Α, τι γλυκό! Μας έφερε ένα ποντικάκι!
Κοίταξα το σιχαμένο, δαγκωμένο και βρεγμένο νεκρό ζωάκι. Δεν το βρήκα πολύ γλυκό. Γλυκό είναι το νεράντζι, το κυδώνι και το βύσσινο. Το πεθαμένο ποντίκι δεν μου άνοιγε την όρεξη, ούτε πάει με ελληνικό καφέ.
Α, τι απίθανο! Έπιασε πουλάκι!
Άλλη μέρα, άλλο πτώμα. Η γάτα το κρατούσε με ένα πόδι και το καημένο ακόμα σκιρτούσε λίγο παρά το σκισμένο φτερό του. Ακολούθησε σαύρα, ακρίδα, φίδι. Συνήθως το πρωί. Ούτε βαλτή να ήταν η γάτα για να κάνω δίαιτα, δεν άντεχα μετά να φάω ως το βράδυ. Μια φορά γύρισα πεινασμένος και εκεί που ετοιμαζόμουν να σφάξω ένα ταψί παστίτσιο της μαμάς μου ήρθε η γάτα με κάποιο ζώο που δεν ξέρω καν τι ήταν γιατί το είχε δαγκώσει. Και βρώμαγε πολύ.
Αγάπη μου δεν πάει άλλο. Κάτι πρέπει να κάνουμε με τη γάτα.
-Την γάτα;
Ναι, μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Έχει σκοτώσει το μισό οικοσύστημα της γειτονιάς.
-Ε, θέλει να μας ευχαριστήσει!
Πως το αντιλαμβάνεσαι αυτό; Αν κάνουμε παιδί και σκοτώσει το μισό σχολείο θα του πεις και μπράβο;
-Έλα μωρέ. Σιγά τα πολλά ζώα…
Γυρίσαμε προς την πόρτα της γάτας. Είχε μπει με τον κώλο και κάτι τραβούσε. Αλλά δεν χώραγε να περάσει ότι ήταν αυτό. Άνοιξα την πόρτα. Ένα κουτάβι!
Να! Τι σου λέω! Η γάτα είναι μανιακή!
“Μα αγάπη μου, μάλλον το βρήκε ήδη νεκρό και το έφερε να το προσέχει. Έχει μητρικά ένστικτα, την ξέρω καλά.”
Κοίταξα τη γάτα. Ήρθε και μου τρίφτηκε στο πόδι, νάζι φουλ. Ίσως να’χει δίκιο. Αγκάλιασα τη γυναίκα μου για λίγο. Μετά με παράτησε και πήγε με την γάτα στο σαλόνι. Μέχρι να πάω κι εγώ η γάτα, σαν καλή εγωίστρια που είναι, είχε φύγει μόνη της βόλτα. Έκατσα να δούμε ταινία. Κάτι να ξεχαστούμε.
Η δράση ήταν στο καλύτερο σημείο της όταν με την άκρη του ματιού μου, κάτι περνούσε από το παράθυρο. Ένα μεγάλο κατσίκι έπεσε νεκρό και διέλυσε την τζαμαρία. Στον λαιμό του η γάτα το δάγκωνε σαν λιοντάρι. Με πάθος. Κουνούσε και τα πόδια για να πιαστεί καλύτερα, παρότι η κατσίκα τα είχε κακαρώσει πλήρως. Θυμήθηκα κάτι ντοκιμαντέρ με αιλουροειδή που κυνηγούσαν όλα μαζί ένα κοπάδι γκνου στη σαβάνα.
Η γυναίκα μου επέμενε ότι δεν φταίει το γατί. Επισκευάσαμε την τζαμαρία αν και η ασφάλεια δεν καλύπτει φθορές από πτώση αλόγων. Για δυο μέρες, σαν να το ήξερε, είχε τέλεια συμπεριφορά. Ότι και να έλεγα, εγώ έφταιγα. Τα φανταζόμουν λέει. Έτσι κάνουν οι γάτες. Ή κατσικα θα ήταν άρρωστη, θα πέθανε μόνη της κάπως.
Αλλά πλέον ήμουν σίγουρος. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
-Αγάπη μου, μήπως στείλουμε την γάτα σε ξενοδοχείο για ζώα; Ή στην θεία μου που έχει κι άλλες γάτες. Να πάμε κι εμείς διακοπές κάπου οι δυο μας να τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Με κοίταξε με ύφος “πας να με τουμπάρεις και το ξέρω” οπότε το χόντρυνα.
“Παρίσι ίσως;”
Κάτσαμε να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες στον υπολογιστή. Κλείσαμε εισιτήρια, ξενοδοχεία…μέχρι και ένα ρομαντικό εστιατόριο για την πρώτη βραδιά. Θα φεύγαμε πρωί πρωί. Η γάτα αποβραδίς στην θεία για να κοιμηθούμε ήσυχοι.
-Αγάπη μου, που είναι η γάτα; Πρέπει να φύγουμε σε λίγο, η θεία μου κοιμάται νωρίς και είναι καμιά ώρα από εδώ.
“Έξω θα είναι. Πάω να την βρω.”
Δεν πρόλαβα. Το ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά που να φανταστώ την εξέλιξη. Η γυναίκα μου ήταν στο γκαζόν και έψαχνε μέσα στους θάμνους. Το άλογο έπεσε πάνω της ενώ ακόμα σκιρτούσε και κλώτσαγε πολεμώντας την γάτα. Έτρεξα προς το μέρος τους αλλά με πέτυχε ένα πέταλο δυνατά στα πλευρά και εκτοξεύτηκα στον δρόμο. Όταν συνήλθα και σηκώθηκα, όλα ήταν ήσυχα και ακίνητα.
Μόνο η ουρά της γάτας κουνιόταν παιχνιδιάρικα καθώς με κοιτούσε από την θέση της πάνω στο νεκρό άλογο κουρνιασμένη στο μπράτσο της νεκρής γυναίκας μου.