξεργασία των πληροφοριών, έλεγχος των ενορμήσεων, εξισορρόπηση των αμυνών, αρραγές οπλοστάσιο έναλλακτικού ρεπερτορίου συμπεριφορών, ρεαλιστικές προσδοκίες.
Η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από την κοινωνική σύγκριση, από τη δυνατότητα ελέγχου των γεγονότων της ζωής και από την αυτοαξιολόγηση, τη διαφορά δηλαδή μεταξύ του ιδεατού και πραγματικού εαυτού. Επιπλέον, συσχετίζεται με την αποτελεσματικότητα και τη θέληση για ανάληψη ευθυνών.
Έρευνες δείχνουν ότι διατηρείται υψηλή μέχρι τα εξήντα, και μάλιστα ο ρυθμός αύξησής της είναι πολύ ταχύτερος από αυτόν των νεαρότερων ηλικιών. Κατά την τρίτη ηλικία η αυτοεκτίμηση πλήττεται, εξαιτίας παραγόντων, όπως η συνταξιοδότηση, τα προβλήματα υγείας, το σύνδρομο της άδειας φωλιάς, η απαξίωση των ηλικιωμένων από το κοινωνικό σύστημα.
Πάντως, αρκετοί ερευνητές πιστεύουν ότι η σημασία της υψηλής αυτοεκτίμησης έχει υπερεκτιμηθεί, δεδομένου ότι δεν συνδέεται πάντα με την ευτυχία και δεν παρουσιάζει σταθερότητα κατά τη διάρκεια του βίου.
Η προαναφερθείσα κοινωνική σύγκριση αναφέρεται στη βιολογική κατάσταση, την οικονομική άνεση, το κοινωνικό status, την απόκτηση παιδιών και τη δημιουργία σταθερής οικογένειας. Όλες οι έρευνες συγκλίνουν επίσης στη διαπίστωση ότι η ποσότητα και ποιότητα των κοινωνικών δικτύων και σχέσεων καθορίζουν το βαθμό της αυτοεκτίμησης.
Η μέση ηλικία είναι συνυφασμένη με την επιτυχία στους παραπάνω τομείς, με την κατάκτηση υψηλόβαθμων θέσεων, με τη διεύρυνση του κύκλου των γνωστών, με την επαγγελματική σταθερότητα και την οικογενειακή νηνεμία, με την εξασφάλιση πόρων για καλή υγειονομική περίθαλψη, με την ευχέρεια αποκόμισης ποικίλων εμπειριών, με τη δυνατότητα ταξιδιών και με την επέκταση των επιλογών σε χόμπυ και ενδιαφέρουσες ασχολίες.
Η κοινωνική σύγκριση έχει νόημα μόνο όταν αφορά άτομα παρόμοιας ηλικίας, επειδή διαφορετικά τα αποτελέσματα είναι εκ προοιμίου κίβδηλα. Δεν έχει νόημα για παράδειγμα η αντιπαραβολή των φυσικών ιδιοτήτων ενός δεκαοχτάρη με κάποιον στα πενήντα.
Η αυτοεκτίμηση των ατόμων άνω των σαράντα δεν συμβιβάζεται με υποκατάστατα ποιότητας. Απαιτεί τα δεδουλευμένα και αναιρεί τα ισχύοντα, αν δεν ικανοποιούν τα κριτήρια, τα οποία πια εκπορεύονται εκ των έσω και είναι πολύ πιο απαιτητικά σε σύγκριση με νεαρότερες ηλικίες.
Υπό τις σημερινές συνθήκες η αύξηση των διαζυγίων, οι μετασχηματισμοί της πυρηνικής οικογένειας, η ανεργία ατόμων μεγάλης ηλικίας, η οικονομική κρίση, τα ευδαιμονιστικά πρότυπα, η έκπτωση του κράτους πρόνοιας, η είσοδος στην εποχή της διακινδύνευσης, η περιρρέουσα αστάθεια, η ανενδοίαστη περιθωριοποίηση των μειονεκτούντων, η εξαθλίωση των οικονομικά αδυνάμων, επιδεινώνουν περισσότερο την αίσθηση ελέγχου, που είναι απαραίτητο συστατικό της αυτοεκτίμησης και θέτουν εν αμφιβόλω αξίες, που παλαιότερα αποτελούσαν εγγύηση για την εύρωστη αυτοεικόνα.
Οι διακύβευση και οι κλυδωνισμοί απαιτούν ευελιξία, προσαρμοστικότητα και διάθεση για ρίσκο, ιδιότητες που η κοινωνία απλόχερα αναγνωρίζει στους νέους και όχι σε άτομα, που κουβαλούν την ευθύνη κι άλλων μελών μιας οικογένειας.
Η εσωστρέφεια αυξάνεται, καθώς κάποιος οδεύει προς την τρίτη ηλικία, αλλά ταυτόχρονα μειώνεται ο νευρωτισμός. Σύμφωνα με τη θεωρία της απόσυρσης καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν αποστερούνται μεγάλου μέρους των κοινωνικών τους ρόλων, αλλά και η ίδια η κοινωνία τους περιθωριοποιεί (κυρίως για λόγους που σχετίζονται με την παραγωγή και την οικονομία).
Κοινωνικά αίτια αναγκάζουν τους ηλικιωμένους να αποδεχτούν ρόλους εξάρτησης (από την οικογένεια, την κρατική μέριμνα, το σύστημα πρόνοιας και περίθαλψης), που πολλές φορές είναι γενεσιουργοί παράγοντες κατάθλιψης.
Αν το ζητούμενο για τον άνθρωπο είναι η διασφάλιση της ευτυχίας-μιας φευγαλέας κατάστασης, κατά την οποία όλες οι εσωτερικές δυνάμεις και ανάγκες βρίσκονται σε ισορροπία-η αυτοεκτίμηση είναι απλά μία πρόφαση ή ένα δώρο της συγκυρίας, για να ξεφύγουμε από τη ναρκισσιστική και νευρωτική ενασχόληση με το εγώ.
Γιατί από την ηλικία των σαράντα και έπειτα όλοι πια γνωρίζουν, έχοντας επιβιώσει από συναισθηματικές μάχες και πολέμους ψυχικούς, ότι το μόνο αντίδοτο στην υπαρξιακή μοναξιά είναι η προσφορά προς την ανθρωπότητα και η αγάπη.
Ευστράτιος Παπάνης , Επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή: iatronet.gr