Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους – Λιλή Ζωγράφου
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους – Λιλή Ζωγράφου
Εισαγωγή από το βιβλίο: Επάγγελμα πόρνη, της Λιλής Ζωγράφου εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1998)
«Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».
[…] Οι μάζες φοβούνται τη λευτεριά. Απεγνωσμένα ψάχνουν (όταν όλα έχουν καταρρεύσει) για έναν καινούργιο θεό ή τον εκπρόσωπό του που θα τους την στερήσει, αλλά που στην πραγματικότητα θα τις απαλλάξει από την ευθύνη του εαυτού τους.
[…] Πόσες φορές βρέθηκε ο άνθρωπος κοντά στην υποψία ότι δεν είναι οι θεοί που πρέπει ν αλλάξουν αλλά το σύστημα;
[…] Μία κοινή πίστη σώζει πάντα τις μάζες από την ανυπόφορη μοναξιά του ατόμου. Αλλά όσο δύσκολο είναι να τις ενώσεις κάτω από μια καινούργια προοδευτική ιδέα, τόσο εύκολο είναι να τις συνδέσεις μ ένα κοινό μίσος. Εναντίον ποιανού; Μα η μετριότητα βλέπει γύρω της τόσους εχθρούς! Γι αυτό η μάζα είναι πρόθυμη να υποστηρίξει μια θεότητα ή μια εξουσία που υπόσχεται το διωγμό της αδικίας και την αποκατάσταση της ισότητας. Το κακό είναι πως δεν ελέγχει ποιος της τα υπόσχεται όλα τούτα. Της αρκεί η πλάνη πως οι πάντες θα ισοπεδωθούν στο ανάστημα της δικής της μετριότητας. Και πως και οι άλλοι θα στερηθούν εκείνο που η ίδια φοβάται: την ελευθερία να ψηλώσουν.
[…] Οι μάζες εκπαιδευμένες να είναι άτολμες & δορυφορικές, καθηλώνονται ανίκανες και ν’ αντικρίσουν ακόμα το κενό. Ειδικά διαμορφωμένες έτσι, περιμένουν, προσφέροντας με την ανημποριά τους, το πρόσχημα. Αυτή είναι η στιγμή του καπάτσου ή αλλιώς του ηγέτη. Όταν οι παλιοί θεοί αποσύρονται, οι θρόνοι αναζητούν διάδοχο. Και μ ένα καλό χειρισμό ή δίχως καν χειρισμό, σχεδόν κάθε άχρηστο σακί κόκαλα μπορεί ν αναρριχηθεί στην άδεια θέση!…
Ζωγράφου, Λιλή, 1922-1998
Λιλή Ζωγράφου, ένα ανένταχτο πνεύμα…
Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία.
Η Ζωγράφου φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο καθολικό γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος.
Τη διετία 1953-1954 έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση του δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή από νουβέλλες «Αγάπη», γνωστή έγινε όμως εννιά χρόνια αργότερα με την έκδοση του βιβλίου της «Νίκος Καζαντζάκης – ένας τραγικός», απομυθοποιητική και ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητας του συγγραφέα.
Συζητήσεις προκάλεσε και το δοκίμιό της «Αντίγνωση – Τα δεκανίκια του καπιταλισμού» στο οποίο υποστήριξε τη θεωρία της περί του χριστιανισμού ως θεμελιακού όρου για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο.
Όπως η ίδια η συγραφέας αναφέρει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου, η Ιερά Σύνοδος ζήτησε τον αφορισμό της. «Κρίμα που οι «νοήμονες» δεν της το επιτρέψανε. Στερώντας μου έτσι την τιμή να αποκτήσω το αυθεντικό πιστοποιητικό πως είμαι υπηρέτης της αλήθειας». Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα «Η Συβαρίτισσα» με έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα και εμφανείς επιρροές από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Το θεατρικό έργο της «Τιμή ευκαιρίας για τον παράδεισο» παραστάθηκε το 1976 από τη Β΄ σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Έκτοτε έδωσε στην ελληνική λογοτεχνία έργα αξιόλογα και γνώρισε την αγάπη του αναγνωστικού κοινού.
Μέσα από το έργο της, η Ζωγράφου επέδειξε ένα ασίγαστο πάθος για τη ζωή και τα γράμματα, αλλά και γι’ αυτόν τον ίδιον τον άνθρωπο. Δεν χαριζόταν ποτέ σε εκείνο που πρόκειτο να καταγγείλει και αποδείχθηκε σκληρή πολέμια όλων των εθελόδουλων και εθελότυφλων: «αν ξαναγινόμουν 20 χρονών, θα ξεκινούσα από τις κορυφές των βουνών αντάρτης, ληστής, πειρατής να ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους όσο και εκείνων που εθελοτυφλούν». Κατά την διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών έζησε τον περισσότερο χρόνο στο Παρίσι και αντιτάχθηκε περισσότερο μέσα από άρθρα της και όχι μέσα από βιβλία που τότε ήσαν εξαιρετικά ευάλωττα στην καθεστωτική λογοκρισία (το «Ο ηλιοπότης Ελύτης» δεν ήταν παρά η ομιλία της στις 25 Ιανουαρίου 1971 σε μια εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή στο «Θέατρο Κάβα» των Αθηνών: «υπάρχουν ελάχιστοι δημιουργοί και τα γεννήματά τους, που όταν τους μελετώ, τους ψηλαφώ, τους προσεγγίζω, νιώθω να μου παραλύουν το κορμί, να με αδειάζουν όπως ο ερωτικός σπασμός»).
Έκανε τρεις γάμους, απέκτησε μία θυγατέρα (με τον πρώτο σύζυγο, Μύρωνα Χατζηδάκη) και πέθανε στις 2 Οκτωβρίου 1998 στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Ηράκλειο, έχοντας απογοητευθεί αρκετά από την μικρότητα των ανθρώπων: «είμαστε ελεύθεροι μέχρι την στιγμή που δεν έχουμε ακόμα γνωρίσει την ασχήμια των ανθρώπων».
Την ίδια χρονιά (1998) είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο της βιβλίο «Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, Η ιστορία του φαλλού», στο προλόγισμα του οποίου η Ζωγράφου τόνιζε:
«Είμαι παθιασμένη αντιφεμινίστρια για τον απλό λόγο ότι είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα».
Λίγο πριν πεθάνει, η Ζωγράφου κληροδότησε τα συγγραφικά της δικαιώματα από τις μελλοντικές πωλήσεις των βιβλίων της υπέρ των σκοπών των «Παιδικών Χωριών SOS».